Ο Μητροπολίτης Νέας Ιερσέης Απόστολος ανακοίνωσε ότι ανακήρυξε νέο πολιούχο άγιο της Μητρόπολης τον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη Ευβοίας.
Ο Αγιος Ιάκωβος εκοιμήθη το 1991 και κατατάχθηκε στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας το 2017.
Ο Μητροπολίτης Απόστολος πληροφορεί σχετικά με επιστολή του τον κλήρο και τον λαό της Μητρόπολης και σημειώνει ότι η μνήμη του θα εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου αρχίζοντας από εφέτος. Συγκεκριμένα, την Πέμπτη, στις 21 Νοεμβρίου θα τελεστεί Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στη Μητρόπολη στις 6 η ώρα το εσπέρας, ενώ την επομένη κυριώνυμη ημέρα Ορθρος και Θεία Λειτουργία στις 9 π.μ.
Περί Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη:
Ο Αγιος Ιάκωβος Τσαλίκης γέροντας γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς, την Θεοδώρα από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και τον Σταύρο από τη Ρόδο. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν γνωστοί στο Πατριαρχείο, ευεργέτες των σχολείων της Μάκρης και με σπουδαία εκκλησιαστική παράδοση.
Στις αρχές του 1922 Τούρκοι έπιασαν τον πατέρα του ο οποίος οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας. Μετά την καταστροφή η οικογένειά του ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς.
Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα. Εκεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και μαζί πλέον η οικογένεια μετακινήθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας.
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω τη Θεία Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την Εκκλησία ήταν έκδηλη.
Το 1933 τελείωσε το Δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στη δουλειά του.
Ο Μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμό του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και δούλευε σκληρά.
Τα βάσανα και οι κακουχίες της Κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντάς του ότι θα γίνει ιερέας.
Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκωβος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν.
Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Μετά την απόλυσή του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του.
Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του, το Νοέμβριο του 1952 προσέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και τη δική του επιθυμία. Σε ηλικία 32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στη Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα.
Από τη λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείρηση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «…η θεία δύναμη κρατούσε τον παππού».
Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό.
Επιστρέφοντας στη μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην Ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε.
Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του κόρη, και τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χειροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο Μητροπολίτης Χαλκίδος.
Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα. Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή».