Ακάθιστος Ύμνος: Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του.

Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος.

Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ).

Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους.

Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών.

Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.

Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.

Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου.

Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 – 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.).

Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του.

Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας.

Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό.

Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα.

Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό.

Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου.

Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου.

Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 – 730 μ.Χ.), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου.

Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου).

Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 – 749 μ.Χ.), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά.

Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου.

Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων.

Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας.

Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας.

Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.

ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ 2024
Άγγελος πρωτοστάτης,
ουρανόθεν επέμφθη,
ειπείν τή Θεοτόκω τό Χαίρε·
καί σύν τή ασωμάτω φωνή,
σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε,
εξίστατο καί ίστατο,
κραυγάζων πρός Αυτήν τοιαύτα·
Χαίρε, δ’ ής η χαρά εκλάμψει,
χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει.
Χαίρε, τού πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις,
χαίρε, τών δακρύων τής Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον αθρωπίνοις λογισμοίς,
χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί αγγέλων οφθαλμοίς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαίρε, ότι βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τόν ήλιον,
χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις,
χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Βλέπουσα η Αγία,
εαυτήν εν αγνεία,
φησί τώ Γαβριήλ θαρσαλέως·
τό παράδοξόν σου τής φωνής,
δυσπαράδεκτόν μου τή ψυχή φαίνεται·
ασπόρου γάρ συλλήψεως,
τήν κύησιν πώς λέγεις κράζων·
Αλληλούια.

Γνώσιν άγνωστον γνώναι,
η Παρθένος ζητούσα,
εβόησε πρός τόν λειτουργούντα·
εκ λαγόνων αγνών,
υίον πώς έσται τεχθήναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρός ήν εκείνος έφησεν εν φόβω,
πλήν κραυγάζων ούτω·
Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις,
χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.
Χαίρε, τών θαυμάτων Χριστού τό προοίμιον,
χαίρε, τών δογμάτων αυτού τό κεφάλαιον.
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός,
χαίρε, γέφυρα μετάγουσα από γής πρός ουρανόν.
Χαίρε, τό τών Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα,
χαίρε, τό τών δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.
Χαίρε, τό φώς αρρήτως γεννήσασα,
χαίρε, τό πώς μηδένα διδάξασα.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν,
Χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Δύναμις τού Υψίστου,
επεσκίασε τότε,
πρός σύλληψιν τή Απειρογάμω·
καί τήν εύκαρπον ταύτης νηδύν,
ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι,
τοίς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
εν τώ ψάλλειν ούτως·
Αλληλούια.

Έχουσα θεοδόχον,
η Παρθένος τήν μήτραν,
ανέδραμε πρός τήν Ελισάβετ.
Τό δέ βρέφος εκείνης ευθύς επιγνόν,
τόν ταύτης ασπασμόν έχαιρε,
καί άλμασιν ως άσμασιν,
εβόα πρός τήν Θεοτόκον·
Χαίρε, βλαστού αμάραντου κλήμα,
χαίρε, καρπού ακήρατου κτήμα.
Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον,
χαίρε, φυτουργόν τής ζωής ημών φύουσα,
Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών,
χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.
Χαίρε, ότι λειμώνα τής τρυφής αναθάλλεις,
χαίρε, ότι λιμένα τών ψυχών ετοιμάζεις.
Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα,
χαίρε, παντός τού κόσμου εξίλασμα.
Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία,
χαίρε, θνητών πρός Θεόν παρρησία.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Ζάλην ένδοθεν έχων,
λογισμών αμφιβόλων,
ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη·
πρός τήν άγαμόν σέ θεωρών,
καί κλεψίγαμον υπονοών Άμεμπτε·
μαθών δέ σου τήν σύλληψιν,
εκ Πνεύματος Αγίου,
έφη·
Αλληλούια.

Ήκουσαν oι ποιμένες,
τών Αγγέλων υμνούντων,
τήν ένσαρκον Χριστού παρουσίαν·
καί δραμόντες ως πρός ποιμένα,
θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον,
εν γαστρί τής Μαρίας βοσκηθέντα,
ήν υμνούντες είπον·
Χαίρε, Αμνού καί Ποιμένος Μήτερ,
χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.
Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον,
χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον.
Χαίρε, ότι τά ουράνια συναγάλλεται τή γή,
χαίρε, ότι τά επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.
Χαίρε, τών Αποστόλων τό ασίγητον στόμα,
χαίρε, τών Αθλοφόρων τό ανίκητον θάρσος.
Χαίρε, στερρόν τής πίστεως έρεισμα,
χαίρε, λαμπρόν τής Χάριτος γνώρισμα.
Χαίρε, δι’ ής εγυμνώθη ο Άδης,
χαίρε, δι’ ής ενεδύθημεν δόξαν.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Θεοδρόμον αστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τή τούτου ηκολούθησαν αίγλη·
καί ως λύχνον κρατούντες αυτόν,
δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν Άνακτα,
καί φθάσαντες τόν άφθαστον,
εχάρησαν αυτώ βοώντες·
Αλληλούια.

Ίδον παίδες Χαλδαίων,
εν χερσί τής Παρθένου,
τόν πλάσαντα χειρί τούς ανθρώπους·
καί Δεσπότην νοούντες αυτόν,
ει καί δούλου μορφήν έλαβεν,
έσπευσαν τοίς δώροις θεραπεύσαι,
καί βοήσαι τή Ευλογημένη·
Χαίρε, αστέρος αδύτου Μήτηρ,
χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.
Χαίρε, τής απάτης τήν κάμινον σβέσασα,
χαίρε, τής Τριάδος τούς μύστας φωτίζουσα.
Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα τής αρχής,
χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.
Χαίρε, η τής βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαίρε, ή τού βορβόρου ρυομένη τών έργων.
Χαίρε πυρός προσκύνησιν παύσασα,
χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.
Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης,
χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οι Μάγοι,
υπέστρεψαν εις τήν Βαβυλώνα,
εκτελέσαντές σου τόν χρησμόν,
καί κηρύξαντές σε τόν Χριστόν άπασιν,
αφέντες τόν Ηρώδην ως ληρώδη,
μή ειδότα ψάλλειν·
Αλληλούια.

Λάμψας εν τή Αιγύπτω,
φωτισμόν αληθείας εδίωξας,
τού ψεύδους τό σκότος·
τά γάρ είδωλα ταύτης Σωτήρ,
μή ενέγκαντά σου τήν ισχύν πέπτωκεν,
οι τούτων δέ ρυσθέντες,
εβόων πρός τήν Θεοτόκον·
Χαίρε, ανόρθωσις τών ανθρώπων,
χαίρε, κατάπτωσις τών δαιμόνων.
Χαίρε, τήν απάτης τήν πλάνην πατήσασα,
χαίρε, τών ειδώλων τήν δόξαν ελεγξασα.
Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τόν νοητόν,
χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τούς διψώντας τήν ζωήν.
Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τούς εν σκότει,
χαίρε, σκέπη τού κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαίρε, τροφή τού μάνα διάδοχε,
χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.
Χαίρε, η γή τής επαγγελίας,
χαίρε, εξ ής ρέει μέλι καί γάλα.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεώνος,
τού παρόντος αιώνος,
μεθίστασθαι τού απατεώνος,
επεδόθης ως βρέφος αυτώ,
αλλ’ εγνώσθης τούτω καί Θεός τέλειος·
διόπερ εξεπλάγη σου τήν άρρητον σοφίαν,
κράζων·
Αλληλούια.

Νέαν έδειξε κτίσιν,
εμφανίσας ο Κτίστης,
ημίν τοίς υπ’ αυτού γενομένοις·
εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός,
καί φυλάξας ταύτην,
ώσπερ ήν άφθορον,
ίνα τό θαύμα βλέποντες,
υμνήσωμεν αυτήν βοώντες·
Χαίρε, τό άνθος τής αφθαρσίας,
χαίρε, τό στέφος τής εγκρατείας.
Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα,
χαίρε, τών Αγγέλων τόν βίον εμφαίνουσα.
Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ού τρέφονται πιστοί,
χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ού σκέπονται πολλοί.
Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις,
χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.
Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις,
χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.
Χαίρε, στολή τών γυμνών παρρησίας,
χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Ξένον τόκον ιδόντες,
ξενωθώμεν τού κόσμου, τόν νούν εις ουρανόν μεταθέντες·
διά τούτο γάρ ο υψηλός Θεός,
επί γής εφάνη ταπεινός άνθρωπος·
βουλόμενος ελκύσαι πρός τό ύψος,
τούς αυτώ βοώντας·
Αλληλούια.

Όλως ήν εν τοίς κάτω,
καί τών άνω ουδόλως απήν,
ο απερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γάρ θεϊκή,
ου μετάβασις τοπική γέγονε,
καί τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου,
ακουούσης ταύτα·
Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα,
χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.
Χαίρε, τών απίστων αμφίβολον άκουσμα,
χαίρε, τών πιστών αναμφίβολον καύχημα.
Χαίρε, όχημα πανάγιον τού επί τών Χερουβείμ,
χαίρε, οίκημα πανάριστον τού επί τών Σεραφείμ.
Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα,
χαίρε, η παρθενίαν καί λοχείαν ζευγνύσα.
Χαίρε, δι’ ής ελύθη παράβασις,
χαίρε, δι’ ής ηνοίχθη παράδεισος.
Χαίρε, η κλείς τής Χριστού βασιλείας,
χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Πάσα φύσις Αγγέλων,
κατεπλάγη τό μέγα,
τής σής ενανθρωπήσεως έργον·
τόν απρόσιτον γάρ ως Θεόν,
εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον,
ημίν μέν συνδιάγοντα,
ακούοντα δέ παρά πάντων ούτως·
Αλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ως ιχθύας αφώνους,
ορώμεν επί σοί Θεοτόκε·
απορούσι γάρ λέγειν,
τό πώς καί Παρθένος μένεις,
καί τεκείν ίσχυσας·
ημείς δέ τό μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστώς βοώμεν·
Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον,
χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον.
Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα,
χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.
Χαίρε, ότί εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί,
χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι τών μύθων ποιηταί.
Χαίρε, τών Αθηναίων τάς πλοκάς διασπώσα,
χαίρε, τών αλιέων τάς σαγήνας πληρούσα.
Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα,
χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.
Χαίρε, ολκάς τών θελόντων σωθήναι,
χαίρε, λιμήν τών τού βίου πλωτήρων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Σώσαι θέλων τόν κόσμον,
ο τών όλων κοσμήτωρ,
πρός τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε·
καί ποιμήν υπάρχων ως Θεός,
δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος·
ομοίω γάρ τό όμοιον καλέσας,
ως Θεός ακούει·
Αλληλούια.

Τείχος εί τών παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καί πάντων τών εις σέ προστρεχόντων.
Ο γάρ τού ουρανού καί τής γής,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Άχραντε,
οικήσας εν τή μήτρα σου,
καί πάντας σοι προσφωνείν διδάξας·
Χαίρε, η στήλη τής παρθενίας,
χαίρε, η πύλη τής σωτήριας.
Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως,
χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος.
Χαίρε, σύ γάρ ανεγέννησας τούς συλληφθέντας αισχρώς,
χαίρε, σύ γάρ ενουθέτησας τούς συληθέντας τόν νούν.
Χαίρε, η τόν φθορέα τών φρενών καταργούσα,
χαίρε, η τόν σπορέα τής αγνείας τεκούσα.
Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως,
χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα.
Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων,
χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Ύμνος άπας ηττάται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τώ πλήθει τών πολλών οικτιρμών σου·
ισαρίθμους γάρ τή ψάμμω ωδάς,
άν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεύ άγιε,
ουδέν τελούμεν άξιον,
ών δέδωκας ημίν τοίς σοί βοώσιν·
Αλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοίς εν σκότει φανείσαν,
ορώμεν τήν αγίαν Παρθένον·
τό γάρ άυλον άπτουσα φώς,
οδηγεί πρός γνώσιν θεϊκήν άπαντας,
αυγή τόν νούν φωτίζουσα,
κραυγή δέ τιμωμένη ταύτα·
Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου,
χαίρε, βολίς τού αδύτου φέγγους.
Χαίρε, αστραπή τάς ψυχάς καταλάμπουσα,
χαίρε, ως βροντή τούς εχθρούς καταπλήττουσα.
Χαίρε, ότι τόν πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν,
Χαίρε, ότι τόν πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν.
Χαίρε, τής κολυμβήθρας ζωγραφούσα τόν τύπον,
χαίρε, τής αμαρτίας αναιρούσα τόν ρύπον.
Χαίρε, λουτήρ έκπλυνων συνείδησιν,
χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.
Χαίρε, οσμή τής Χριστού ευωδίας,
χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Χάριν δούναι θελήσας,
οφλημάτων αρχαίων,
ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων,
επεδήμησε διεαυτού,
πρός τούς αποδήμους τής αυτού Χάριτος·
καί σχίσας τό χειρόγραφον,
ακούει παρά πάντων ούτως·
Αλληλούια.

Ψάλλοντές σου τόν τόκον,
ανυμνούμέν σε πάντες,
ως έμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Εν τή σή γάρ οίκήσας γαστρί,
ο συνέχων πάντα τή χειρί Κύριος,
ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοί πάντας·
Χαίρε, σκηνή τού Θεού καί Λόγου,
χαίρε, Αγία αγίων μείζων.
Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τώ Πνεύματι,
χαίρε, θησαυρέ τής ζωής αδαπάνητε.
Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών,
χαίρε, καύχημα σεβάσμιον ιερέων ευλαβών.
Χαίρε, τής Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος,
χαίρε, τής Βασιλείας τό απόρθητον τείχος.
Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια,
χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι.
Χαίρε, χρωτός τού εμού θεραπεία,
χαίρε, ψυχής τής εμής σωτηρία.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Ώ πανύμνητε Μήτερ,
η τεκούσα τόν πάντων αγίων,
αγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γάρ τήν νύν προσφοράν,
από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας,
καί τής μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τούς σοί βοώντας·
Αλληλούια.

Απολυτίκιον
Ήχος πλ. δ’.
Τό προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει, εν τή σκηνή τού Ιωσήφ σπουδή επέστη, ο ασώματος λέγων τή Απειρογάμω· ο κλίνας εν καταβάσει τούς ουρανούς, χωρειται αναλλοιώτως όλος εν σοι· Όν καί βλέπων εν μήτρα σου, λαβόντα δούλου μορφήν, εξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’.
Τή υπερμάχώ στρατηγώ τά νικητήρια, ως λυτρωθείσα τών δεινών ευχαριστήρια, αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε· αλλ’ ως έχουσα τό κράτος απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα κράζω σοί· Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

Μεγαλυνάριον
Ύμνοις εν αΰπνοις οι ευσεβείς, ακαθίστω στάσει, ανυμνούμεν πανευλαβώς, τήν πρός τόν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ημών βοήθεια.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.