Μέγας Αθανάσιος- 18 Ιανουαρίου: Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται από τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν.
Μέγας Αθανάσιος– 18 Ιανουαρίου: Η διδασκαλία του
Η τριαδικότητα και ο άνθρωπος
Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζει και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού.
Η παράδοση της εκκλησίας
Με το όρο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων της εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει από αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματική διδασκαλία, έχει τη δυνατότητα, μόνο η εκκλησία να διατυπώνει.
Η ενανθρώπηση του Λόγου
Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο «υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» (Λόγος κατά Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει ότι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».