Ήταν αξιοθαύμαστος ο συνδυασμός της απλότητος με την ευφυΐα, της μορφώσεως με την άγνοια των τεχνολογικών εξελίξεων στον Σεβασμιώτατο Αντώνιο.
Κάποια χρονιά που έκανε την Αποκαθήλωση στο χωριό Δρυόβουνο στην ύπαιθρο πάνω σε ένα λόφο, όταν πήγε να μιλήση, του πρότεινε ένας Ιερέας να του βάλη μία «ψείρα» (ένα μικροφωνάκι), για να ακούγεται. Ο Δεσπότης παραξενεύτηκε και είπε στον ιερέα: «Δεν είσαι στα καλά σου». Μετά το κήρυγμα λέει στον παπα-Στέφανο (Ρήνο): «Αυτός ο παπάς είναι τρελλός. Πήγα να μιλήσω και ήρθε να μου βάλη μία ψείρα». Όταν του εξήγησαν, παραδέχθηκε ότι δεν ξέρει από τέτοια πράγματα. Ήταν απλός, άκακος και απονήρευτος, χωρίς φθόνο και ζήλο για τα χαρίσματα των άλλων.
Έλεγε συχνά: «Χωρίς τον π. Στέφανο δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε». Τον αγαπούσε ειλικρινά και μία φορά του είπε: «Αν φύγης απ’ την Μητρόπολη, θα φύγω και εγώ ή θα πεθάνω». Έστελνε στον παπα-Στέφανο τα πνευματικά του τέκνα, όταν αυτός δεν μπορούσε να τους εξομολογή. Στο τέλος τους είπε: «Αν πεθάνω, να πάτε στον π. Στέφανο».
Επίσκοποι και κληρικοί σχολίαζαν τον Σεβασμιώτατο και τον εύρισκαν να σφάλλη, γιατί δήθεν δεν κρατούσε ψηλά το Επισκοπικό του αξίωμα, επειδή δεν είχε αυτοκίνητο, υπαλλήλους και πήγαινε μόνος του το φαγητό στο φούρνο. Την ταπείνωση και την ακτημοσύνη την έβλεπαν σαν αίτιο ντροπής, και όχι σαν αρετή και παράδειγμα προς μίμηση.
Για άλλους ήταν σκάνδαλο και για άλλους μωρία. Όμως ο πιστός λαός που έχει το γνήσιο κριτήριο της αγιότητος, τον Μητροπολίτη Αντώνιο τον θεωρούσε άγιο. Όσο αυτός εφέρετο ταπεινά, τόσο στην συνείδηση του λαού υψώνετο. Όλοι τον ευλαβούντο και του φιλούσαν το χέρι· άθεοι και πολιτικοί. Οι Αστυνομικοί σταματούσαν το αυτοκίνητο που τον μετέφερε όχι για να κάνουν έλεγχο, αλλά για να του φιλήσουν το χέρι. Όταν περνούσε από κεντρικά σημεία της Σιάτιστας ή από τις πλατείες των χωριών όλοι με σεβασμό τον χαιρετούσαν. Οι νέοι εσηκώνοντο από τα καθίσματά τους.
Στο γραφείο του είχε πάνω στα καθίσματα ανοιχτά διάφορα βιβλία και Αγγλικά και Γαλλικά. Διάβαζε πολύ και έγραφε βιβλία και άρθρα. Οι μελέτες του εποικοδομητικού και θεολογικού περιεχομένου ξεπερνούν τις 55. Ενώ είχε κάνει ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό και γνώριζε ξένες γλώσσες, κανείς ποτέ δεν τον άκουσε να τις μιλά, ούτε ανέφερε ποτέ για τις σπουδές του και τις γνώσεις του. Δεν είχε ραδιόφωνο και τηλεόραση και είχε τελεία άγνοια από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Επεσκέπτετο εναρέτους Γέροντες με άλλους Ιερείς και δεν εφαίνετο ότι ήταν Επίσκοπος, γιατί ήταν εξωτερικά όμοιος με τους άλλους. Πήγε να δη τον άρρωστο γέροντα Παΐσιο στη Σουρωτή και μετά την επίσκεψη είπε: «Πήγα και αντί να τον παρηγορήσω παρηγορήθηκα εγώ απ’ αυτόν». Στο Άγιον Όρος όποιον Γέροντα εύρισκε, του έβαζε μετάνοια και έπαιρνε την ευχή του. Σαν απλός ιερέας όπως κυκλοφορούσε, εκινείτο αθόρυβα και χωρούσε παντού, και στα πιο απλά και φτωχά σπιτάκια. Όταν πήγαινε στην Αγία Άννα, ποτέ του δεν συγκατατέθηκε να ανεβή σε ζώο, όπως τον παρακαλούσαν οι Πατέρες. Παρά την ηλικία του προτιμούσε να κουράζεται, ανεβαίνοντας την απότομη ανηφόρα.
Τον ειδοποίησαν κάποτε ότι θα τον επισκεφθή ένα ανδρόγυνο με τα παιδιά τους. Τους περίμενε έξω από την πόρτα στις σκάλες και τους δέχθηκε με εγκαρδιότητα, σαν να ήταν πολύ γνωστοί του. Τους κέρασε ο ίδιος και έπειτα τους ωδήγησε στο Εκκλησάκι. Έκανε Παράκληση γι’ αυτούς και τρισάγιο για τους κεκοιμημένους συγγενείς τους. Η απλότητά του τους συγκλόνισε και τα λόγια του έμειναν χαραγμένα για πάντα στην καρδιά τους.