Τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου αναγινώσκεται στη Θ. Λειτουργία η παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ. 15, 11-33).
Η παραβολή του «άσωτου Υιού» ομιλεί για ένα πλούσιο νέο, ο όποιος άσωτα κατασπατάλησε την περιουσία του σε χώρα μακρινή και στο τέλος κατάντησε να βόσκει χοίρους. Τότε μετανόησε και επέστρεψε στον πατέρα του, που τον δέχθηκε με άπειρη αγάπη και στοργή.
Η παραβολή είναι ανεξάντλητη σε νοήματα, αφού, όπως λέγεται, ολόκληρο το έργο της Θείας Οικονομίας (δηλαδή της σωτηρίας του ανθρώπου διά του Ιησού Χριστού) βρίσκεται μέσα σ’ αυτή. Το βαθύτερο νόημα της παραβολής είναι τετραπλό:
α. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο κάθε αμαρτωλός.
β. Η ανάγκη μετανοίας για κάθε άνθρωπο και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
γ. Το μέγεθος της θείας ευσπλαχνίας, στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και
δ. Η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός.
Προβάλλεται λοιπόν, την Κυριακή αυτή, τό ενθαρρυντικό παράδειγμα του αμαρτωλού νέου, που, ενώ σπαταλά την πατρική περιουσία «ζων ασώτως», δέν απελπίζεται, δέν συντρίβεται από τό βάρος των συμφορών, δεν περιέρχεται σε απόγνωσι. Αλλά επιστρέφει πρός τον εύσπλαγχνο πατέρα ταπεινωμένος, μετανοημένος, ζητώντας το έλεος και τη συγγνώμη του. Καί του απευθύνει θερμή ικεσία: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου…».