Καταρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε κάθε Ορθόδοξο χριστιανικό ναό διατηρείται μέσα στο αρτοφόριο ή στο σκευοφυλάκιο για μεγαλύτερη ασφάλεια ο Προηγιασμένος Τίμιος αμνός, ο οποίος είναι καθ’ολοκληρίαν εμποτισμένος με το αίμα του Χριστού μας. Η όλη αυτή προετοιμασία γίνεται κατά Παράδοσιν την Μεγάλη Πέμπτη. Ημέρα παραδόσεως από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό προς του μαθητές Του κι επέκεινα σε ολόκληρη την αγία μας Εκκλησία των φρικωδεστάτων Μυστηρίων δηλαδή του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Κατά την ημέρα αυτή, δηλαδή Μεγάλη Πέμπτη πρωί κατά τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου που τελείται συναπτά με τον εσπερινό, ο ιερεύς προευτρεπίζει στην αγία πρόθεση δύο αμνούς. Έναν αμνό(=Σώμα Χριστού) για τη Θεία Κοινωνία των πιστών που προσέρχονται κατ’ αυτήν την μεγάλη ημέρα της Εκκλησίας μας κι έναν δεύτερο αμνό για τη διατήρηση του καθ’ όλον το έτος για τις έκτακτες ανάγκες των ασθενούντων πιστών.
Κι αυτό γίνεται γιατί στη Ορθόδοξη Παράδοσή μας ο ιερεύς δεν τελεί σε καθημερινή βάση το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αλλά πάντοντε τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις μεγάλες εορτές ή και σε έκτακτες μνήμες ή σε μνημόσυνα κ.α. Η προετοιμασία του δεύτερου αμνού για την Θεία μετάληψη των ασθενούντων κατ’ οίκον ή σε νοσοκομεία έχει μια ιδιαίτερη ιεροτελεστία, η οποία όπως σε άλλη ερωτοαπάντηση μας απαντούμε διεξοδικά κι ιδιαίτερη προσοχή και ευλάβεια εκ μέρους του ιερέως.
Η συντήρηση του προηγιασμένου αμνού οφείλουμε να σημειώσουμε ότι έχει τη μορφή μαργαριτών κι όχι αμνού στην μορφή που τον έχουμε στο Δισκάριο. Ο λόγος είναι πρακτικός. Αν ξεραθεί ολόκληρος ο προηγιασμένος αμνός ως έχει ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι. Πρώτον μπορεί να μουχλιάσει και δεύτερον όταν ο ιερέας θα προσπαθεί να κόψει κάποια μερίδα από τον αμνό υπάρχει κίνδυνος να εκτοξεύονται μερίδες μικρότερης εκείνης που θα προσπαθεί να κόψει ο Ιερέας. Οπότε προνοεί ο ιερέας μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας της Μεγάλης Πέμπτης να αφιερώνει κάμποσες ώρες για τον τεμαχισμό ολόκληρου του αμνού σε μικρές καταρχήν μερίδες και ακολούθως σε μαργαρίτες δηλαδή ψίχουλα.
Στο αρτοφόριο του Ναού που σήμερα συνήθως ευρίσκεται ως σκεύος έχων την μορφήν μικρού ναΐσκου επί της αγίας Τραπέζης διαφυλάσσεται ο προηγιασμένος αμνός με ειδική θήκη η οποία απαραιτήτως πρέπει να αναπνέει.
Όμως ο Ιερέας προκειμένου να μεταβεί για Θεία Μετάληψη στο σπίτι του ασθενούντος οφείλει ν α έχει κατασκευάσει ένα ειδικό σκεύος μεταφοράς του Σώματος και του Αίματος του Χριστού μας.
Σε παλαιότερες εποχές ή σήμερα σε χωριά ολίγων κατοίκων ο ιερέας προετοιμάζει τη Θεία Κοινωνία του ασθενούντος μέσα στο άγιο Ποτήριο, εξάγωντας μια μερίδα προηγιασμένου αμνού ρίπτοντας επ’αυτής μικρά ποσότητα οίνου. Αυτό γίνεται γιατί ο Προηγιασμένος αμνός είναι βουτηγμένος όπως προαναφέραμε καθ’ολοκληρίαν μέσα στο Τίμιο και Ζωήρρητο αίμα του Κυρίου μας κατά τη Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. Άρα σε κάθε μερίδα προηγιασμένου αμνού βρίσκεται και αίμα Χριστού.
Επειδή ως είναι κατανοητό η Θεία Μετάληψη συνίσταται στη δόση Σώματος και Αίματος σε υγρή μορφή, αλλά και για τον πρακτικό λόγο ότι σε υγρή μορφή γίνεται πιο εύκολη η κατάποση του Προηγιασμένου Αμνού, ο Ιερέας χρησιμοποιεί κατά τη Μετάληψη του ασθενούντος το νάμα για να μαλακώσει την αποξηραμένη μερίδα του Σώματος και Αίματος Χριστού. Έτσι με το Άγιο Ποτήριο ο ιερεύς φορώντας και το επιτραχήλιον του και προηγουμένης αναμμένης λαμπάδας την οποία βαστάζει ένας βοηθός που μεταβαίνει εν σιωπή και μεταλαμβάνει του ασθενεί κατ’οίκον. Κατά παρόμοιο τρόπο γίνεται εν σιωπή και η επιστροφή του μέχρι να τακτοποιήσει το άγιον σκεύος στο σκευοφυλάκιο.
Στις μεγάλες πόλεις όμως η προηγούμενη τάξις μεταδόσεως των Αχράντων Μυστηρίων δεν μπορεί να είναι η ίδια λόγω της πολυπολιτισμικότητας των ανθρώπων και για τον πρόσθετο λόγο ότι κάποιος εκ των περαστικών μπορεί να ασχημονήσει έμπροσθεν των Αχράντων Μυστηρίων. Για το λόγο αυτό ο ιερεύς έχει προνοήσει για τέτοιες έκτακτες περιπτώσεις όχι όμως σπάνιες, θα λέγαμε πολύ τακτικές, να έχει κατασκευάσει σε ειδικό αργυροχόο ένα μικρό κυτίο ασφαλές, εντός του οποίου να υπάρχουν τα κάτωθι:
α) ένα μικρό ενσφράγιστο κυτίο εντός του οποίου ο ιερέας τοποθετεί πολλές μερίδες προηγιασμένου αμνού,
β)ένα ενσφράγιστο φιαλίδιο εντός του οποίου ευρίσκεται ερυθρός γλυκός οίνος,
γ) ένα μικρό σε σχήμα αγιοπότηρο,
δ) μια μικρά λαβίδα κατάλληλη για να χωρά στο μικρό αγιοπότηρο,
ε) ένα μάκτρο(=κόκκινο ύφασμα) για τη Θεία Μετάληψη,
στ) μια μικρή λαβίδα για να τη χρησιμοποιήσει ο ερέας όταν θα βγάλει την προηγιασμένη μερίδα εκ του ειδικού κυτίου και τέλος,
ζ) ένα μικρό φιαλίδιο ενσφράγιστο με νερό για να ξεπλύνει την λαβίδα και το μικρό Άγιο Ποτήριο.
Εξυπακούεται ότι ο ιερέας πρέπει να είναι νήστης για να καταλύσει το ξέπλυμα του ποτηρίου.
Ακόμη ο ιερεύς πριν μεταβεί στον ασθενούντα για να τον μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων οφείλει να έχει επισκεφθεί την προηγουμένη τον ασθενούντα για να τον προετοιμάσει απαραιτήτως με το ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως. Επίσης ο ιερεύς οφείλει να προετοιμάσει και το κατάλληλο τραπέζι της οικίας πάνω στο οποίο θα τοποθετήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Οφείλει ο ιερέας να ενημερώνει το σπίτι ότι πάνω στο τραπέζι πρέπει να είναι στρωμένη μια καθαρή λευκή πετσέτα ή τραπεζομάνδηλο να υπάρχει μια εικόνα, το αναμμένο κανδηλάκι, ένα θυμιατό με καρβουνάκι ή καρβουνόσκονη , αναμμένο θυμίαμα, καθώς και όλη η οικογένεια του ασθενούντος σε στάση προσευχής και ευλαβείας διότι εκείνη την ώρα την οικία τους επισκέπτεται εν σώματι και αίματι ο ίδιος ο Χριστός μας. Ο ιερέας κατά την ώρα της Θείας Μεταλήψεως είναι ασκεπής και αφού βάλει ευλογητός, Τρισάγιον, Απολυτίκιον ή απολυτίκια, Μικρά Συναπτή υπέρ υγείας και αναρρώσεως του ασθενούντος και ευχή συγχωρήσεως προετοιμάζει κατόπιν την μετάδοση λέγοντας τον 50ο Ψαλμό, «Ελέησον με ο Θεός…», και ψάλλοντας ένα σύντομο Κοινωνικό π.χ. «Σώμα Χριστού ,μεταλάβετε..».
Εν συνεχεία ο ιερεύς λέγει το «Μετά φόβου Θεού…» και μεταλαμβάνει το ασθενούντα. Αφού σκουπίσει καλά το στόμα του ασθενούντος με το μάκτρο, συστέλλει το Άγιο Ποτήριο με το ξέπλυμα της λαβίδος και του αγίου ποτηρίου ψάλλοντας το «Είη το όνομα Κυρίου» και ακολουθεί η απόλυσις.
Αφού τελειώσει ο ιερέας τοποθετεί κάτω από το πετραχήλι του το ιερό σκεύος βαστώντας το στα δύο του χέρια και αφού ευχηθεί με την ευλογία του Θεού αναχωρεί για το ναό έχοντας πάνω από το πετραχήλιο φορεμένο το ράσο του ώστε να μην φαίνεται το τι βαστά και φεύγει χωρίς να λάβει χρήματα από την οικία του ασθενούντος. Επιστρέφοντας στο ναό αποθέτει στο άγιο αρτοφόριο ή στο σκευοφυλάκιο το ιερόν κυτίον και βγάζει το επιτραχήλιόν του δοξάζοντας το Θεό. Επίσης καθ’όλον τον καιρό της μεταβάσεως του ιερεύς στην οικία του ασθενούντος και κατά την επιστροφήν του λέγει χαμηλοφώνως το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Όπως σημειώσαμε και ανωτέρω ο ιερεύς δεν ομιλεί καθ’οδόν στους ενορίτες του, αλλά με νεύματα. Εφόσον δεν καταλαβαίνουν προς τι η σιωπή, σπεύδει και κατόπιν εξηγεί την ιερά αποστολή του. Καλόν είναι ο ιερέας να κατηχήσει τους ενορίτες του ότι όταν τον συναντούν στο δρόμο και δεν τους ομιλεί είναι γιατί βρίσκεται σε έκτακτη ιερά αποστολή με τα Άχραντα Μυστήρια, οπότε αποφεύγονται τυχόν παρεξηγήσεις.
Σχετικά ο άγιος Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης στην ΟΗ ερωτοαπάντηση του προς τον Γαβριήλ, Μητροπολίτη Πενταπόλεως δίδει μεγάλη σημασία στην προετοιμασία των Τιμίων Δώρων εκ μέρους των κληρικών για τη μετάληψη των ασθενούντων. Αυτή η όλη διαδικασία απαιτεί σεβασμό και ιερατικό ήθος αναλόγως της περιστάσεως.
Διότι εδώ έχουμε το ίδιο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας, «το Δεσποτικόν» ως λέγει. Και στηλιτεύει τους ιερείς εκείνους που την όλη διαδικασία την κάνουν με αμέλεια. Δυστυχώς και το 15ο αιώνα κατά τους χρόνους του αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης γινόταν και κάποια έκτροπα εκ μέρους τινών κληρικών. «Όταν δε μέλλει να κοινωνήσει τινά δεν πρέπει να τον λαμβάνει εις τον κόλπον και να υπάγη καθώς την σήμερον μερικοί καταφρονητικώς ή αμελώς ή ασυλλογίστως κάμνουσι, αλλά πρέπει να ετοιμάζουσιν εν τω ιερώ ποτηρίω την Θεία μερίδα εν τη λαβίδι κατά την πρόθεσιν, καθώς ήτο τάξις εξ αρχής και καθώς και ημείς εφθάσαμεν να το ιδώμεν.
Πρέπει να προπορεύεται η λαμπάς και ο ιερεύς ενδεδυμένος το επιτραχήλιον κρατών τα άγια να προπορεύηται και πάλιν με αυτόν τον τρόπον αφού κοινωνήση τον άρρωστον, πρέπει να επιστρέφη. Τούτο ουχί μόνο οι κοσμικοί ιερείς, αλλά και οι μοναχοί πρέπει να κάμνωσει εν τοις μοναστηρίοις εις τιμήν και δόξαν Χριστού και εις ευλάβειαν ημετέραν προς τα Θεία και δια να μη συμβή τι απευκταίον, καθώς συνέβη πολλάκις , ως εμάθαμεν, αυτό το άξιον φρίκης και καταδίκης, να ριφθώσει δηλαδή τα άγια ενω εξεβάλλετο από του πυξίου η Θεία μερίς επειδή δεν ήταν ο τόπος επιτήδειος. Το να τα κρατή τις εις τον κόλπον και να οδεύει ή να κάθηται δεν είναι ευλαβές». (Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, ερ. ΟΗ΄, σ. 396).