ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – Αν έλθει κάποιος φτωχός, που έχει ανάγκη από λίγο ψωμί, ακούγονται πολλές κακολογίες, διαβολές, κατηγορίες για οκνηρία, λοιδορίες, βρισιές και πειράγματα.
Και δε σκέπτεσαι ότι και συ είσαι άνθρωπος, που δεν εργάζεσαι, ο Θεός, όμως, σου δίνει τα αγαθά του. Μη μου πείς, βέβαια, ότι ασχολείσαι και συ με κάτι, αλλά να μου αποδείξεις αυτό, εάν, δηλαδή, κάνεις και χρησιμοποιείς κάτι από τα απαραίτητα. Εάν, όμως, μου αναφέρεις την απόκτηση των χρημάτων και κέρδη με απάτη και τη φροντίδα και την αύξηση του πλούτου σου, θα σου απαντήσω ότι όλα αυτά δεν μπορούν να ονομασθούν εργασίες· εργασίες είναι η ελεημοσύνη, οι προσευχές, οι φροντίδες για την προστασία εκείνων που αδικούνται και τα παρόμοια, Από αυτά βρισκόμαστε σε αργία για όλη μας τη ζωή.
Αλλ’ όμως, ο Θεός ποτέ δεν μας είπε, επειδή είσαι οκνηρός, δε σου ανάβω τον ήλιο, σου σβήνω τη σελήνη, ξηραίνω τη γη για να μη σου δίνει καρπούς, ξηραίνω τις λίμνες, τις πηγές και τα ποτάμια, εξαφανίζω τον αέρα, σταματώ τις ετήσιες βροχές. Αντίθετα, όλα μας τα δίνει άφθονα. Σε μερικούς, μάλιστα, που όχι μόνον είναι άνεργοι, αλλά κάνουν και πονηρά έργα, πάλι τους επιτρέπει να απολαμβάνουν τα αγαθά του.
Όταν, λοιπόν, δείς κάποιο φτωχό και πείς, ότι αγανακτώ επειδή είναι υγιής και δεν υποφέρει από τίποτε, και παρ’ όλα αυτά θέλει να τρέφεται χωρίς να εργάζεται, και ίσως να είναι κάποιος δραπέτης και, υπηρέτης, που εγκατέλειψε τον κύριο του· όλα αυτά, που είπα, πες στον εαυτό σου, μάλλον δώσε το θάρρος σ’ εκείνον να σου τα πεί και πολύ δίκαια θα σου πεί: Αγανακτώ, διότι, ενώ είσαι υγιής, δεν κάνεις τίποτε από όσα έχει διατάξει ο Θεός, αλλά δραπετεύοντας από τις εντολές του Κυρίου, γυρίζεις σαν να βρίσκεσαι σε ξένη χώρα περνώντας τον καιρό σου μέσα στην κακία· μεθάς, ασχημονείς, κλέβεις, αρπάζεις, καταστρέφεις τα σπίτια των άλλων. Και συ, βέβαια, με κατηγορείς για οκνηρία, εγώ, όμως, σε κατηγορώ για τα πονηρά έργα που κάνεις, όταν συκοφαντείς, όταν ορκίζεσαι, όταν αρπάζεις, όταν λες ψέματα και κάνεις πολλά παρόμοια έργα.
Αυτά τα λέω, όχι για να θέσω νόμο για την οκνηρία, μη γένοιτο· αλλά τα λέω, επειδή επιθυμώ να εργάζονται όλοι. Διότι η αργία δίδαξε κάθε κακία.
Σας παρακαλώ, όμως, να μην είστε άσπλαχνοι, ούτε απάνθρωποι. Διότι και ο Παύλος, αν και κατέκρινε πάρα πολύ την οκνηρία και είπε· «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει» (Β΄ Θεσσ. 3,10), δε σταμάτησε μέχρις εδώ, αλλά πρόσθεσε· «εσείς, όμως, να μη χάνετε το θάρρος σας κάνοντας το καλό». Και, όμως, αυτά είναι αντίθετα με τα προηγούμενα. Διότι, εφόσον διέταξες να μην τρώνε, πως μας συμβουλεύεις να τους δίνουμε; Ναί, λέει· πραγματικά σας διέταξα να τους αποστρέφεστε και να μην τους συναναστρέφεστε, αλλά και σας παρήγγειλα «να μη τους θεωρείτε σαν εχθρούς, αλλά να τους συμβουλεύετε»· και έτσι δεν δίνω εντολές που συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά δίνω εντολές, που συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Διότι, εάν εσύ είσαι πρόθυμος να προσφέρεις ελεημοσύνη, τότε γρήγορα και εκείνος ο φτωχός θα απαλλαγεί από την οκνηρία και συ από την απανθρωπιά σου.
Ναί, αλλά, θα ισχυρισθεί κάποιος, λέει πολλά ψέματα και υποκρίνεται. Μα, ακριβώς, γι’ αυτό είναι άξιος ελεημοσύνης, επειδή έφθασε σε τόση μεγάλη ανάγκη ώστε να κάνει τέτοιες αδιάντροπες πράξεις.
Εμείς, όμως, όχι μόνο δεν ελεούμε, αλλά προσθέτουμε και τα απάνθρωπα εκείνα λόγια λέγοντας· «δε σου έδωσα μία φορά, δύο φορές;»