Κυριακή του Παραλύτου: Ακούσαμε στο Ευαγγέλιο, ότι στην Ιερουσαλήμ υπήρχε μια κολυμβήθρα, που ήταν επάνω σε μια πηγή. Πότε-πότε κατέβαινε, σ’ αυτή ένας Άγγελος και ανατάραζε το νερό. Και τότε όποιος πρόφταινε και έμπαινε μέσα πρώτος, γινόταν υγιής οποιαδήποτε ασθένεια και αν είχε. Γι’ αυτό, πολλοί ασθενείς μαζεύονταν γύρω από την κολυμβήθρα και περίμεναν τη στιγμή που ο Άγγελος θα ανατάραζε το νερό. Όποιος πρόφταινε έμπαινε μέσα πρώτος.
Κυριακή του Παραλύτου: 23 Μαΐου
Εκεί ήταν και ένας άνθρωπος που περίμενε, άρρωστος, τριάντα οχτώ χρόνια. Τριάντα οχτώ χρόνια, καθόταν έξω από την κολυμβήθρα και περίμενε να ταραχτεί το νερό, για να μπει μέσα να γίνει καλά. Αλλά ήταν παράλυτος. Και να έβλεπε να ταράζεται το νερό, όσο να κάνει να κινηθεί, -πώς να κινηθεί ο παράλυτος; και πού να κινηθεί;- πρόφταιναν άλλοι και έμπαιναν μέσα και γίνονταν καλά.
Και να ο παράλυτος στέκει δίπλα από την κολυμβήθρα τριάντα οχτώ χρόνια. Και περιμένει με την ελπίδα ότι θα προφτάσει, κάποια φορά, να μπει πρώτος, ενώ θα ταράσσεται το νερό. Βέβαια θα πει κανείς, πώς να προφτάσει; Είναι δυνατόν ποτέ; Όλοι οι άνθρωποι αυτό έβλεπαν και το καταλάβαιναν. Αλλά ο ίδιος αντί να κάνει τέτοιες πικρές σκέψεις, και να λέει: «μάταιος ο κόπος για μένα», έκανε σκέψεις καλλίτερες και βαθύτερες: «Το νερό», σκεπτόταν, «έτσι και αλλιώς, δεν θεραπεύει μόνο του. Αν δεν κατεβεί ο Άγγελος του Κυρίου να το αναταράξει, αν δεν έρθει η χάρη και η δωρεά του Θεού, τίποτε δεν γίνεται για κανέναν». Και για να επισφραγίσει ο Θεός, ότι μόνο με την χάρη του γίνονταν οι θεραπείες, δεν θεραπεύονταν κάθε φορά πολλοί, σαν να είχε τάχα το νερό ιαματικές ιδιότητες, αλλά μόνο εκείνος που έμπαινε πρώτος.
Φανταστείτε λοιπόν με τι ορμή έτρεχαν οι άνθρωποι, και πόσοι ορμούσαν ταυτόχρονα στο νερό. Και όμως μόνο ένας, ο πρώτος, λάβαινε την ίαση. Και ο παράλυτος αντί να απογοητευτεί για τον εαυτό του, αντί να απογοητευτεί από τον Θεό, που έβαλλε κριτήριο το: «όποιος μπει πρώτος», δηλαδή όποιος είναι καταφερτζής, όποιος είναι πιο γερός, ή στο κάτω-κάτω, όποιος έχει άνθρωπο, περίμενε υπομονετικά και σκεπτόταν: «Ο Θεός είναι ο Πατέρας μας. Ο Θεός είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος. Ο Θεός είναι Πατέρας των ορφανών. Ο Θεός είναι Πατέρας των φτωχών. Ο Θεός είναι Πατέρας των αδικημένων». Είναι γεμάτη η Αγία Γραφή από τις διαβεβαιώσεις αυτές.
Η καρτερία του παραλύτου
Και ο παράλυτος όλα αυτά τα έβαζε κάθε ημέρα στην καρδιά του, και βλέποντας την χάρη του Θεού να εξαπλώνεται, αντί να σκληραίνει, με το παράπονο «γιατί όχι σε μένα;» θαύμαζε την αγάπη του Θεού και την ευσπλαχνία Του και έλεγε: «Λίγο ακόμη και θα ‘ρθεί η σειρά μου. Υπομονή! Ο Θεός είναι ο Πατέρας των φτωχών. Ο Θεός είναι ο Πατέρας των πονεμένων και των θλιβομένων. Είναι Πατέρας του κάθε αδικημένου. Τι και αν εγώ αδικήθηκα από οποιαδήποτε αιτία, και βρίσκομαι σ’ αυτή την κατάσταση; Ο Πατέρας μας θα απλώσει το χέρι Του και σε μένα!». Και περνάνε έτσι τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια.
Εμείς στη θέση του τι θα κάναμε; Θα περιμέναμε υπομονετικά; Ή θα φεύγαμε και θα μουρμουρίζαμε: «τουλάχιστον να περνάει η ζωή μας με λιγότερο παράπονο, με λιγότερη αγωνία. Έτσι και αλλιώς παλιοζωή είναι, τουλάχιστον ας τελειώσει ήρεμα. Γιατί ελπίδα δεν υπάρχει». Ο άνθρωπος αυτός δεν είπε ποτέ: «ελπίδα δεν υπάρχει». Αφού Θεός υπάρχει, και ο Θεός είναι η ελπίδα μας, περίμενε. Περίμενε από το χέρι του Θεού, γιατί ο Θεός, είναι πολύ πιο εύσπλαχνος από τους ανθρώπους. Που κανένας από αυτούς δεν φιλοτιμιόταν, βλέποντας την κατάσταση και την αθλιότητά του, να τον σπρώξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όταν εταράζετο το ύδωρ. Όλοι κοίταζαν τον εαυτό τους.
Εκείνος περίμενε από τον Θεό.