Ἡ δύναμη τοῦ κομποσχοινιου: Κάποτε ἕνας ἀδελφός, ὅταν βρισκόμασταν στὴν Ν. Σκήτη, περιέπεσε σ’ ἕνα ἀμφίβολο λογισμό:

«Προσευχόμαστε, ἀγρυπνοῦμε…, ὡραία αὐτά.
Ὅμως κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους ἢ μόνον τὸν ἑαυτό μας;».
Ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ ἐξομολογηθεῖ αὐτὸν τὸν λογισμὸ στὸν Γέροντα, τὸν πρόλαβε ὁ δεύτερος καὶ μὲ πρόσωπο ποὺ φαινόταν βαθιὰ συγκινημένο, λέγει στὸν ἀδελφό.
Ἀπόψε παιδί μου, ὁ Θεός μού ἔδειξε τὸ ἕξης φοβερὸ θέαμα:
Ἐνῶ προσευχόμουν, γιὰ μία στιγμή μοῦ φάνηκε ὅτι βρισκόμουν σὲ μία πολὺ μεγάλη τράπεζα.
Στεκόμουν μπροστὰ σὲ μία πόρτα ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὴν ὡραία πύλη τῆς ἐκκλησίας.
Μέσα ἐκεῖ σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο, ἀμέτρητα πλήθη περίμεναν σειρά.
Ἐγὼ ἔμοιαζα σὰν ἀρχισιτοποιός.
Μέσα σ’ αὐτὸν τὸν χῶρο διέκρινα καὶ σας νὰ βρίσκεστε κοντά μου.
Κόβατε κάτι μεγάλα σὰν πρόσφορα καὶ μοῦ τὰ φέρνατε.
Ὁ ἄλλος κόσμος περνοῦσε σὲ δύο σειρές, στὴν μία οἱ ζωντανοί, στὴν ἄλλη οἱ πεθαμένοι.
Τοὺς μοίραζα ὅλους ἀπὸ μία μερίδα εὐλογία καὶ φεύγανε ὅλοι χαρούμενοι.
Διέκρινα μέσα πάρα πολλοὺς γνωστούς μου, ὅσους εἶχα γραμμένους, ζωντανοὺς – πεθαμένους, στὸ μνημονοχάρτι.
Καὶ ὁ ἀδελφὸς μὲ τὴν σειρά του: – Γέροντα, αὐτὸ γιὰ μένα ἦταν.
Μοῦ ἔλυσες τὴν ἀπορία μου.
Τώρα κατάλαβα, τί προσφέρουν οἱ προσευχὲς καὶ τὸ μνημόνευμα στὴν προσκομιδὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμον.
Ἀφοῦ παιδί μου ἐνδιαφέρεσαι, νὰ σοὺ πῶ καὶ κάτι γιὰ τὸ κομποσχοίνι πιὸ φοβερό, γύρω ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Γέροντά μου.
Ὁ Γέροντάς μου, εἶχε στὸν κόσμον μία ἐξαδέλφη.
«Ἂν καὶ ἡ ζωή της δὲν ἦταν τόσο καλή, ὁ Γέροντας ὅμως τὴν ἀγαποῦσε πολύ.
Κάποτε τὸν εἰδοποίησαν ὅτι ἡ ἐξαδέλφη του πέθανε καὶ μάλιστα ὄχι καλά.
Ἔκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς· μιλοῦσε ἄσχημα κλπ. καὶ σ’ αὐτὰ τὰ χάλια πάνω ξεψύχησε.
Μόλις τὸ μαθαίνει ὁ Γέροντας, ἄρχισε τὰ κλάματα.
Ἐγὼ παραξενεύτηκα· τόση εὐαισθησία· νὰ κλαίει τόσον πολύ.
Ὅμως κατάλαβε ὁ ἴδιος τὸν λογισμό μου καὶ μὲ προλαβαίνει:
«Ἐγὼ δὲν κλαίω παιδί μου ποὺ πέθανε· ἀλλὰ κλαίω γιατί κολάστηκε».
Ὡστόσο ἀπ’ ἐκείνη τὴν ἡμέραν ὁ Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν ἐξαδέλφη του.
Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες, βλέπω τὸν Γέροντα πολὺ χαρούμενο.
«τί συμβαίνει Γέροντα;».
«Νὰ σοὺ πῶ παιδί μου.
Ἀφοῦ ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες δὲν ἡσύχασα νὰ προσεύχομαι καὶ ν’ ἀγρυπνῶ μὲ νηστεία καὶ δάκρυα γιὰ τὴν ξαδελφούλα μου, σήμερα εἶδα τὸ ἕξης εὐχάριστο καὶ θαυμαστὸ ὅραμα.
Ἐνῶ προσευχόμουν βλέπω ζωντανὰ τὴν ξαδελφούλα μπροστά μου καὶ μοῦ φωνάζει μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση:
«Σήμερα εἶναι ἡ μέρα τῆς σωτηρίας μου.
Σήμερα γλίτωσα ἀπὸ τὴν κόλασιν.
Σήμερα πηγαίνω στὸν παράδεισο».
Ξαφνικὰ τὴν ἴδια στιγμὴ βλέπω τὸν μακαρίτη τὸν παπα-Γιώργη μπροστά μου.
Αὐτὸς εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος.
Ὅταν ἤμουν στὸν κόσμον τὸν πρόλαβα.
Ἔβαλε στὸ μυαλό του, εἶναι δυνατόν, νὰ βγάλει ὅλους τούς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὴν κόλασιν.
Κάθε μέρα λειτουργοῦσε καὶ μνημόνευε χιλιάδες ὀνόματα.
Κατόπιν γυρνοῦσε τὰ μνήματα καὶ ὅλη μέρα διάβαζε τρισάγια καὶ μνημόσυνα στοὺς πεθαμένους.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐν ὄρομα τὸν εἶδα μπροστά μου, τὸν ἀκούω καὶ μὲ μεγάλο θαυμασμό μού λέγει:
«Βρὲ-Βρέ… ἐγὼ μέχρι τώρα νόμιζα ὅτι οἱ πεθαμένοι σώζονται μόνο μὲ λειτουργίες καὶ μνημόσυνα.
Τώρα ὅμως εἶδα καὶ κατάλαβα ὅτι καὶ μὲ τὰ κομποσχοίνια σώζονται οἱ κολασμένοι». καὶ ξανὰ μὲ θαυμασμό: «καὶ μὲ τὰ κομποσχοίνια σώζεται ὁ κόσμος…!».
Μ’ αὐτὸ τὸ ὅραμα πληροφορήθηκα ὅτι ἡ ξαδελφούλα σώθηκε, ἀλλά μοῦ ’δειξε ὁ Θεὸς καὶ τὴν δύναμιν τοῦ κομποσχοινιοῦ ὥστε καὶ ἀπὸ τὴν κόλασιν νὰ βγάζει ψυχήν».
Λέγοντας στὸν ἀδελφὸ συγκινημένος ὁ Γέροντας αὐτά, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ τοῦ εὐχήθηκε:
«Ἄντε στὴν εὐχή μου καὶ κοίταξε νὰ βιαστὴς ὅσο μπορεῖς στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν εὐχή, ἂν θέλεις καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς ἄλλους νὰ βοηθήσεις».
Ἀπό: Ἱερομόναχο Χαράλαμπο Διονυσιάτη

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.