Αρχιμ. Θεοδόσιος Μαρτζούχος.
Ο τοπικός-πολεοδομικός προσδιορισμός μιας ομάδας χριστιανών, που τελούν μαζί την Ευχαριστία και σαρκώνουν το Μυστήριο της Εκκλησίας εν τόπω και χρόνω, ονομάζεται ενορία.
Μπορεί να είναι τμήμα οικιστικό σε μια μεγάλη ή πελώρια πόλη, αλλά και αυτοτελές οικιστικό σύνολο μικρό ή και ελάχιστο αριθμητικά.
Αυτά κατά τα έξω και τις συνθήκες.
Κατά τα έσω τα θέματα γίνονται αφενός πολύπλοκα και αφετέρου προσδιορίζουν την ποιότητα και το ουσιαστικό βάρος της υποθέσεως.
Πάντοτε και παντού υπάρχει ο κίνδυνος της ασυμβατότητας ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα! Πάντοτε ένας καρπός έχει ενδεχόμενο τον κίνδυνο πίσω και κάτω από μια αρτιότητα και ομορφιά, να βρίσκεται ένα σκουλήκι ή μια σαπίλα!
Πάντοτε η χρονική παρέλευση φθείρει την συνείδηση του γεγονότος και επιβάλλει συνήθειες, που γίνονται επαναλαμβανόμενος τύπος που “δολοφονεί” κυριολεκτικά την ουσία.
Η ενορία σαρκώνει στις ανθρώπινες συνθήκες την νέα πραγματικότητα του Θεού, που προέκυψε μετά την ενσάρκωση του Χριστού, η οποία προσδιόρισε την Αγάπη ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Όχι τον φόβο ή την ανάγκη ή τον ωφελιμισμό. Τουλάχιστον έτσι πρέπει…
Η ενορία είναι η συνθήκη επιστροφής στο σπίτι του Πατέρα μας και Θεού μας. Είναι ο χώρος–προϋπόθεση να συνειδητοποιήσουμε σωστά ποιος είναι ο Πατέρας μας. Ποια είναι η ποιότητά Του και πως σχετιζόμαστε υπαρξιακά με Αυτόν αλλά και με τους αδελφούς μας.
Η παλαιά πανέμορφη και πανέξυπνη εικόνα του αββά της Παλαιστίνης Δωροθέου ισχύει πάντα. Ο κόσμος–Εκκλησία είναι ένας κύκλος στον οποίον κέντρο είναι ο Θεός και όλοι εμείς αποτελούμε τις ακτίνες του κύκλου.
Η πορεία προς το κέντρο–Θεό συνεπάγεται αυτονοήτως το πλησίασμα των ακτίνων–ημών μεταξύ μας! Όσο κοντύτερα προς το κέντρο–Θεό τόσο πλησιέστερα και προς τον αδερφό–ακτίνα.
Γι’ αυτό προφανώς ο απόστολος φωνάζει ότι όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό (=είναι κοντά Του) αλλά μισεί τον αδελφό του (έστω αδιαφορεί) είναι ψεύτης.
Ψεύτης όχι τόσο με την έννοια της παραλλαγής και απόκρυψης λέξεων, αλλά ψεύτης με την έννοια της, κατά την πραγματικότητα, αποτυχίας. Αμαρτωλός–αστοχήσας–εγωιστής–μόνος–κολασμένος! Κόλαση είναι να μην μπορείς να αγαπάς.
Ο κουρνιαχτός και η στάχτη της συνήθειας έχουν την τραγική δυνατότητα να σκεπάζουν και τα άγια και ουσιαστικά θέματα και να μετακυλούν τις υποθέσεις ουσίας σε συνθήκες και υποθέσεις ρουτίνας, που δεν αφήνουν, ή μάλλον αποτρέπουν, από ένα δυναμισμό θυσιαστικής αποδοχής και εγκόλπωσης.
Οι ενορίτες σ’ αυτή την περίπτωση γίνονται συμβατικοί μέτοχοι και ο υπεύθυνος–ιερέας υπηρεσιακός παράγοντας διορισμένος και, κατ’ επέκταση, υπάλληλος.
Τα εορταστικά δρώμενα, συνδυασμένα και με τις παρελθοντικές–παραδοσιακές εθνικές συνήθειες γίνονται απλά “προσκλητήριο” ιδιοπροσωπίας εξωτερικής. Χάνεται η σχέση με τον Πατέρα και ο κόπος να Τον πλησιάσουμε και το σπουδαιότερο να Του μοιάσουμε.
Έτσι, ατυχώς σήμερα πλέον η ενορία έχει γίνει ο μεγάλος ασθενής που πάσχει
α. Στην κεφαλή
Η Διοίκηση έχει θεσμοποιηθεί σε νομικό πλαίσιο, που ενώ είναι απαραίτητο, τελικά γίνεται βρόγχος πνιγμού της ουσίας. Τα τυπικά προσόντα προκηρυσσόμενης εφημεριακής θέσεως υπάρχουν και ατυχώς ο… προσοντούχος έχει μόνον χαρτιά.
Και αυτό γιατί δεν προέκυψε–γεννήθηκε (συμβαίνει ενίοτε αλλά δυστυχώς μειοψηφικά) από το ενοριακό σώμα. Δεν τον εξέλεξαν οι ενορίτες, αποδεχόμενοι το πρόσωπο του ως οδηγό. Εδώ υπεισέρχεται η κατάσταση των κωλυμάτων ιερωσύνης που έχασαν ατυχώς τον ουσιαστικό τους λόγο και έγιναν νομικίστικες προϋποθέσεις… “εβραϊκού” περιεχομένου!!
Ο υπεύθυνος της ενορίας σήμερα δεν έχει αμνησία, αλλά άγνοια των ενοριτών! Η διεύθυνση κατοικίας κάνει κάποιον… ενορίτη! Μπορεί να μη μετέχει (ούτε ουσιαστικά ούτε τυπικά) στην Ευχαριστία και στο Σώμα των αδελφών του, όμως θέλει να βαφτίσει να παντρέψει και να κηδέψει τους ανθρώπους του… στην ενορία!
Τραγέλαφος… Η νομική συνθήκη υποχρεώνει τον ιερέα σε όλα τα ανωτέρω (βάπτισμα–γάμος–κηδεία) και τον καταντά επ’ αμοιβή υπάλληλο, που τελικώς σκοτώνει την πίστη, αφού στις συνειδήσεις των άσχετων και των άθεων καταλήγει η πίστη να φαντάζει επαγγελματική ιδιότητα!
β. Στο πλαίσιο
Η ενορία είναι εκτύπωμα και “σάρκωση” του Πατρικού οίκου στον οποίο φυσικά ο Πατέρας μάθαινε τα παιδιά Του (“καλά” ή “κακά” παιδιά…) την Αγάπη που συντηρεί την όντως ζωή και δίνει νόημα στην ύπαρξη! Στην εποχή μας ειδικά το απολύτως στοιχειώδες, όχι απλώς ενδέχεται να απουσιάζει αλλά σίγουρα λείπει από τον άνθρωπο, και είναι, μια ζωή που να θεωρεί ο άνθρωπος ότι αξίζει να την ζει! Μέσα στο υγιές ενοριακό περιβάλλον και πλαίσιο μαθαίνουμε το αυτονόητο των προσευχών ότι δεν πρέπει να προσευχόμαστε λέγοντας «Θεέ μου, σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά» αλλά «Θεέ μου, πιστεύω με όλη μου την καρδιά, ότι μ’ αγαπάς»! Η σχέση είναι ανάμεσα σε πατέρα και παιδιά.
Ο πατέρας μόνο ν’ αγαπά μπορεί (και όταν τον Σταυρώνουν τα παιδιά Του) και φυσικά ξέρει πολύ καλά ότι τα παιδιά Του χρειάζονται την αγάπη Του περισσότερο όταν δεν την αξίζουν. Εμείς μπερδευόμαστε και θέλουμε την αγάπη ως ανταμοιβή όχι ως δώρο και ακόμη χειρότερα αντισταθμίζουμε το δώρο με καθήκοντα και την Χάρη του Θεού με νομικές προβλέψεις, που βάζουν στη θέση της πίστης τα έργα!!! «Πρέπει να γίνεις παιδί για να πιστέψεις στην αγάπη. Τα παιδιά πιστεύουν στην αγάπη, αλλά όχι με βάση τη λογική» (Raniero Cantalamessa). Ενορία είναι η σχέση Πατέρα και παιδιών.
Δυστυχώς σήμερα η ενοριακή συνθήκη, καλυμμένη από την σκουριά την σκόνη και την στάχτη, χρόνων περιπετειών και λαθών, έχει καταλήξει ένα θεατρικό (Ίλεως Κύριε…) δρώμενο με τον ιερέα στον ρόλο(!;) θρησκευτικού ηθοποιού και τους χριστιανούς στην θέση παθητικών θεατών παντελώς αμετόχων στα… τελούμενα.
Αντί η ενορία να είναι ένα ανάπτυγμα δυναμισμού πίστεως ελπίδας και αγάπης για τους αδελφούς (και από τον ιερέα και μεταξύ τους) έχει καταλήξει ένα καταφύγιο για φοβικά άτομα, απόδρασης σε θρησκοληπτικές φοβίες και αποτροπαϊκές μαγείες αγωνία για ασφάλιση μπροστά στο άγνωστο της ζωής, γεγονός που υπογραμμίζει ότι μας είναι άγνωστος ο Πατέρας μας. Και έτσι η ενορία καταντάει μια καθόλου γοητευτική προοπτική τρόπου ζωής για τους σημερινούς και η είσοδος σε αυτήν… αποκλείεται εξ αιτίας όλων των ανωτέρω για την πλειονότητα των σημερινών ανθρώπων. Και έτσι οι ενορίες παρακμάζουν ηλικιακά. Κάθε αποθνήσκον μέλος δεν αναπληρώνεται–αντικαθίσταται και, το χειρότερο απ’ όλα, συντρίβεται η προτροπή του Φίλιππου στον Ναθαναήλ: Ἔρχου καί ἴδε…! Να ΄ρθει να δει τι; Miserabile visu!!
γ. Αντιδράσεις ζώντος οργανισμού
Αν δεν έχουμε και δεν έχουν όλα παντελώς πεθάνει, ας επαναλάβουμε την απορία-ερώτηση του Νικοδήμου στον Χριστό: Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ξαναγεννηθεί όταν είναι γέρος; (Ιω. 3,4). Ο Χριστός θα μας απαντήσει ότι αυτό μπορεί να γίνει (…παρά πάσαν προσδοκία…) αν γεννηθούμε με νερό και Πνεύμα (Ιω. 3,5)!!
i. Με νερό ίσως να εννοεί μέσα στις συνθήκες από τις οποίες προήλθαμε. Γι’ αυτό άλλωστε συζητούν για… γέρους και… ξαναγέννηση…!
Τα μέλη της ενορίας είναι αυτά που την απαρτίζουν και της δίνουν ζωή. Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της δίνει νομική υπόσταση, που μπορεί να μείνει στα χαρτιά–κενός λόγος για πολλά χρόνια! Χρειάζονται τα μέλη την αυτοσυνειδησία της μετοχής, που ζωντανεύει και υλοποιείται από τον τρόπο που υφίσταται η ενορία. Αν οι χριστιανοί δεν έχουν (δεν τους δίνουμε) λόγο για τα θέματα και την διοίκηση της ενορίας θα μαραζώσει η ατμόσφαιρα. Θέμα κατεπείγον. Νερό που θα ξυπνήσει τους λιπόθυμους ενορίτες!!
Κατεπείγουσα ανάγκη η καταλογογράφηση των μετεχόντων στην Ευχαριστία και η ανάθεση σ’ αυτούς αρμοδιοτήτων, όχι ως παραχώρηση συγκαταβατική, κατ’ οικονομίαν “ελεημοσύνης”, αλλά ως ουσιαστική επί ίσοις όροις λειτουργία. Οι γνωστές φοβίες για… προτεσταντισμό είναι μορμολύκεια. Τώρα ισχύει το ψαλμικό: Ἐφοβήθησαν φόβον οὗ οὐκ ἦν φόβος. Αντίθετα είναι επείγουσα ανάγκη βοήθειας.
ii. Με Πνεύμα. Δε γίνεται να υπάρξει ενορία χωρίς να… αναιρεθεί η αρνητική επισήμανση–ερώτηση του Χριστού στους Αποστόλους: Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματος ἐστέ ὑμεῖς… (Λουκ. 9,55).
Αν τίποτε δεν κατανοούν–καταλαβαίνουν στην διοίκηση–Ευχαριστία–Λατρεία της ενορίας… για ποιο Πνεύμα να συζητήσουμε; Το Πνεύμα του Θεού έρχεται προσκαλούμενο.
Δεν κάνει κατάληψη! Ούτε με την σύγχρονη ούτε με την παλαιότερη δαιμονική και τραγική έννοια! «Λέξεις χωρίς νόημα δεν πάνε στον ουρανό», φωνάζει ο Σαίξπηρ αιώνες πριν!!
Αν λοιπόν στις αρμοδιότητες που θα δώσει το… νερό και το πνεύμα, που θα ξυπνήσει τους ενορίτες, δεν είναι και η δυνατότητα να αποφασίζουν σε ποια γλώσσα θα προσεύχονται, ώστε να ζητούν να εγκατοικήσει στις ψυχές το Πνεύμα και να έχουν την δυνατότητα να μεταφέρουν–μεταλαμπαδεύσουν την πίστη στα παιδιά τους οι χριστιανοί, για ποια αναγέννηση να συζητήσουμε;
Τώρα που, όπως λέει ο τραγουδοποιός «δρόμοι και παλιές πλατείες/άλλαξαν ονόματα» ατυχώς εμείς
«Με τραγούδια λυπημένα
(θα) ανταμώνουμε τα βράδια…»
και το χειρότερο στις περισσότερες συναντήσεις μας φτιάχνουμε «όνειρα μπογιατισμένα/σε μια ασπρόμαυρη ζωή».
Όσοι ενορίτες προσέρχονταν στην Εκκλησία για πολιτιστικούς λόγους ο covid τους έμαθε να ζουν χωρίς την Εκκλησία πλέον!
Αυτή η πολιτιστική Ορθοδοξία του παρελθόντος δεν πρόκειται να διαρκέσει στην πάροδο του χρόνου.
Στῶμεν καλῶς.