Ο Γρηγόριος Παλαμάς γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική γενιά. Οι Μικρασιάτες γονείς του, Κωνστάντιος και Καλλονή γεννήθηκαν στη Μικρά Ασία, όμως την εγκατέλειψαν λόγω της τουρκικής προέλασης και κατέφυγαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Γρηγόριος είχε πέντε αδέλφια, τον Μακάριο, τον Θεοδόσιο, την Επίχαρη και τη Θεοδότη. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Παλαμάς, ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Ανδρόνικος Β' εκτίμησε τόσο πολύ τα προσόντα του ώστε του ανέθεσε την εκπαίδευση του εγγονού του Ανδρόνικου Γ'.
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Τι γιορτάζουμε σήμερα 14 Νοεμβρίου
Ο πατέρας του πέθανε αφού δέχθηκε στην επιθανάτια κλίνη του τη μοναχική κουρά, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών, οπότε περιήλθε υπό την προστασία του αυτοκράτορα. Οι κοσμικές σπουδές του περιλάμβαναν κυρίως τα κλασικά trivium και quatrivium. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης γραμματική, ρητορική, φυσική, λογική και με δάσκαλο τον Θεόδωρο Μετοχίτη μελέτησε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών του ανατέθηκε να συντάξει και να εκφωνήσει πραγματεία περί του Αριστοτέλη ενώπιον του Θεόδωρου Μετοχίτη και του Ανδρόνικου Β’.
Μοναστική σταδιοδρομία
Αν και ο αυτοκράτορας τον προόριζε για υψηλά κρατικά αξιώματα, εκείνος άρχισε να ασχολείται με την άσκηση και την ασκητική φιλολογία. Η μοναστική του κλίση καλλιεργήθηκε από τις συναναστροφές του με διάσημους μοναχούς στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας τον μύησε στην νοερά προσευχή, ενώ ο Γρηγόριος σε ηλικία ούτε είκοσι ετών αποσύρθηκε στη μοναστική ζωή, πείθοντας να κάνουν το ίδιο και μέλη της οικογένειάς του: η μητέρα του Καλή, οι δύο αδελφές Επίχαρη και Θεοδότη και τα άλλα δύο αδέλφια του, Μακάριος και Θεοδόσιος. Αρχικά μετέβη στο όρος Παπίκιο και μετά σε διάφορες τοποθεσίες στον Άθω: στο Βατοπέδι -υπό την καθοδήγηση του ησυχαστή Νικοδήμου- στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας, όπου ονομάστηκε ψάλτης από τον εκεί ηγούμενο, και στο τέλος τριών ετών ερημίτης στην Γλωσσία, υπό την καθοδήγηση του μοναχού Γρηγορίου. Σύμφωνα με φιλοπαλαμικές πηγές, λόγω επιδρομών Τούρκων πειρατών στην περιοχή του Άθω θέλησε να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά αλλά στάθμευσε στη Θεσσαλονίκη.
Οι κατοπινοί πολέμιοί του θεώρησαν ως αίτιο φυγής του τον φόβο να μη θεωρηθεί μεσσαλιανιστής, επειδή οι τελευταίοι παρέβλεπαν τα ιερά μυστήρια για να αφοσιωθούν αποκλειστικά στην προσευχή. Κατά τους πολέμιούς του στη διάρκεια της παραμονής του στα μοναστήρια του Παπικίου ήλθε σε επαφή με Βογομίλους[α], οι οποίοι αρκούνταν στο Πάτερ ημών, το οποίο έλεγαν επτά φορές την ημέρα και πέντε φορές τη νύχτα. Ήλθε σε επαφή μαζί τους μόνο για να τους προσηλυτίσει κατά τον Φιλόθεο Κόκκινο, εγκωμιαστή του Παλαμά, ενώ επίσης ήδη από τα πρώτα βήματά του στον μοναχισμό συγκρούσθηκε με αυτούς.
Το 1326 χειροτονήθηκε ιερέας στη Θεσσαλονίκη από τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα[. Στη Θεσσαλονίκη έγινε μέλος ενός είδους πνευματικού κύκλου, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Ισίδωρος, μαθητής του Γρηγορίου Σιναΐτου και ο οποίος αποσκοπούσε στην διάχυση της άσκησης της προσευχής εκτός μοναστηριών. Αργότερα αναχώρησε μαζί με δέκα ακόμα ιερείς για τη Βέροια, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια, εφαρμόζοντας αυστηρή μόνωση. Ο θάνατος της μητέρας του τον απομάκρυνε προσωρινά στην Κωνσταντινούπολη και οι Σερβικές επιδρομές στην Βέροια τον έστειλαν οριστικά το 1331 στο Άγιο Όρος.
Ο μεταρρυθμιστικός του ζήλος και η αυστηρότητα της άσκησής του τον έφεραν σε σύγκρουση με τους μοναχούς και αποτραβήχτηκε περί το 1335 στο ησυχαστήριό του στον Άγιο Σάββα. Αργότερα έγινε ηγούμενος στην μονή Εσφιγμένου.
Η ησυχαστική έριδα
Περί το 1337, ο Ησυχασμός προσέλκυσε την προσοχή ενός λογίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Βαρλαάμ, ενός μοναχού από την Καλαβρία που είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη περίπου επτά χρόνια νωρίτερα. Αντιδρώντας στις επικρίσεις για τα θεολογικά του κείμενα ότι ο Γρηγόριος Παλαμάς είχε επικοινωνήσει μαζί του, ο Βαρλαάμ συνάντησε Ησυχαστές και άκουσε περιγραφές των πρακτικών τους. Εκπαιδευμένος στην Δυτική Σχολαστική θεολογία, ο Βαρλαάμ σκανδαλίστηκε από τις περιγραφές που άκουσε και έγραψε πολλές πραγματείες, με τις οποίες γελοιοποιούσε τις πρακτικές αυτές. Ο Βαρλαάμ αμφισβήτησε, ως αιρετικό και βλάσφημο, το δόγμα των Ησυχαστών ως προς την φύση του ακτίστου φωτός, πανομοιότυπου με εκείνο που είχε φανεί στους μαθητές του Ιησού στην Μεταμόρφωσή Του στο Όρος Θαβώρ, η εμπειρία του οποίου ήταν ο στόχος της πρακτικής των Ησυχαστών. Οι πληροφοριοδότες του είπαν ότι αυτό το φως δεν ήταν θεϊκής ουσίας, αλλά θεωρούνταν ότι είχε άλλη υπόσταση. Ο Βαρλαάμ θεώρησε αυτήν την έννοια πολυθεϊστική, καθώς υπαινίσσεται δύο αιώνια όντα, έναν ορατό (αμετάβλητο) και έναν αόρατο (υπερβατικό) Θεό.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς ενεπλάκη στην έριδα καθώς κλήθηκε από τους αδελφούς του μοναχούς στο Άγιο Όρος να υπερασπιστεί τον Ησυχασμό από τις επιθέσεις του Βαρλαάμ. Καλά μορφωμένος στην ελληνική φιλοσοφία (διαλεκτική μέθοδο) και ως εκ τούτου ικανός να υπερασπίσει τον Ησυχασμό με μεθόδους που χρησιμοποιούνταν και στη Δύση, ο Παλαμάς τον υπερασπίστηκε με μια σειρά Συνόδων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με μια σειρά έργων.
Τα τελευταία χρόνια
Από τον Μάρτιο του 1354 έως την άνοιξη του 1355 ο Γρηγόριος Παλαμάς πέρασε ένα χρόνο στη Μικρά Ασία ως αιχμάλωτος των Τούρκων που κατέλαβαν το πλοίο του καθώς ταξίδευε από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα. Ως αιχμάλωτος μεταφερόταν από τόπο σε τόπο. Από τη Λάμψακο τον μετέφεραν στις Πηγές, μετά στην Προύσα, και ακολούθως στη Νίκαια της Βιθυνίας. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του είχε τρεις θεολογικούς διαλόγους με τους μουσουλμάνους για θέματα πίστεως, δηλαδή για τη διαφορά μεταξύ του Μουσουλμανισμού και του Χριστιανισμού. Εξαγοράστηκε από Σέρβους εμπόρους, ίσως απεσταλμένους του κράλη Στέφανου Δουσάν, ο οποίος πάντοτε επεδίωκε τον προσεταιρισμό του, και επέστρεψε στην επισκοπή του.
Μετά την απελευθέρωσή του και μέχρι το θάνατό του από ασθένεια στις 14 Νοεμβρίου του 1359 σε ηλικία 63 ετών, παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου και αφοσιώθηκε στην άσκηση των ποιμαντικών του καθηκόντων. Νεώτεροι ερευνητές δέχονται ως έτος θανάτου του το 1357.