Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελεί ένα από τα πιο πλήρη πρακτικά και «όμορφα» νομικά κείμενα του Κράτους μας. Εκεί περιγράφονται άρτια και πληρέστατα όλες οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, ώστε να έχει η Εκκλησία την αυτοδυναμία της, το αυτοδιοίκητό της και να μην παρεμβαίνει στα θέματα του «Καίσαρος», ούτε και ο «Καίσαρας» στα ιδικά της.
Να υπάρχει δηλαδή συναλληλία. Ο νομοθέτης, με βάση τους Ι. Κανόνες και το Ευαγγέλιο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πολύ σοφά έχει καλύψει όλες τις παραμέτρους για την εύρυθμη λειτουργία των Μητροπόλεων, για την αγαστή συνεργασία τους με τους υπολοίπους φορείς και για το πότε παραμένει ένας Μητροπολίτης στον «θρόνο» του ή όχι.
Το μόνο που μένει λοιπόν είναι η τήρηση του. Από την πλευρά μου πιστεύω πολύ στον θεσμό των με αρμοδιότητες «Βοηθών Επισκόπων». Αποτελεί μια σπουδαία λύση στην ευλογημένη διαποίμανση του λαού μας, αν φυσικά αντιλαμβάνονται όλα τα μέρη τον εκ Θεού δοσμένο ρόλο τους. Με αμοιβαίο σεβασμό και κατανόηση των διακριτών ρόλων μόνο καλά μπορούν να προκύψουν απ’ αυτή την ιερή σχέση. Και έτσι καλύπτεται και η από πολλούς προβληματική ισοβιότητα γηραιών Μητροπολιτών στην Ιεραρχία, αφού η ενέργεια, η ζωντάνια και το εκκλησιαστικό φρόνημα του νεαρού Βοηθού Επισκόπου θα έρχεται να συνδράμει αγαπητικά την σοφία και την εμπειρία του γηραιού Μητροπολίτου προς δόξαν Θεού και προκοπή της Εκκλησίας! Ταυτόχρονα, ο υπερπλήρης Κατάλογος των προς Αρχιερατείαν Υποψηφίων (ο αριθμός του οποίου υπερβαίνει τους 500, ενώ τα κενά παραμένουν ελάχιστα) θα μειωθεί ικανοποιητικά ελαττώνοντας τους «διαγκωνισμούς» και τα παράπονα των υποψηφίων.
Να ολοκληρώσω ότι, ως κληρικός, που φέρω επί πενήντα (50) έτη το τίμιο ράσο, πρόλαβα τέσσερεις (4) Αρχιεπισκόπους στο πηδάλιο της Εκκλησίας μας, που παρ’ όλες τις αρχικές δηλώσεις τους, περί αλλαγής του τρόπου εκλογής και αποχωρήσεως των Αρχιερέων, κανείς στο τέλος δεν το επεχείρησε. Θεωρώ ότι ίσως αυτό είναι το πλέον ενδεικτικό.