Η θεοπτία στην διδασκαλία του γέροντος Σωφρονίου είναι συνάντηση του Υποστατικού Θεού, ως το Απόλυτο Πρωταρχικό Όν, με την “ὁμοίωση τοῦ Ἀπολύτου”, τον άνθρωπο. Εξαιτίας αυτής της συναντήσεως ενεργοποιείται “αγιοπνευματικά” στον άνθρωπο η υπόσταση με αποτέλεσμα το ανθρώπινο είναι να μετέχει στον αγιασμό και στην χάρη του “Θείου Είναι”. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη κλίση βαίνει συνεχώς προς την υποστατική μορφή του “είναι”, ως ασίγαστος πόθος να κοινωνήσει με τον υποστατικό Θεό. Έτσι, ο άνθρωπος υπερβαίνει τον περιορισμό του ατόμου, καθίσταται πρόσωπο και υπόσταση μέσω της αγιοπνευματικής συνεργείας και κληρονομεί την θεία μορφή υπάρξεως[1].

«Φερόμενοι Πνεύματι Θεοῦ πρός τήν ὑπέρ ὅλου του κόσμου προσευχήν, πρός συμμετοχήν εἰς τήν ἐν Γεθσημανή προσευχήν τοῦ Κυρίου, βλέπομεν αἴφνης ἐν ἐαυτοῖς Θεῖον θαῦμα: ἀνατέλει ἐντός ἠμῶν ὁ πνευματικός ἥλιος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπόστασις (πρόσωπον). Τοῦτο εἶναι ἐν ἠμίν ἡ ἀρχή καινῆς μορφῆς ὑπάρξεως ἤδη ἀθανάτου. Τότε δεχόμεθα τήν Ἀποκάλυψιν τῆς Ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἐν τή Ἁγία Τριάδι, οὐχί ἐπιφανειακῶς, οὐχί διανοητικῶς, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἐγκάτοις τοῦ εἶναι ἠμῶν. Ἐνορῶμεν ἐν τῷ φωτί τό μέγιστον μυστήριον τοῦ Ἀνάρχου εἶναι: τόν Ὑποστατικόν Θεόν, τόν Ζῶντα? τόν Ἕνα ἐν Τριάδι Ὑποστάσεων? τόν Θεόν τῆς ἀγάπης, τόν Μόνον ἀληθινόν»[2].

Μάλιστα, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, ο άνθρωπος πρέπει να διακατέχεται από ανυπόκριτη και άδολη αγάπη για τη σωτηρία όλου του κόσμου και να την “ενσαρκώνει” βιωματικά μέσω της προσευχητικής επικοινωνίας – κοινωνίας[3]. Τηρουμένων αυτών των δύο προϋποθέσεων, υποστηρίζει ο πατήρ Σωφρόνιος, η υπόσταση περιβάλλει “αγαπητικά” ολόκληρο τον κόσμο και αναπτύσσοντας την δημιουργική ενέργειά της επειδιώκει την καθολική ενότητα (ad intra και ad extra). Έτσι, το ανθρώπινο είναι, μέσω της αγαπητικής κοινωνίας μετέχει στην Κοινωνία του Θεϊκού Είναι, διότι «ἐν τή ἀγάπη εὑρίσκεται ἡ ὁμοίωσις πρός τόν Θεόν, Ὅστις εἶναι ἀγάπη»[4].

Παραπομπές:

[1] Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 296 – 297.

[2] Αυτόθι, σελ. 301.

[3] «Also man, via the participation in the heritage of the filial love, passes over to his fellow man symbolic “representation” of the God-Father’s love to the world via the Incarnation of Son. Man loving his fellow man represents pro rata the love of God to the world. Thus the “communication” of man with neighbor (who was being consolidated via sonship) is realized as participation in the “inheritance” of the Son towards the man and consequently it constitutes a type (by secular terms) earthy “representation”of the communion that the Son – Word has carried out to the people. The love of Son to the man should be carried out, as love of man to the fellow – man – neighbor, and the love to the man is his “communication” with “according to God’s grace” participation of the energies themselves of God. If God “is love”, the communion of love with the fellow man is aleady “communion of God” as well» (Γαϊτάνη Β., Fundamental Structures and bases of Orthodox communicative theology, σελ. 21)

[4] Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 304, πρβλ., Α’ Ιωάνν. δ‘ 16.

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.