Εγώ, με συγχωρείτε, όταν χάραξα αυτόν τον δρόμο από παιδί, δεν έδινα σημασία που μου λέγανε τα παιδιά «καλόγερο Ιάκωβο» ή ότι να! αυτό το παιδί είναι από τους παλαιούς ή ότι ο Ιάκωβος είναι ανίκανος, γι’ αυτό θα πάη στο Μοναστήρι. Εγώ είχα την κλίση μου στα ιερά.
Η μητέρα μου έτσι μας έμαθε να προσευχώμεθα και έτσι είχα μάθει και έκαμνα μετάνοιες και από παιδί και εδώ που ήρθα καλόγερος στο Μοναστήρι και το Πάσχα έκαμνα μετάνοιες. Στο χωριό μου κάθε 15 ημέρες ερχόταν ο παπάς και μας λειτουργούσε. Εμένα μου άρεζε και πήγαινα πρωί-πρωί να περιμένω (τον παπά) στην καρυδιά από κάτω να κρατώ το σχοινί (της καμπάνας) και έλεγα (με το μυαλό μου), «Ας μ’ έλεγε αυτός ο παπάς να χτυπήσω την καμπάνα, ας με έπαιρνε να με κάνη παιδί του, να με βάλη το ράσο. Ποιος να παρουσιαστή, ένας μορφωμένος να με πάη στον Δεσπότη, να του πη ότι εγώ θέλω να γίνω μοναχός και να με βάλη το ράσο έστω την νύχτα να το φορώ;». Και εκεί έκαμνα μετανοίας και πάντα μου άρεζε η Εκκλησία και με έβλεπε ο παπάς και μου λέει: «Ιάκωβε, δεν κάνουμε τώρα μετάνοιες, διότι ανέστη ο Κύριος». «Πάτερ μου, του λέγω, η μητέρα μου μου έμαθε να κάνω μετάνοιες και νηστείες».
Η μητέρα μου έκανε μετάνοιες, δεήσεις, προσευχές, νηστείες. Έτσι γιατρευόμασταν τότε. Από μικρό, με είχε μάθει η μαννούλα μου να τηρώ την τάξη της Εκκλησίας, νηστείες, μετάνοιες. Μικρό παιδάκι, άνοιγα (την πόρτα) χωρίς να με παίρνουν είδηση στις 12 με 1 (η ώρα) το βράδυ και πήγαινα στην ερημιά. (Άλλες φορές) έκανα «Λειτουργίες» με τα μικρά παιδάκια. Με φώναζαν «ο παπα-Ιάκωβος». Χαρά μου ήταν να πω το «Χριστός Ανέστη» και να ηχήση σ’ όλη την πλάση. Πήγαινα σε ξωκκλήσια. Άναβα τα καντήλια, τα περιποιόμουν, σκούπιζα. Είδα την αγία Παρασκευή. Ήμουν απλό παιδί. Ούτε νερό δεν έπινα χωρίς την ευχή της μητέρας μου. Πριν κοινωνήσω φίλαγα το χέρι του πατέρα, της μητέρας, (και σαν στρατιώτης) του Διοικητού μου. «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου».
Όταν ήμουν νέος, έκανα τόσες… μετάνοιες, ποτέ δεν τις μετρούσα. Τώρα που γέρασα έχω καρδιά, ζάλη, πόνους στα πόδια, στα χέρια… Όμως, λέω: Ας πεθάνω εκεί (στον αγώνα).
Πήγα στο σχολείο, έμαθα γράμματα. Σε ένα εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, εκεί ήτανε το σχολείο μας, εκεί μάθαμε γράμματα και μετά όταν άρχιζε η Άνοιξη, ο Απρίλιος, πάνω στον πεύκο είχαμε τον πίνακα και μέσα στο κουτάκι βάζαμε τις κιμωλίες. Καθαρίζαμε, καθόμασταν χάμω, λοιπόν, και μάθαμε γράμματα. Θυμάμαι, είχα αδιαθετήσει, δεν ξέραμε από αρρώστιες εμείς τότε. Και κανένα κρυολόγημα (παθαίναμε) τότε, καμμιά ασπιρίνη να μας έδινε η μητέρα μου. Και επειδή ήμουνα έτσι ανήμπορο και αδιάθετο όλη την ημέρα, η μητέρα ήρθε στο σχολείο, έκανε υπόκλιση στον δάσκαλο –είδατε τι σεβασμό που είχαν;– φίλησε το χέρι του δασκάλου και του λέει: «Δάσκαλε, το παιδί μου σήμερα θα κάνη μια απουσία από το σχολείο, αδιαθέτησε και τώρα που θα πάτε εκδρομή μια ώρα από εδώ μακριά σε μια πηγή, μην κουραστή το παιδί και το πιάσει πυρετός και πέσει το παιδί. Γι’ αυτό ήρθα να σε ειδοποιήσω ότι το παιδί δεν θα ‘ρθη στην εκδρομή». «Ακούστε, κυρία Θεοδώρα», της λέει. «Η εκδρομή είναι και αυτή ένα μάθημα».
Ερχόταν ο παπάς από ένα άλλο χωριό, δυό ώρες μακρυά, ερχόταν κάθε 15 ημέρες μας λειτουργούσε και έφευγε. Δεν ξέραμε τι είναι οι Χαιρετισμοί. Το χωριό μου ήτανε όλο ποτάμια γύρω-γύρω. Μέσα σε πέντε ποτάμια ήμασταν.
Μια φορά, μου είπε ο παπάς: «Δεν έρχεσαι, Ιάκωβε, να με βοηθήσης στις ακολουθίες σε κάτι γειτονικά χωριά;». Είχε κάτι κόλλυβα να διαβάση. «Πανιερώτατε, λέω, να ρωτήσω την μητέρα μου» –αγία γυναίκα. «Ναι, να πας», είπε.
Πήγαμε τελικά σε κάτι άλλα χωριά, λειτουργήσαμε. Στον δρόμο βλέπαμε κάτι αχλαδιές και οι αχλάδες πεσμένες κάτω και τις τρώγαν τα ζώα. Είχαμε τέτοια παιδεία από τους γονείς μας, να μην πάρουμε ούτε μια αχλάδα, ας ήτανε από κάτω. «Ξέρετε τι θα πούνε;» μας λέγανε, «το «κακοαναθρεμμένο παιδί». Αν πάρης μια αχλάδα, θα πούνε «το παιδί αυτό πήρε ένα ταγάρι, ένα καλάθι»». Περνούσαμε και –παιδί τότε εγώ– ζήλευα μια αχλάδα, περνούσαν τα ζώα και τρώγανε, αλλά σκεφτόμουν «ναι, αλλά τι μου είπαν η μητέρα και ο πατέρας;» και έτσι έλεγα, «ας το στερηθώ».
Πήγαμε πόση ώρα με τα πόδια και φυσούσε αεράκι και πήρε του παπά το αντερί και φάνηκε το παντελόνι του. «Καλά, λέω, φοράει ο παπάς παντελόνι; Καλά, δεν είναι άγιος ο παπάς;», εγώ νόμιζα ότι θα ήταν δύο κόκκαλα τα πόδια του, ένας σκελετός που μόνο λειτουργάει και κοινωνάει. Του δώσαμε κάτι κορόμηλα από τα δένδρα μας και τα έφαγε ο παπάς. Λέω, «καλά αυτός δεν είναι άγιος;». (Νόμιζα ότι όλοι οι παπάδες είναι άγιοι και δεν τρώνε).
Όταν πήγα κοντά στην αγία Τράπεζα, την ώρα που λειτουργούσε ο παπάς, στον Χερουβικό ύμνο άκουγα φτερουγίσματα, έβλεπα πολλά και φοβόμουν και έτρεμα. Όταν γύρισα στο σπίτι, μου λέει η μητέρα μου:
–Τι είδες, Ιάκωβέ μου, εκεί που πήγες με τον παπά; είδες κανέναν άνθρωπο γνωστό; πήρες κανένα φρούτο από κάτω;
–Όχι, μητέρα, δεν πήρα.
–Ε! τι είδες;
–Εκεί που πηγαίναμε, μητέρα, φύσηξε αέρας και είδα ότι ο παπάς φοράει παντελόνι.
–Ε! καλά και αυτός άνθρωπος είναι, μου λέει, δεν θα φοράη παντελόνι;
–Μητέρα, λέω, δεν είναι του Θεού άνθρωπος που ντύνεται τα Ιερά και λειτουργάει; Εγώ ακούω εκεί, λειτουργάει τα άχραντα μυστήρια και λέει «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…» ακούω κάτι φτερουγίσματα φρα-φρα-φρα γύρω από τον παπά στην αγία Τράπεζα.
–Ναι, παιδί μου Ιάκωβε, εκεί βρίσκονται Άγγελοι και οι άγιοι Πάντες.
–Ε! πώς φοράει και παντελόνι;
–Ναι, παιδάκι μου, λέει, είναι παπάς του Θεού αλλά είναι και άνθρωπος.
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Α’. Διηγήσεις (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.