Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου – Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Παναγία εἶναι τό πνευματικό στόλισμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Σέ κάθε μέρος τῆς Οἰκουμένης εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες Ἐκκλησιές καί Μοναστήρια μέσα στά βουνά, στούς κάμπους καί στά νησιά, μοσχοβολημένα ἀπό τήν παρθενική καί πνευματική εὐωδία της. Μέσα στό καθένα ἀπό αὐτά βρίσκεται τό παλαιό καί σεβάσμιο εἰκόνισμά της μέ τό χρυσοκέρινο πρόσωπό της ποό τό κάλλος του δέν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλά πνευματικό, γιατί ἐκεῖ πού ὑπάρχει ὁ πόνος καί ἡ αγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό.
Ἀπό τά ὀνόματα καί μόνο πού ἔδωσε ὁ λαός μας στήν Παναγία, καί πού μέ αυτά τήν καταστόλισε, φαίνεται πόσο πνευμα-τική ἀληθινά εἶναι ἡ τιμή πρός τό ὑπερευλογημένο πρόσωπο τῆς Παναγίας στήν ὀρθόδοξη πίστη καἰ ζωή. Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ, ἐνδοξωτέρα τῶν Σεραφείμ, Κεχαριτωμένη, ἔμψυχος κιβωτός, ἡγιασμένος ναός, παράδεισος λογικός, ρόδον τό ἀμάραντον, χρυσοῦν θυμιατήριον, χρυσή λυχνία, μαναδόχος στάμνος, κλῖμαξ ἐπουράνιος, πρεσβεία θερμή, τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή, τοῦ κόσμου καταφύγιον, Βασιλέως καθέδρα, χρυσοπλοκώτατος πύργος καί δωδεκάτειχος πόλις, ἡλιοστάλακτος θρόνος, σκέπη τοῦ κόσμου, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ἀκτίς νοητοῦ ἡλίου, Σιών ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, ἐπουράνιος πύλη, ἀδικουμένων προστάτις, βακτηρία τυφλῶν, θλιβομένων ἡ χαρά, καί μύρια ἄλλα, πού βρίσκονται μέσα στά λειτουργικά βιβλία τῆς Εκκλησίας καί στά κείμενα τῶν Πατέρων μας. Κοντά σ’ αὐτά εἶναι καί τά ὀνόματα πού ἔχουν ἀποδοθεῖ στά ἱερά εἰκονίσματά της: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, Ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων, Ταχεῖα Ἐπίσκεψις, Ἀμόλυντος, Παραμυθία, Ἐλεοῦσα, Ἐπακούουσα, Γοργοϋπήκοος, Μυροβλίτισσα, Ἀντιφωνήτρια, Παραμυθία, Γαλακτοτροφοῦσα, Φανερωμένη, Παμμακάριστος, καί ἄλλα πολλά. Πόση αγάπη, πόσο σέβας καί πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουν μοναχά αὐτά τά ὀνόματα, πού χαράχθηκαν στίς ψυχές μέ πόνο, μέ ταπείνωση, μέ πίστη.
Τό μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τό Μυστήριο τῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καί ἀποδεικνύεται ἔτσι, ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στούς πιστούς ὡς ἡ κατ’ ἐξοχήν μάρτυς τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεός προσέλαβε πραγματικά τήν ἀνθρώπινη φύση, στήν ὁποία ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς σωτηρίας, σωτηρία πού ἀποβαίνει πραγματικότητα, γεγονός πού σημαίνει τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σέ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος ἐστί τε καί λέγεται. Ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;… ὡς γάρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεῖν τε καί φράζειν Θεόν, μᾶλλον δέ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τό μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον, καί διανοίας καί γλώττης ἐστίν ἀνώτερον. Ἐπεί οὖν Θεόν σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται»1.
Παναγία καί Εκκλησία.
Τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δέν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιής καρπός τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί ἡ καλύτερη προσφορά τῶν ἀνθρώπων στόν Χριστό. Στήν προσφορά ὅλης τῆς κτίσεως συμμετέχουμε καί ἐμεῖς μέ τήν Παναγία. Ὁ ἁγιογράφος, ὅταν ἁγιογραφεῖ στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τήν Πλατυτέρα, δέν θέλει νά εἰκονίσει μόνο τήν Παναγία, ἀλλά ὅλη τήν Ἐκκλησία πού ἔχει κέντρο της τόν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καί ἐγέννησε τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων συνδέει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό λέγει: «ὑμνοῦμεν τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».
Πιστός στήν Παράδοση τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ο Δαμασκηνός κηρύττει ἀπερίφραστα τήν Παναγία ὡς κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκο καί μέ τόν «θεολογικώτατο πατέρα» του Γρηγόριο τόν Θεολόγο ἐπαναλαμβάνει: «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον ὁμολογεῖ τήν Ἁγίαν Παρθένον, χωρίς ἔστι τῆς Θεότητος». Καί γρά-φει: «Θεός ἐστίν ἀληθής τό λατρευόμενον», τήν δέ «Μητέρα Θεοῦ τιμῶμεν καί σέβομεν… Θεοῦ μητέρα τήν Παρθένον ταύτην γινώσκοντες, οὐ θεάν ταύτην φημίζομεν, ἄπαγε· τῆς ἑλληνικῆς τερθρείας τά τοιαῦτα μυθεύματα· ἐπεί καί θάνατον αὐτῆς καταγγέλομεν· ἀλλά Θεοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ μητέρα γινώσκομεν». Διότι, ἡ Παναγία Θεοτόκος δέν εἶναι αὐτοσκοπός, διά τοῦτο καί λέγει ὁ Δαμασκηνός σέ αυτήν: «Ἔζης γάρ οὐ σεαυτή· οὐ γάρ σεαυτῆς ἕνεκα γεγέννησαι· ὅθεν ἔζης Θεῷ, δι΄ὅν εἰς τόν βίον ἐλήλυθας· ὅπως τῇ παγκοσμίῳ ἐξυπηρετήσῃς σωτηρία, ὅπως ἡ ἀρχαία βουλή τοῦ Θεοῦ, τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως καί τῆς ἡμῶν θεώσεως, διά σοῦ πληρωθῆ».
Ἡ περί Παναγίας Θεοτόκου διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ ἀναφέρεται ἀκριβῶς στήν «ἀρχαίαν καί ἀληθινήν» βουλή τοῦ Θεοῦ «τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως καί τῆς ἡμῶν θεώσεως». Στά «ἀνεξιχνί-αστα πελάγη τῆς φιλανθρωπίας» της, ἡ ἑνότητα τῆς Ζωαρχικῆς Τρι-άδος, «πρός ἑαυτήν ἐκκλησιάσασα τῷ ἑνιαίῳ τῆς γνώμης βουλή-ματι», ἔχει ἀποφασίσει πρό πάντων τῶν αἰώνων τή Σάρκωση καί Ένανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προ-αιώνια αὐτή «προωρισμένη βουλή» τοῦ Θεοῦ φανερώνει σέ μᾶς «τό ἄπλετον καί ἀχανές τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος πέλαγος»33 καί ἡ φανέρωση αὐτή γίνεται διά τῆς Θεομήτορος: «Αὕτη τήν ἄφατον τῆς τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους ἀγάπης ἐδημοσίευσεν ἄβυσσον».
Οἱ Χριστολογικές ἔριδες.
Μετά τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανί-σθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καί ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις στήν Ἐκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Οἱ προβληματισμοί αὐτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά ἀπαντήσει στίς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, ομολόγησε αὐθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισε Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστές ὡς «ὅροι», δηλαδή ὅρια-ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολύ νωρίς, κατ’ αρχήν μέ τήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καί τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων τριαδολο-γικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τό χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οἱ ἀρειανοί ὅσο καί οἱ εὐνομιανοί εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στήν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἐποχή αὐτή τό ἐνδιαφέρον ἐστρέφετο πρωτίστως στό τριαδολογικό δόγμα, πού ἀφοροῦσε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τή σχέση Του μέ τό Θεό Πατέρα Του. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, καί κατά τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας τό ἔτος 325 μ.Χ., οἱ Πατέρες δέν συζήτησαν γιά χριστο-λογικά θέματα, πού ἀφοροῦσαν τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου καί τῆς σχέσεώς του μέ τή Μητέρα Του. Ὡστόσο, εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἄμεση ἄρνηση τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καί τήν ἔμμεση ἄρνηση τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεο-τόκου.
Ἀργότερα, τό χριστολογικό ζήτημα τέθηκε ἐξ αιτίας τῆς αἱρέ-σεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καί ἡ λεγόμενη Ἀλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τήν ἑνότητα στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνά εἰς βάρος τῆς πληρότητας του ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεός καί κατά τήν Ἐνανθρώπηση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ἀνθρώπινο σῶμα καί ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καί ἀνθρώπινο νοῦ, γιατί αὐτό θά σήμαινε τήν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πώς ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι τέλειος Θεός. Γιά νά εἶναι λοιπόν δυνατή ἡ πλήρης ἕνωση στόν Ἕνα Χριστό, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαβε κατά τήν Ἐνανθρώπηση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μέ ζωϊκή (ἄλογη) ψυχή καί ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «σάρξ», ὄχι ὅμως μέ τή βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στή στενή ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Χριστό, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δέν ἦταν πλήρης. Τήν ἕνωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν χαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καί «ἕνωσιν φυσικήν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώ-πινη φύση μετά τήν ἕνωση πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καί χάθηκε μέσα στούς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστός νά μήν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο τέλειος Θεός.
Στή διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου ἀντέδρασαν ἀπό πολύ νωρίς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τόν καταδίκασαν πολλές φορές. Ἡ ὁριστική ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς του κακοδοξίας ἔγινε ἀπό τήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό ἔτος 381μ.Χ. Ὁρισμένοι ἐκφραστές τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, στήν προσπάθειά τους νά ἀντικρούσουν τόν Ἀπολινάριο, ἔφθασαν στό ἄλλο ἄκρο. Τήν ἐποχή αὐτή κύριος ἐκπρόσωπός τους ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ταρσοῦ Διόδωρος (+392 μ.Χ.). Αὐτός διέκρινε τίς δύο φύσεις στόν Χριστό σέ σημεῖο πού ἔφθανε νά δεχθεῖ σχεδόν καί «δύο Υἱούς» κατά τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τόν «Υἱό τοῦ Θεοῦ» καί τόν «Υἱό Δα-βίδ». Ὁ Διόδωρος μποροῦσε νά κάνει λόγο γιά τίς «δύο φύσεις» στόν Χριστό καί μετά τήν ἕνωση, ἔτσι ὥστε οἱ δύο φύσεις νά μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτές καί ὡς δύο πρόσωπα στόν Ἕνα Χριστό. Ὁ Θεό-δωρος Μοψουεστίας, μαθητής τοῦ Διοδώρου, προφανῶς γι’ αὐτόν τό λόγο, ἄρχισε νά μιλᾶ καί γιά «δύο Υἱούς». Μέ τίς θέσεις αὐτές ὁ Θεόδωρος θεωρήθηκε ὡς πρόδρομος καί δημιουργός τοῦ Νεστο-ριανισμοῦ. Ὑποστήριζε πώς στήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν Χριστό εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὡστόσο δέν δεχόταν πραγματική ὑποστα-τική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό. Τόσο ὁ Θεόδωρος ὅσο καί οἱ ὑπόλοιποι Νεστοριανοί τήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν Χριστό ἀποκαλοῦσαν «ἐνοίκηση» καί «συνάφεια», δηλαδή «συνένωση» ὡς ἠθική ἕνωση. Μεταξύ τοῦ Θείου Λόγου καί τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ ἀναγνώριζε ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα γνώμης, δηλαδή ἐξωτερική ἕνωση. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό ἦταν «σχετική ἕνωση», εἶχε δηλαδή τήν ἔννοια τῆς «ἐπαφῆς» καί «συνάφειας».
Μ’ αὐτό τόν τρόπο, ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας καί γενικά ἡ Ἀντιοχειανή Σχολή, ἀρνοῦνταν τήν πραγματική ὑποστατική ἕνωση καί χώριζαν τόν Χριστό στά δύο. Γι’ αὐτό ἀπέφευγαν τή χρήση ἐκφράσεων ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἤ ὁ Θεός ἔπαθε. Τή μητέρα τοῦ Κυρίου προτιμοῦσαν νά τήν ἀποκαλοῦν «ἀνθρωποτόκο», γιατί ἔλε-γαν ὅτι αὐτή ἐγέννησε τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος στά σπλάχνα της, κατά τόν χρόνο διαπλάσεως τοῦ ἐμβρύου («ἐν τῇ διαπλάσει» ὅπως ἔλεγε), ἑνώθηκε μέ τό Λόγο. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων (Λόγου καί ἀνθρώπου) κατά τήν Ἐνανθρώπηση χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Θεόδωρο ὡς «συνά-φεια», δηλαδή ὡς ἠθική ἕνωση.
Οἱ ἀκραῖες αὐτές ἀπόψεις ἔγιναν εὐρύτερα γνωστές κυρίως μέ τόν Νεστόριο, μαθητή τοῦ Θεοδώρου. Ὅταν ὁ Νεστόριος ἔγινε Πατρι-άρχης Κωνσταντινουπόλεως, περίπου τό ἔτος 428 μ.Χ., ἔφερε ὡς σύμβουλο μαζί του ἀπό τήν Ἀντιόχεια τόν ἱερέα Ἀναστάσιο. Ὁ τελευ-ταῖος, σέ κήρυγμα πού ἔκανε ἐνώπιον τοῦ Νεστορίου, εἶπε: «Θεοτό-κον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς Μαρία γάρ ἄνθρωπος ἦν, ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι ἀδύνατον». Τά λόγια αὐτά προκάλε-σαν εὐλόγως δογματικό σκάνδαλο στόν εὐσεβή λαό, ὁ ὁποῖος ἀπο-καλοῦσε τή μητέρα τοῦ Σωτῆρος «Θεοτόκο», ἀφοῦ εἶχε γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τόν Μονογενή.
Ὁ Πατριάρχης Νεστόριος ἔσπευσε νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη καί μέ τό κῦρος του νά καλύψει τόν Ἀναστάσιο καί μέ σειρά ὁμιλιῶν του προσπάθησε νά ἀναλύσει τή θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου «Θεοτό-κος» μέ τό «Χριστοτόκος», καθ’ ὅτι ἡ Θεοτόκος γι’ αὐτόν γέννησε τόν «ψιλόν ἄνθρωπον Χριστόν». Ἀπέρριπτε τόν ὅρο «Θεοτόκος» ὡς μή ἁγιογραφικό, ἀλλά ὡς ἐθνικό καί ἐπιδεκτικό εἰδωλολατρικῆς ἐννοίας καί παρανοήσεως καί κατά συνέπεια δέν δεχόταν τήν προσωνυμία «μήτηρ Θεοῦ», γιά νά μήν θεωρήσει κάποιος τήν Παρθένο «θεά», πού γέννησε τόν Θεό γυμνό, χωρίς τήν ἀνθρωπότητά του. Ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε μόνο τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ, μέ τόν ὁποῖο ἦταν ἑνωμένος «κατ’ ἄκραν συνάφειαν» ὁ Θεός Λόγος. Γι’ αὐτό ὑποστήριζε ὅτι ὁ Λόγος ἁπλῶς «προῆλθε» ἤ «παρῆλθε» ἤ «διῆλθε» διά μέσου αὐτῆς, ἀλλά δέν «γεννήθηκε» ἀπό αὐτήν. Μέ τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ ἦλθε σέ «συνάφεια» ἡ θεία φύση μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψει ἕνα ὄχι πραγ-ματικό, ἀλλά ἠθικό πρόσωπο, στό ὁποῖο ὁ Νεστόριος ἀπέδιδε τό ὄνομα «Χριστός», καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ Παρθένος Μαρία θά πρέπει νά ὀνομάζεται, κατ’ αὐτόν, «Θεοδόχος», «Θεοφόρος», «ἀνθρωπο-τόκος» καί «Χριστοτόκος», ὄχι ὅμως «Θεοτόκος». Μέ βάση αὐτές τίς ἀπόψεις κατέληγε στό αὐτονόητο συμπέρασμα ὅτι ἡ Παναγία γέννησε ἕναν κοινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν ταυτόχρονα καί τό κατοικητήριο ἤ ὄχημα τῆς θεότητας. Πρόκειται, λοιπόν, κατά βάση γιά ἐνοίκηση τῆς θεότητας στήν ἀνθρωπότητα, καί ὄχι γιά «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση.
Μέ τή διδασκαλία του ὁ Νεστόριος διέστρεφε τή βιβλική ἔννοια τῆς Ἐνσαρκώσεως καί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν Θεός, ἀλλά ὁ «ψιλός ἄνθρωπος Ἰησοῦς», πού ἦταν ἁπλῶς «κτήτωρ τῆς θεότητος» ἤ «ὄργανον μᾶλλον καί ἐργαλεῖον θεότητος καί ἄνθρωπος θεοφόρος». Ὁ Νεστόριος κατέστρεφε κυριολεκτικά τήν ἔννοια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, δυνάμει τῆς ὁποίας καί ὡς συνέπεια αὐτῆς ἦταν ἀπολύτως δικαιολογημένος ὁ χαρακτηρισμός τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς «Θεοτόκου». Ἀντί γιά τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» δεχόταν ἁπλή «συνάφεια» καί ἐπαφή, κατά τό παράδειγμα τῆς τοποθετήσεως δύο ἐπαλλήλων σανίδων ἤ ἔκανε λόγο γιά ἕνωση «σχετική», κατά τό παράδειγμα τῶν δύο συζύγων ἤ δύο φίλων. Μιλοῦσε γιά «κατ’ ἐνοίκησιν», «κατ’ εὐδοκίαν», «κατά θέλησιν» ἕνωση, δηλαδή ὄχι πραγματική καί ἀληθινή καί πλήρη, ἀλλά μόνο ἐξωτερική καί φαινομενική καί ἠθική ἕνωση καί τελικῶς ἀπέρριπτε τή «φυσική» ἕνωση, τήν «ὑποστατική» ἕνωση ἤ τήν «καθ ‘ὑπόστασιν ἕνωσιν» τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ὁ Νεστόριος ἐπέμενε στό ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «σαρκώθηκε» καί δέν «γεννήθηκε» ἀπό τήν Θεοτόκο κατά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἀκόμη, ἀπέρριπτε τίς δύο γεννήσεις τοῦ Λόγου καί τή διπλή ὁμοουσιότητα Αὐτοῦ, ὅτι δηλαδή «ὁ Λόγος εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί ὁμοουσίως μέ τή Μητέρα Του καί μέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους κατά τήν ἀνθρωπότητα». Ὁ Νεστόριος κάνει λόγο γιά «συνάφεια εἰς ἕν πρόσωπον» καί εἰσηγεῖ-ται μία δυαδικότητα πού δέν κατόρθωσε τελικά νά ξεπεράσει. Κα-θώς δέ χώριζε τίς δύο ἐν Χριστῷ φύσεις, ὑπονοοῦσε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει καί δύο πρόσωπα. Διέκρινε τόν ἕνα Υἱό σέ δύο Υἱούς, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τόν Υἱό τῆς Παρθένου. Τή διάκριση σέ δύο Υἱούς τή συστηματοποίησε καί ὁδηγήθηκε στήν ἀπόρριψη τοῦ ὅρου «Θεο-τόκος». Ἡ «συνάφεια» σέ ἕνα πρόσωπο τῶν δύο φύσεων δέν ἦταν ὁ Θεός Λόγος, ἀλλά ἦταν ἡ «συνάφεια» ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τή «συνάφεια» τοῦ Λόγου μέ τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Νεστορίου νά δεχθεῖ τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό τόν ὁδηγοῦσε στήν ἄρνηση καί τῆς θεότητάς Του. Γιά τόν Νεστόριο τό ὄνομα Χριστός σήμαινε καί τίς δύο φύσεις, γι’ αὐτό καί τό θεωροῦσε «μήνυμα τῶν δύο φύσεων». Τόνιζε πώς τό ὄνομα αὐτό δέν ἀναφέρεται στήν οὐσία τοῦ Λόγου, ἀλλά στή θεία οἰκονομία. Ἰσχυριζόταν πώς εἶναι ἀδιανόητο νά λέμε ὅτι ὁ Χριστός, ὡς Θεός Λόγος, γεννήθηκε, ἔπαθε, σταυρώθηκε. Ἀφοῦ προηγουμένως ἀπέρριπτε τό ὅτι ὁ γεννηθείς ἀπό τήν Παρθένο εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί συνεπῶς κατά φύσιν Θεός, κατέληγε πώς ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν Χριστό πού δέν ἦταν ὁ Θεός Λόγος. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπέρριπτε τό ὅτι ὁ γεννηθείς πρό τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, γεννήθηκε ἐν χρόνῳ κατά τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, καί συνεπῶς εἶναι κατά φύσιν ἄνθρωπος καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς.
Ὁ Νεστόριος μέ τίς ἀπόψεις του διέστρεφε καί τήν πραγματική σημα-σία τοῦ ὅρου «Θεοτόκος», τόν ὁποῖο ἀρνήθηκε νά ἀποδώσει στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλώντας την «Χριστοτόκο». Γι’ αὐτό προ-έτρεπε ὅλους τούς Χριστιανούς νά μήν ἀποκαλοῦν τήν Μαρία, τή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, Θεοτόκο. Ὅλες αὐτές οἱ δοξασίες ὁδηγοῦσαν στήν οὐσιαστική ἀμφισβήτηση τοῦ γεγονότος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί, κατ’ ἐπέκταση, στήν πλήρη κατάρ-ρευση τοῦ δόγματος τῆς σωτηρίας. Ἡ δέ μετά πείσματος ἐπιμονή τοῦ Νεστορίου στίς αἱρετικές του δοξασίες, τόν ὁδήγησε σέ συνοδική καταδίκη ἀπό τήν Γ´ καί τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἡ Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β´ στήν Ἔφεσο, τό ἔτος 431 μ.Χ., μέ βασικό στόχο τήν ἀνακατασκευή καί καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀποκλίσεων τοῦ Πα-τριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου. Στή Σύνοδο προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί παρευρίσκονταν ἐκπρόσω-ποι τοῦ Πάπα Ρώμης Κελεστίνου, ὅπως καί ἡ πλειοψηφία τῶν Ἐπισκό-πων τῆς Ἀνατολῆς. Γιά τούς Πατέρες τῆς Συνόδου μέ τή διδασκαλία τοῦ Νεστορίου διακυβεύεται ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρί-ας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐάν πράγματι ὁ Θεός δέν ἑνώθηκε πλήρως μέ τόν ἄνθρωπο, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά τόν σώσει; Γι’ αὐτό ἐπέμεναν στήν πλήρη καί ἀσύγχυτη ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου τόσο, ὥστε νά ὀνομάζουν τή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὄχι ἁπλῶς «Χριστοτόκο» (ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος), ἀλλά ἀληθινά καί πραγματικά «Θεοτόκο». Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ὄχι μόνο καταδίκασαν τόν Νεστόριο, ἀλλά καί ἐπικύρωσαν καί ἐπιβεβαίωσαν τήν περί Θεο-τόκου διδασκαλία τοῦ Αγίου Κυρίλλου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι καί Χριστοτόκος, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι καί Θεοτόκος. «Εἰ γάρ Χριστοτόκος, πάντως ὅτι καί Θεοτόκος εἰ δέ οὐ Θεοτόκος, οὐδέ Χριστοτόκος». Σύμφωνα μέ τόν ἱερό Πατέ-ρα ὁ χαρακτηρισμός «Θεοτόκος» γιά τήν Παρθένο Μαρία θεωρεῖται κατά πάντα παραδοσιακός καί ἀποτελεῖ τή λυδία λίθο καί τόν πυρή-να τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἡ ἐπικύρωση τῆς περί τῆς Παρθένου Μαρίας, ὡς Θεοτόκου, διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν συνάμα καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀμετακίνητης πίστης γιά τήν Ἐνσάρ-κωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ τέλειος κατά τήν θεότητα καί τέλειος κατά τήν ἀνθρωπότητα Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός, ὁ Θεός Λόγος. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι «ἕνωσις ἀληθής» ἤ ἀκριβέστερα «ἕνωσις καθ’ ὑπόστασιν» καί δηλώ-νεται ἀπό τόν Ἅγιο Κύριλλο σαφέστατα μέ τή φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Τό «σεσαρκωμένη» γιά τόν ἱερό Πατέρα δηλώνει τήν τελειότητα ( ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρωπότητας στή μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου καί ἀσφαλῶς σημαίνει τήν πλήρη Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Στήν ἀποκαλούμενη «Ἔκθεση Πίστεως τῶν διαλλαγῶν», πού ἔγινε οὐσιαστικά ὁ ἐπίσημος δογματικός «ὅρος» τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διακηρύχθηκε μέ ἐπίσημο τρόπο Θεοτόκος ἡ Παρθένος Μαρία, ἐντός τῆς ὁποίας σαρκώθηκε «ἀσυγχύτως» ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δηλώνεται ρητά στό ἐν λόγῳ δογματικό κείμενο, «κατά τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν».
Προκειμένου νά καταδικασθεῖ γιά μία ἀκόμη φορά ὁ Νεστορια-νισμός ἀλλά καί νά ἀντιμετωπισθεῖ ἡ νέα χριστολογική αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί ἐπί τέλους νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή διογκούμενη ἀντίδραση τῶν πιστῶν της, συγκλήθηκε ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος στή Χαλκηδόνα, τό ἔτος 451 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τούς Νεστοριανούς πού θεωροῦσαν τόν Κύριο «ψιλόν ἄνθρωπον», ἀπέρριπταν τόν ὅρο «Θεοτόκος» καί διαιροῦσαν τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Κυρίου σέ δύο. Καταδίκασε τόν Εὐτυχή καί τούς ὀπα-δούς τῆς μονοφυσιτικῆς αἱρέσεως πού πρέσβευαν σύγκραση καί σύγ-χυση τῶν δύο φύσεων, δέχονταν δύο φύσεις πρίν τήν ἕνωση, μία φύση μετά τήν ἕνωση καί ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνθρώπινη φύση ὅμοια μέ ἐμᾶς. Ἡ σπουδαιότητα τῆς Συνόδου ἐντοπίζεται στό γεγονός ὅτι διατύπωσε μέ ἀκριβολόγο θεολογική ὁρολογία τό χριστολογικό δόγμα σχετικά μέ τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί τόν τρόπο τῆς μεταξύ τους σχέσεως στή μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καθόρισε ὅτι ὑπάρχουν δύο φύσεις ἑνωμένες ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως σέ ἕνα πρόσωπο ἤ μία ὑπόσταση. Στόν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος διαβάζουμε: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῦς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι-στόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεό-τητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμο-ούσιον τῷ πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός, γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον Μονο-γενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, αδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἔνωσιν, σωζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν Μονογενῆ, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνω-θεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον».
Ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, συγκλήθηκε, τό ἔτος 553 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, ἡ Ε´ Οἰκου-μενική Σύνοδος, προκειμένου νά διασφαλίσει τό κύρος τῶν προ-ηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί νά καταδικάσει τά λεγόμενα «Τρία Κεφάλαια» καί τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους καί τῶν ὀπαδῶν του. Στό δογματικό της «ὅρο» ἡ Σύνοδος μεταξύ ἄλλων, καταδικάζει τίς νεστοριανικές αἱρετικές ἀπόψεις, ἐπαναλαμβάνει ὅσα ἡ ἐκκλη-σιαστική συνείδηση ἀποδέχεται γιά τίς «δύο γεννήσεις» τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἀναθεματίζει ὅλους ὅσους δέν ὁμολογοῦν «κυρίως καί κατ’ ἀλήθειαν» Θεοτόκο τήν Παρθένο Μαρία. «Εἴ τις καταχρηστι-κῶς, ἀλλ’ οὐκ ἀληθῶς Θεοτόκον λέγει τήν ἁγίαν ἔνδοξον ἀειπάρθενον Μαρίαν, ἤ κατά ἀναφοράν, ὡς ἀνθρώπου ψιλοῦ γεννη-θέντος, ἀλλ’οὐχί τοῦ Θεοῦ Λόγου σαρκωθέντος ἐξ αὐτῆς, ἀναφερομένης δέ κατ’ ἐκείνους τῆς τοῦ ἀνθρωπου γεννήσεως ἐπί τόν Θεόν λόγον, ὡς συνόντα τῷ ἀνθρώπῳ γενομένῳ· καί συκοφαντεῖ τήν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον, ὡς κατά ταύτην τήν ἀσεβῆ ἐπινοηθεῖσαν παρά Θεοδώρου ἔννοιαν Θεοτόκον τήν παρθένον εἰποῦσαν· ἤ εἴ τις ἀνθρωποτόκον αὐτήν καλεῖ ἤ χριστοτόκον ὡς τοῦ Χριστοῦ μή ὄντος Θεοῦ, ἀλλά μή κυρίως καί κατά ἀλήθειαν Θεο-τόκον αὐτήν ὁμολογεῖ, διά τό τόν πρό αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρός γεν-νηθέντα Θεόν Λόγον ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐξ αὐτῆς σαρκω-θῆναι,οὔτω τε εὐσεβῶς καί τήν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον Θε-τόκον αὐτήν ὁμολογῆσαι, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω».
Μέ τό Χριστολογικό ζήτημα ἀσχολήθηκε καί ἡ ΣΤ´ Οἰκου-μενική Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατά τά ἔτη 680 -681 μ.Χ., καί ἰδιαίτερα μέ μία πλευρά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τόν Μονοεργη-τισμό καί Μονοθελητισμό, τόν ὁποῖο καί καταδίκασε ἐπικυρώνοντας ταυτόχρονα τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στή Σύνοδο αὐτή, μέ συνοδική ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων, πού ἀνακεφαλαιώνει ὅλο τό Τριαδολογικό καί Χριστολογικό δόγμα,τονίζεται ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι «Θεοτόκος» καί «Ἀειπάρθενος» · «πρό τοῦ τόκου καί ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόν τόκον» . Ἡ «ἀειπαρθενία» τῆς Παναγίας εἶναι δογματική συνέπεια τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτή ἦταν ἀληθινά «Θεο-τόκος» καί συμβολίζεται εἰκονογραφικά μέ τήν παράσταση τριῶν ἀστεριῶν πού φέρει στό μαφόριό της. Ἡ Θεοτόκος εἶναι καί Ἀει-πάρθενος καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκφραστικό ὄνομά της. Στά δύο αὐτά ὀνόματα, «Θεοτόκος» καί «Ἀειπάρθενος» μπορεῖ νά συνοψισθεῖ ὅλη ἡ δογματική διδασκαλία γιά τήν Παρθένο Μαρία.
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, πού συγκλήθηκε κατά τά ἔτη 691 -692 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη, μέ σκοπό νά συμπλη-ρώσει τό νομοθετικό ὑστέρημα τῶν δύο προηγηθεισῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀχολήθηκε καί μέ τήν κατάπαυση ὁρισμένων παραδοξοτή-των, πού ἀπό καιρό εἶχαν ἐμφανισθεῖ καί ἀναφέρονταν σέ ἔθιμα τῶν Χριστιανῶν κατά τά «ἐπιλόχεια» τῆς Θεοτόκου. Μεταξύ τῶν πολλῶν κανόνων πού ἐξέδωσε, μέ τόν 79ο Κανόνα της ὄχι μόνο καταπόλεμησε καί καταδίκασε τά λεγόμενα «ἐπιλόχεια» ἔθιμα, ἀλλά καί ὑπογράμ-μισε τόν ἀλόχευτο χαρακτήρα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Θεοτόκο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά «ἀλόχευτον τόν ἐκ τῆς Παρθένου θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες».
Ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκληθηκε στή Νίκαια, τό ἔτος 787 μ.Χ., ἐξ αἰτίας τῆς Εἰκονομαχίας. Στόν «ὅρο» τῆς πίστεως ἀνα-κεφαλαιώνεται ὁλόκληρη ἡ μακραίωνη ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλη-σίας καί ἐπαναλαμβάνεται ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι Ἀειπάρθενος καί ἀληθινά Θεοτόκος. «Ὁμολογοῦμεν δέ καί τήν δέσποιναν ἡμῶν τήν ἁγίαν Μαρίαν κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκον, ὡς τεκοῦσαν σαρκί τόν ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν… σύν τούτοις δέ καί τάς δύο φύσεις ὁμολογοῦμεν τοῦ σαρκωθέντος δι’ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀχράντου Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αὐτόν Θεόν καί τέλειον ἄνθρωπον γινώσκοντες».
Βιβλίον γλωττοφόρον2.
Αὐτή ἡ κοινή πίστη καί ἡ καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας ἀποτυπώθηκε καί στήν ἐκκλησιαστική τέχνη καί ἰδιαίτερα στήν ἁγιογραφία καί τήν εἰκόνα.
Η εικόνα δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, ούτε ακόμη και μια απλή εικονογράφηση των Γραφών ή των θείων γεγονότων. Είναι αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του εκκλησιαστικού σώματος και αποτελεί μέσο για να γνωρίσουμε τον Θεό και να ενωθούμε μαζί Του. Γνωρίζουμε ότι ο εορτασμός μιας εορτής απαιτεί την έκθεση στο μέσο του ναού της (μεταφερόμενης) εικόνας που, με την άμεση απόδειξη της όρασης, αποκαλύπτει το νόημα του γεγονότος του οποίου τη μνήμη εορτάζουμε. Σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ολόκληρη η Ἐκκλησία, με την αρχιτεκτονική και τα φρέσκο της (ή τα μωσαϊκά της) αντιπροσωπεύει στο χώρο αυτό που η εξέλιξη της Θείας Λει-τουργίας αντιπροσωπεύει στο χρόνο: την αντανάκλαση της θείας δόξας, την προθεωρία της μεσσιανικής Βασιλείας των Ουρανών. Ο λόγος και η εικόνα στη Λειτουργία σχηματίζουν μια αδιάσπαστη ενό-τητα και ολότητα δια μέσου της οποίας η Παράδοση καθιστά επίκαι-ρο και ζωντανό το Ευαγγέλιο. Έτσι η εικόνα αντιστοιχεί στη Γραφή όχι ως εικονογράφηση, αλλά με τον τρόπο που αντιστοιχούν σε αυτή τα λειτουργικά κείμενα: «τα κείμενα αυτά δεν γεννιούνται για να αναπαράγουν τη Γραφή όπως έχει. Είναι σαν τις υφάνσιμες ύλες. Εναλλάσσοντάς τες και αντιπαραβάλλοντας τα μέρη τους, αποκα-λύπτουν το νόημά της, μας υποδεικνύουν τον τρόπο να ζήσουμε το ευαγγελικό κήρυγμα. Η εικόνα, απεικονίζοντας διάφορες στιγμές της αγίας ιστορίας, μεταδίδει με οπτικό τρόπο το νόημά τους και τη ζωτική σημασία τους. Έτσι, με τη λειτουργία και την εικόνα, η Γραφή ζει μέσα στην Εκκλησία και μέσα σε καθένα από τα μέλη της».
Η ευλάβεια προς τις εικόνες είναι συνεπώς μια θεμελιώδης όψη της λειτουργικής εμπειρίας, δηλαδή της προθεωρίας, της πρόγευ-σης, της Βασιλείας των Ουρανών μέσα από τις πράξεις του Βασιλέως Χριστοῦ.
Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την ορθή κατανόηση της ορθο-δόξου εικόνας είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται. Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτό-τυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στη σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο για την αναστήλωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ότι η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό. Έτσι, η τιμή της εικόνας του Αγίου ανα-φέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου Αγίου από-νέμεται στον ίδιο τον Θεό. Άλλωστε η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυ-μολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δη-λαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκη-νός.
Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι». Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν το σκοπό της χρι-στιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαί-ως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ’ ουσίαν αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρη των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά τη θέα των εικονιζομένων προσώπων ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό. Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζόμενους Αγίους. Αναφέ-ρεται στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: « ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εικόνες αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της με τοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.
Αυτόχρημα ἀρχέτυπον3.
Η ιερή τέχνη της αγιογραφίας χρησιμοποιεί και, κατά κάποιο τρόπο, εκδηλώνει τον καθαγιασμό της ύλης. «Ου προσκυνώ τη ύλη», έγραφε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξά μενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ής η σωτηρία μου είργασται»4.
Η Πενθέκτη Σύνοδος έβαλε θριαμβευτικά τέλος στην προ-ϊστορία της χριστιανικής τέχνης, προϊστορία που αποκάλυψε το χρι-στολογικό νόημα όλων των ιερών συμβόλων της ανθρωπότητας, «σχήματα και σκιές, προσχέδια ιδωμένα από την άποψη της Εκ-κλησίας». Ο αληθινός συμβολισμός της χριστιανικής τέχνης εμφα-νίζεται από δω και πέρα ως τρόπος αναπαράστασης του ανθρωπίνου προσώπου μέσα στην προοπτική της Βασιλείας των Ουρανών.
Καταλαβαίνουμε ότι η άσκηση μιας τέτοιας τέχνης αποτελεί έργο της Χάρης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους εικονογράφους, που τους προσεγγίζει ως «αποστολικούς κήρυκες», ἀφοῦ αὐτοί ἱστοροῦν αυτά που έχουν ήδη δει και αυτά που προγεύονται μεσά σε κάθε Θεία Λειτουργία. Να γιατί ο ζωγράφος της εικόνας δεν ζωγραφίζει με υπο-κειμενικό τρόπο, με προσωπική ψυχολογία, αλλά ανάλογα με την παράδοση και την όραση. Γι’ αυτόν, η ζωγραφική είναι αξεχώριστη από την πίστη, από τη ζωή μέσα στην Εκκλησία και από την προσω-πική προσπάθεια άσκησης και αγιασμού.
Γι’ αυτό η βυζαντινή ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι απλά μια «τέχνη», είναι ιερή τέχνη. Δεν είναι «ζωγραφική», είναι θεολογία, ευχαριστιακός ύμνος και δοξολογία. Δεν είναι «καλλιτεχνική έκφρα-ση», είναι προσδοκία σωτηρίας. Δεν είναι «στολίδι», είναι κοινωνία με τον Θεό. Δεν είναι «ενασχόληση στη ρουτίνα της καθημερινό-τητας», είναι «εις Χριστόν παιδαγωγία». Δεν είναι «αντικείμενο», είναι ιερό λειτουργικό σκεύος. Δεν έχει «υλική αξία», είναι υπέρ-βαση. Δεν είναι «συλλεκτικό είδος», είναι παρηγοριά, παραμυθία και ανάπαυση των ανθρώπων στην αγκαλιά του Τριαδικού Θεού. Η Παναγία, οι Άγγελοι, οι Άγιοι πάντες είναι ικέτες της κλήσεως και της παρακλήσεώς μας και μεσιτεύουν για τον καθένα μας στον Άγιο Θεό, χωρίς ποτέ να μας προδώσουν.
Μεμνημένοι τοίνυν…
Οἱ πρῶτες θεομητορικές ἀπεικονίσεις συναντῶται στίς Κατά-κόμβες. Ἡ Θεοτόκος ἀπεικονίζεται στό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς προσκύνησης τῶν Μάγων καί ὑμνεῖται ὡς Μητέρα τοῦ Σωτῆρος. Με την πάροδο τοῦ χρόνου η εικόνα, με την αισθητική ευλαβικότητά της και τα ζεστά χρώματα, αποτελούσε και αποτελεί την έκφραση, με τρόπο σαφή και λιτό του δογματικού περιεχόμενου της Ἐκκλησίας, καί εξελίσσεται σε αριστούργημα τέχνης. Ἔτσι οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, από την πρώτη κιόλας εποχή των βυζαντινών χρόνων, βρήκαν θέση στους Ναούς, ιδιαίτερα στο τέμπλο, που για αυτό ακριβώς το λόγο ονομάσθηκε εικονοστάσιο. Σπουδαία έργα φιλοτεχνήθηκαν την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1056 μ.Χ.), των Κομνηνών (1081- 1185 μ.Χ.), των Αγγέλων (1185-1204 μ.Χ.). Μετά τη Φραγκοκρατία (1204-1061 μ.Χ.) κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, η βυζαντινή τέχνη έφτασε στο απόγειό της με τις τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Πανσέληνου5. Αργότερα, μετά την άλω-ση της Πόλης (1453 μ.Χ.), διέπρεψε ο Θεοφάνης ο Κρής6. Από αυτόν και μετά περίπου, οι υπόλοιποι αγιογράφοι επηρεάσθηκαν από τη ζωγραφική της Δύσης, για να περάσουμε σε μια περίοδο στασιμότητας μέχρι τον Φώτη Κόντογλου (+1965), που ανασκάλισε τις πα-λιές στάχτες της βυζαντινής παράδοσης και ανέδειξε την πατροπαράδοτη ξεχασμένη εκκλησιαστική αγιογραφία.
Η Εκκλησία του Χριστού, πορευόμενη προς τα Έσχατα και προ-σδοκούσα την «Ημέρα του Κυρίου», βιώνει καθημερινά στην Ευχα-ριστιακή Σύναξη το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, το οποίο αποκα-λύπτεται και μέσα από τη Χριστιανή τέχνη και ιδιαίτερα την αγιο-γραφία. Με τό ἔνθεο χάρισμά τους οι δημιουργοί εἰκονογραφοῦν στο διάβα των αιώνων το γλυκύ πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, χωρίς νά τό διαχωρίζουν ἀπό τή δόξα τοῦ Υἱοῦ της, προβάλλοντες τή σχέση τῆς Πάναγνης Μητέρας τοῦ Θεοῦ μέ τήν Ἐκκλησία.
Ἡ παρουσία τῆς Ἀειπαρθένου μαρίας, πού εἶναι «κατάσπαρτη» διά τῶν θαυματουργῶν ἱερῶν εἰκόνων της, πού φυλάσσονται με εὐλάβεια στό Ἁγιώνυμο Ὄρος, τό Περιβόλι τῆς Παναγιᾶς, στήν Πατρίδα μας καί σέ ἄλλους Ναούς και Μοναστήρια τῆς Οἰκουμένης, ὑπενθυμίζει σέ ὅλους μας τή χαρά τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστά τό Μυστήριο τῆς σωτηρίας μας και εἶναι ἡ Μάνα ὅλου τοῦ Κόσμου. Ἐναποθέτοντας τήν ἐλπίδα μας στόν ποταμό τόν γλυκερό τοῦ ἐλέους τῆς Ὑπεραγίας Θεομήτορος, ἄς ἀγωνισθοῦμε νά καρποφορήσουμε καρπούς ἄξιους τῆς σωτηρίας, κάτω ἀπό τή δική της χαριτόβρυτη προστασία. Εἶναι αὐτό πού κάθε ἀπόβραδο ἐκμυστηρευό-μαστε μπροστά στήν εἰκόνα της: «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ ἀνατίθημι, μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου».
Οἱ Θεομητορικές Ἑορτές7
8 Ἰανουαρίου
† Σύναξις τῆς Ἀχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τῇ Πηγῇ8.
18 Ἰανουαρίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν τῷ ναῷ τῆς Πηγῆς9.
2 Φεβρουαρίου
† Ἡ ῾Υπαπαντή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Τό γεγονός τῆς Ὑπαπαντῆς, πού ἐξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό β΄ κεφάλαιο10 τοῦ Εὐαγγελίου του, συνέβη σαράντα ἡμέρες μετά τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Σύμφωνα μέ τό Μωσαϊκό Νόμο, ἄν τό πρῶτο παιδί τῆς οἰκογένειας ἦταν ἀγόρι, ἀφιερωνόταν στόν Θεό καί συγχρόνως προσφερόταν μία μικρή θυσία ἀπό ἀμνό ἤ ἀπό ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δυό μικρά περιστέρια. Τό γράμμα τῶν ἐντολῶν αὐτῶν πληροῦντες ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Παρθένος Μαρία, ἀνῆλθαν τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων, γιά νά προσφέρουν τόν Ἰησοῦ στόν Θεό καί δώσουν τήν θυσία περί καθαρισμοῦ. Τό ζευγάρι ὑποδέχθηκε στό ναό ὁ ὑπερήλικας Προφήτης Συμεών, ὁ ὁποῖος ἐδέχθηκε τόν Ἰησοῦ στήν ἀγκαλιά του φωτισμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει ἀποκάλυψη ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα ὅτι δέ θά ἀπέθνησκε προτοῦ δεῖ ᾿Εκεῖνον, τόν ὁποῖο ὁ Κύριος καί Θεός ἔχρισε Βασιλέα καί Σωτήρα τοῦ κόσμου.
Ἡ ἑορτή εἰσήχθη πρῶτα στή Δύση πρός κατάργησιν τῶν τε-λουμένων εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν, κατά τίς ἀρχές τοῦ Φεβρουα-ρίου, πρός τιμήν τοῦ Πανός, ὡς καθαρῶς θεομητορική ἑορτή. Ἀργότερα καθιερώθηκε καί στήν Ἀνατολή. Κατά μέν τόν Γεώργιο Κεδρηνό ἡ ἑορτή εἰσήχθηκε ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου τοῦ Α΄ (518-527 μ.Χ.)11, κατά δέ τόν Νικηφόρο Κάλλιστο ὁ Ἰουστινιανός ὁ Μέγας (525-565 μ.Χ.) διέταξε, τό 542 μ.Χ., νά ἑορτάζεται ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Σωτῆρος σέ ὅλη τή γῆ12. Ἐπειδή ὅμως πολύ πρίν τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὑπάρχουν λόγοι στήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς13, εἰκάζεται ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος εἰσήγαγε τήν ἑορτή στήν Κωνσταντινού-πολη. Ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, στήν Κωνσταντινούπολη, ἐτελεῖτο στό ναό τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρευρισκόταν καί ὁ αὐτοκράτορας.
10 Φεβρουαρίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου.
Ὁ ναός αὐτός ὑπῆρχε ἀπέναντι τῆς βασιλικῆς πύλης (Μπαλατᾶ), στό σημερινό Χάσκιοϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί ἐκτίσθηκε τό ἔτος 598 μ.Χ. ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου(582-602 μ.Χ.) Πέτρο. Τό ὄνομα Ἀρεόβινδος εἶχαν ἐπιφα-νεῖς στρατιωτικοί τῆς Ἀνατολῆς.
12 Φεβρουαρίου
† Ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς Πούσγην14.
25 Μαρτίου
† Μνήμη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ λειτουργική παράδοση καί ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σέ ἰδιαίτερη θέση τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ὁ φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων Θεός μας, πού πάντοτε φροντίζει τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή εἶδε τό ἔργο πού ἔπλασε μέ τά χέρια Του νά εἶναι ὑπόδουλο στό διάβολο, θέλησε νά ἀποστείλει τόν Υἱό Του τόν Μονογενή, τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά τό ἀπολυτρώσει ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδή ὅμως δέν θέλησε νά τό μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλά καί οἱ ἴδιες οὐράνιες δυνάμεις, σέ ἕναν ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους, στόν ἔνδοξο Γαβριήλ ἐκμυστηρεύθηκε τό μυστήριο. Προοικονομεῖ δέ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος θά γεννήσει ἁγνή καί καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.
Ὅταν ὁ Θεός Πατέρας εὐδόκησε νά πραγματοποιήσει «τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «τό μυστήριον τό κε-κρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν», τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιά τή λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μόνο αὐτή ἐδέχθηκε τή θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου καί ἐκρίθηκε ἱκανή νά ὑπηρετήσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας .
Μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στήν πίστη καί τή δογματική της διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμός εἶναι τῆς «σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καί εὐαγγελίζεται τήν θεία βουλή. Ἀλλά ἡ Παρθένος δέν σιωπᾶ. Ἀνταποκρίνεται στή θεία κλήση μέ ταπείνωση καί πίστη: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»15.
Ἡ θεία βουλή γίνεται δεκτή καί βρίσκει ἀνταπόκριση. Καί αὐτή ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτό τό σημεῖο. Ἡ ὑπακοή τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τήν ἀνυπακοή τῆς Εὔας. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὔα καί ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὔα ἐξαπατήθηκε ἀπό τό λόγο ἑνός ἀγγέλου, γιά νά φύγει ἀπό τόν Θεό παραβαίνοντας τό λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία ἐδέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό ἀπό τό λόγο ἑνός Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νά φέρει τόν Θεό μέσα της, ὑπακούοντας στό λόγο Του.
«Διά τῆς Εὔας ὁ θάνατος, διά τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Αὐτή ἡ ὑπακοή καί χαρούμενη ἀποδοχή τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας. Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καί ὄχι πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καί λατρείας, ταπεινώσεως καί ἐμπιστοσύνης.
Κατά τίς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεός ἐξέφερε τό ζῶντα καί παντοδύναμο λόγο Του «γεννηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ παρήγαγε ἐντός τοῦ κόσμου τά ὄντα· ἀλλά τήν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δέν ἔχει τήν ὅμοιά της ἀπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ Κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία προσέφερε τό σεμνό καί ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος κατέβασε στόν κόσμο τό Δημιουργό. Ἐδῶ ὁ Θεός καί πάλι προφέρει τό λόγο του: «Θά συλλάβεις, θά γεννήσεις υἱό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θά γίνει μέγας καί θά ὀνομασθεῖ Υἱός τοῦ Ὑψίστου. Σέ Αὐτόν θά δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεός τό θρόνο τοῦ Δαυῒδ, τοῦ προπάτορά Του. Θά βασιλεύσει γιά πάντα στούς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ καί ἡ βασιλεία Του δέν θέ ἔχει τέλος»16. Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι τόσο θαυμαστό. Αὐτή ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη εἶναι ἡ καθαρά καί τέλεια ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στόν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς της, τῆς ψυχῆς της καί τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καί ὅλων τῶν δυνάμεών της, ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καί τῶν προσδοκιῶν της.
Οἱ ἀρχές τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δέν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στή Ναζαρέτ βασιλική, στήν ὁποία περιελαμβανόταν κατά παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, στόν ὁποῖο αὐτή ἐδέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στή σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.
Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περί αὐτῆς εὑρίσκονται στόν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τό 430 μ.Χ., καί στό Πασχάλιον Χρονικόν (624 μ.Χ.), ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συσταθεῖσα στίς 25 Μαρτίου ἀπό τούς θεοφόρους διασκάλους17.
Ἡ μεγαλοπρεπής πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπό τούς Βυζαντινούς στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων18, ὅπου παρίσταντο καί οἱ αὐτοκράτορες. Κατά τόν 15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Παννυχίδα ἐτελεῖτο στό παλάτι.
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου, ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ.
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου τιμᾶται στή μονή τοῦ Ὄρους Σινᾶ.
Ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου19 σύλληψη ἀπό τήν Ἁγία Παρθένο ἀποτελεῖ ὑπόθεση πού ὑπερβαίνει τά λεκτικά σχήματα, γιατό τό «σημεῖον» εἶνα ἀληθινά παράδοξο καί ὐπερμεγέθες. Τό μυστήριο τῆς ἄφθορης γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο δέν νοεῖται ὡς μεμονωμένη καί ἀποκκομένη πραγματικότητα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ τύπου20, στόν ὁποῖο ἐπίστεψαν καί ἐπάνω στόν ὁποῖο ἐστηρίχθησαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιά νά προδιατυπώσουν τήν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στήν ἱστορία.
Ὁ Μωϋσῆς, ὅταν εἶδε τή βάτο νά φλέγεται, ἀλλά νά μήν καί-γεται, εἶπε: «Διαβάς ὄψομαι, τό μέγα ὅραμα τοῦτο». Ἡ διάβαση, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλε-ξανδρείας, δέν εἶναι τοπική, ἀλλά χρονική, ἀφοῦ δηλώνει κίνηση καί παροδική διάβαση τοῦ χρόνου καί σημαίνει τήν κίνση ἀπό τό χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στό χρόνο τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὅπως ἡ φλεγόμενη καί μή κατακαιόμενη βάτος ἔτσι καί ἡ Παρθένος Μαρία, ἄν καί γεννᾶ τό «Φῶς», ἐν τούτοις παραδόξως δέν «φθείρεται»21.
12 Ἀπριλίου
† Μετακομιδή τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου ἀπό τῆς ἐπι-σκοπῆς Ζήλας εἰς Κωνσταντινούπολιν.
Ἡ μετακομιδή τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπό τήν Ἐπισκοπή Ζήλας22 στήν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τό ἔτος 942 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ΄ Ποργυρογέννητου (913-959 μ.Χ.). Χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. φέρει τό ἑξῆς δίστιχο κατά τήν ἡμέρα αὐτή:
Ζώνην τιμίαν τῇ βασιλίδι δίδως
Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννῆτορ.
5 Μαῒου
† Ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ἐν τοῖς Κύ-ρου.
Στόν Λαυριωτικό Κώδικα23 διαβάζουμε, ὅτι κατά τήν ἡμέρα αὐτή τελεῖται ἀνάμνηση τῆς γενομένης ἡλιακῆς ἐκλείψεως, ἡ ὁποία ἔγινε τό ἔτος 1369, ἡ ὁποία ἦταν θαυμαστή, ὥστε νά φαίνονται τά ἄστρα καί ἡ ἡμέρα νά τραπεῖ σέ νύκτα.
13 Μαῒου
† Ἐγκαίνια τοῦ ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἁγίας Γλυκερίας σεβασμίου καί θείου ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Παν-τανάσσης.
Ἡ μικρά νῆσος τῆς Ἁγίας Γλυκερίας κεῖται πρό τοῦ Νικη-τιάτου, δηλαδή πρό τῆ ςσημερινῆς πόλεως τῶν Τούζλων. Ἡ μονή ἐσωζόταν τό ἔτος 1158 καί ὑπέρ αὐτῆς ἐξέδωσε χρυσόβουλλο ὁ αὐτοκράτορας Μανουήλ ὁ Κομνηνός.
15 Μαῒου
† Μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καί ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχει-ροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς, φρουρηθείσης ἐν τοῖς χρό-νοις Θεοδοσίου τοῦ βασιλέως.
Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναγράφεται στόν Λαυριωτικό Κώδικα24. Ἡ διήγηση περί τῆς εὑρέσεως τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἀπό τήν εἰδωλολάτρισσα καί μετέπειτα Χριστιανή Ἀκυλίνα μέσα σέ ἕνα κιβώτιο ἀποδόθηκε στόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀλλά εἶναι ψευδεπίγραφη25.
22 Μαῒου
† Μνήμη τῆς ἁγίας Θεοτόκου, ἐν Σοφιανοῖς26.
8 Ἰουνίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἐν τῷ Σωσθενείῳ.
Ὁ ναός τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σωσθένειον εἶχε εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στήν Θεοτόκο27.
15 Ἰουνίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, πέραν ἐν τοῖς Μαρανικίου (ἤ Μαρινακίου).
16 Ἰουνίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν Δο-κιαναῖς (ἤ πέραν ἐν Εὐδοκιαναῖς).
Ὁ Μανουήλ Γεδεών ἀναφέρει ὅτι πρόκειται περί παραφθορᾶς τοῦ «Ἰουκουνδιαναῖς» καί εἰκάζει ὅτι πρόκειται περί τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου «τῶν Μαρνακίου» ἤ «Μαρανακίου»28.
2 Ἰουλίου
† Ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Βλαχέρναις.
Ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος στήν Ἁγία Σορό τῆς Ὑπερα-γίας Θεοτόκου συνέβη τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Α΄ τοῦ Μεγάλου (457-474 μ.Χ.). Τήν Τίμια Ἐσθῆτα εἶχαν μεταφέρει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀδελφοί πατρίκιοι Γαλβίνος καί Κάνδιδος, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στήν Παλαιστίνη καί ἀφοῦ πληροφορήθηκαν ὅτι αὐτή φυλασσόταν στήν Γαλιλαία ἀπό κάποια ὑπέργηρη Ἑβραία, μετέβησαν μέχρι ἐκεῖ καί μέ κάποιο τέχνασμα τήν ἀφαίρεσαν. Ὅταν ἐπέστρεψαν στήν Κωνσταντινούπολη, παρέδωσαν τήν Ἐσθήτα στόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τήν τοποθέτησε μέσα σέ θήκη ἀπό χρυσό καί ἄργυρο πού περιβαλλόταν ἀπό βασιλική πορφύρα στό ναό τῆς Θεοτόκου στίς Βλαχέρνες. Τό ναό αὐτό εἶχαν κτίσει πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανός καί ἡ σύζυγός του Πουλχερία (450-457 μ.Χ.) καί εἶχαν τοποθετηθεῖ σέ αὐτόν τά ἐντάφια σπάργανα τῆς Θεομήτορος, πού εἶχαν ἀποσταλεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο (422-458 μ.Χ). Ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλα ἱερά κειμήλια φυλασσόταν καί ἡ περίφημη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Βλαχερνίτισσας, τήν ὁποία ἔφεραν μαζί τους οἱ Βυζαντινοί αὐτοκράτορες στίς ἐκστρατεῖες τους. Ὁ ναός καταστράφηκε τό 1070 ἀπό πυρκαγιά, καί ἀφοῦ ἀνοικοδομήθηκε ἀπό τόν Ρωμανό Γ΄ τόν Ἀργυρό (1028-1034), κάηκε ἐκ νέου ἀπό ἀπροσεξία, στίς 19 Ἰουλίου 1434.
Στή Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς παρίστατο στό ναό καί ὁ αὐτοκράτορας.
9 Ἰουλίου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ σεβασμίου οἴκου τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τοῦ ὄντος ἐν τῇ Πηγῇ.
18 Ἰουλίου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τοῖς Καλλιστράτου.
21 Ἰουλίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τοῖς Ἀρματίου.
26 Ἰουλίου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, πέραν ἐν τῷ Παγιδίῳ, πλησίον τοῦ νέου Ἐμβόλου.
28 Ἰουλίου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τοῖς Διακονίσσης.
31 Ἰουλίου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν Βλαχέρναις.
7 Αὐγούστου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν Γοργιαναῖς29.
8 Αὐγούστου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν Ἱεροσολύμοις30.
11 Αὐγούστου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Ἐλεούσης.
14 Αὐγούστου
† Προεόρτια τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
15 Αὐγούστου
† Ἡ Κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Οἱ ποιητές καί ὑμνωδοί τῆς Ἐκκλησίας μέ βάση τή Γραφή καί τήν Παράδοση προσπαθοῦν ποιητικά νά ἑρμηνεύσουν τό «παράδο-ξον θαῦμα». Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου παραδίδει τήν πάναγνη ψυχή της, πού ἔγινε «δοχεῖον τοῦ Παναγίου Πνεύματος», στόν Υἱό καί Θεό της. «Νύμφη ἡ τοῦ Θεοῦ Βασίλισσα Παρθένος, τῶν ἐκλεκτῶν ἡ δόξα, καύχημα τῶν παρθένων, πρός τόν Υἱόν μεθίσταται». Καί σέ ἄλλο ὕμνο ὁ ποιητής λέγει: «Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ὑπάρχουσα, καί τῶν Χερου-βίμ ἐνδοξοτέρα, καί πάσης κτίσεως τιμιωτέρα· ἡ δι’ ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα, τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη, ἐν ταῖς τοῦ Υἱοῦ χερσί, σήμερον τήν παναγίαν παρατίθεται ψυχήν…».
Ὁ ἱερός Δαμασκηνός μπροστά στό «παράδοξο θαῦμα» τῆς Κοιμήσεως τῆς Παρθένου, ἐρωτᾶ καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος μέ δυό ὑπέρο-χους ὕμνους του, μέ τούς ὁποίους ὑμνεῖ τήν Παναγία καί συγχρόνως διδάσκει καί ἐνισχύει κάθε πιστό. Στόν πρῶτο ἐρωτᾶ μέ πολύ εὐλά-βεια τήν Παρθένο καί λέγει: «Ἐκ σοῦ ζωή ἀνατέταλκε, τάς κλεῖς τῆς παρθενίας μή λύσασα· Πῶς οὖν τό ἄχραντον, ζωαρχικόν τέ σου σκήνωμα, τῆς τοῦ θανάτου πείρας γέγονε μέτοχον;». Καί στό δεύ-τερο ὕμνο του ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος μέ ἐρώτηση: «Εἰ ὁ ἀκατάληπτος ταύ-της καρπός, δι’ ὅν οὐρανός ἐχρημάτισε, ταφήν ὑπέστη, ἑκουσίως ὡς θνητός. Πῶς τήν ταφήν ἀρνήσεται, ἡ ἀπειρογάμως κυήσασα;».
Ἄν ὁ εὐλογημένος καρπός τῆς κοιλίας τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἰησοῦς, διά τόν ὁποῖον ἡ Παναγία ἔγινε Οὐρανός καθαρότητος, ἐδοκίμασε τήν τριήμερη ταφή ἀφοῦ καταδέχθηκε νά γίνει θνητός πρόσκαιρα μέ τή θέλησή Του, ἡ Μητέρα Του, πού ἀξιώθηκε νά Τόν γεννήσει μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἀπειράνδρως καί ἀσπόρως», πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ τήν ταφή; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς Κορινθίους ὅτι «ὥσπερ ἐν τῷ Ἀδάμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καί ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» καί πάλι ὅτι «οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καί ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα· δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανα-σίαν». Ἐάν αὐτός ὁ λόγος ἰσχύει γιά κάθε πιστό, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τήν Θεοτόκο, πού ἀξιώθηκε νά δεχθεῖ στήν παναγία της ψυχή ὅλο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως δέν ἦταν δυνατόν νά παραμείνει τό ἄφθαρτο σῶμα τῆς Θεοτόκου στόν τάφο. Ὁ Προφήτης Δαβίδ πρίν ἀπό αἰῶνες μέ τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶδε τή Μετάσταση τῆς Θεοτόκου καί τή δόξα της στά δεξιά τοῦ Υἱοῦ της καί εἶπε: «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Καί ὁ ὑμνο-γράφος στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως γράφει: «Τήν ἐν πρ-σβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκίσας ἀειπάρ-θενον».
Ὁ Κύριος ἐτίμησε τήν Παναγία Μητέρα Του. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά τήν καλέσει κοντά Του, ἔστειλε καί πάλι τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ νά τῆς ἀναγγείλει, τρεῖς μέρες πρίν ἀπό τήν Κοίμηση, τό χαρούμενο αὐτό γεγονός. Συγχρόνως μέ τό παντοδύναμο νεῦμα Του ἐκάλεσε γύρω της τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του νά κηδεύσουν τό ἄχραντο σῶμα της. Ὁ ὑμνωδός τῆς ἑορτῆς ἑμηνεύςι πῶς τό παντοδύναμο νεῦμα τοῦ Θεοῦ συνήθροισε τούς Ἀποστόλους: «Τῇ ἀθανάτῳ σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ τῆς ζωῆς, νεφέλαι τούς Ἀποστόλους αἰθερίους διήρπαζον· καί κοσμικῶς διεσπαρμένους, ὁμοχώρους παρέστησαν τῷ ἀχράντῳ σου σώματι…».
Μαζί μέ τούς Ἀποστόλους, κατά τήν παράδοση, ἦταν καί ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος, ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος καί ἄλλοι Ἱεράρχες. Κατά θεία οἰκονομία ἀπουσίαζε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἡ Παναγία τούς ἀποχαιρετᾶ ὅλους, προσεύχεται γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου, καί ἀνακλί-νεται στό νεκροκρέββατο πού εἶχε μόνη της ἑτοιμάσει. Παραδίδει στόν Υἱό της τήν ἁγία της ψυχή. Οἱ Ἀπόστολοι ἐσήκωσαν τό νεκροκρέββατο καί μέ ὕμνους καί ἐπιτάφια ἐγκώμια ἐκήδευσαν στή Γεθσημανῆ τό ἄχραντο σῶμα τῆς Παναγίας, μέ τή συνοδία Ἀγγέλων. Μετά ἀπό τρεῖς μέρες ἦλθε, σύμ-φωνα μέ τήν παράδοση, ὁ Θωμᾶς καί λυπημένος πού δέν ἀξιώθηκε νά δεῖ καί ἐκεῖνος, ὅλα ὅσα εἶδαν καί ἄκουσαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι καί νά προσκυνήσει τό ἄχραντο σῶμα τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου, παρεκάλεσε καί ἄνοιξαν τόν τάφο. Ἀλλά μέ θαυμασμό καί ἀπορία ὅλοι τους ἀντίκρυσαν τόν τάφο ἀδειανό. Ὁ τάφος δέν μπόρεσε νά κρατήσει στά σπλάγχνα του τήν Μητέρα τῆς ζωῆς. Ὁ Υἱός της παρέ-λαβε στά οὐράνια τήν ψυχή καί τό ἀπαφθαρτισμένο σῶμα της.
Ἡ προετοιμασία ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως στὰ Ἱεροσόλυμα ἔγινε μὲ μία ἑορτὴ γύρω ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Κάθισμα» τῆς Θεοτόκου. Πρόκειται περὶ μιᾶς τοποθεσίας τρία μίλα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὴν Βηθλεέμ31, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ ἀπόκρυφη παράδοση τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου σχετικά μὲ τὴ Θεοτόκο32. Ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης ἀναφέρει ὅτι, κατὰ τὸν 5ο αἰώνα στὸ «Κάθισμα» αὐτὸ ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου33, ὁ δὲ Θεόδωρος Πέτρας (βιογράφος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου) μαρτυρεῖ περὶ «μνήμης τῆς Θεοτόκου», ἡ ὁποία ἐτελεῖτο «ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ» γύρω ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο ναό34. Οἱ ἑορτολογικὲς ἐξελίξεις ἐμφανίζονται καταιγιστικὲς ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανὸς (450-457 μ.Χ.) ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου στὴν Γεθσημανῆ35. Τρία ἔτη μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ 460 μ.Χ., ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ἑορτασμὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὶς 15 Αὐγούστου καὶ στὸ συγκεκριμένο ναὸ36 καὶ ἐκτοπίζεται ἡ παλαιὰ θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ «Καθίσματος»37. Ἡ ἐπισημοποίηση τοῦ ἑορτασμοῦ κατὰ τὶς 15 Αὐγούστου στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπισυμβαίνει περὶ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., διὰ διατάγματος τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.)38, τὸ ὁποῖο περιέβαλε μὲ νομικὴ ἰσχὺ μία μακραίωνη θεομητορικὴ παράδοση.
16 Αὐγούστου
† Ἡ ἐν τῷ ναῷ τῆς Πηγῆς τοῦ ἁγιάσματος ἐξάντλησις καί αὖθις ἀνάδοσις.
Ἡ ἑορτή τελεῖται σέ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τῆς ἐξαντλήσεως καί τῆς ἀναδόσεως πάλι τοῦ ἁγιάσματος στό ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν μεγάλου σεισμοῦ.
17 Αὐγούστου
† Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τοῖς Ἀρματίου.
31 Αὐγούστου
† Ἡ κατάθεσις τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408 μ.Χ.) ἀνεκόμισε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα τήν Τίμια Ζώνη τῆς Ὑπε-ραγίας Θεοτόκου, πού φυλασσόταν μέχρι τόν καιρό ἐκεῑνο μαζί μέ τόν Τίμιο Χιτώνα τοῦ Κυρίου ἀπό κάποια γυναίκα παρθένο, καί τήν τοποθέτησε σέ λαμπρή θήκη, τήν ὁποία καί ὀνόμασε Ἁγία Σορό. Μετά παρέλευση τεεσσάρων αἰώνων, ὁ βασιλέας Λέων Στ΄ ὁ Σοφός (886-912 μ.Χ.), χάριν τῆς ἄρρωστης γυναίκας του Ζωῆς, ἄνοιξε τήν Ἁγία Σορό, καί ἡ βασίλισσα ἀνέκτησε τήν ὑγεία της, ὅταν ὁ Πατριάρχης ἔθεσε τήν Ἁγία Ζώνη ἐπ’ αὐτῆς.
Ἡ Ἁγία Ζώνη βρέθηκε νεοῢφαντη, ἀπαστράπτουσα, ἔχοντας σφραγίδα μέ χρυσή βούλα, καί κωδίκελλο πού παρουσίαζε μέ λε-πτομέρεια τό χρόνο, τήν ἴνδικτο, καί τήν ἡμέρα πού προσκομί-σθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνακαίνισις τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τῷ Νεωρίῳ.
Ὁ ἀρχικός ναός τῆς Παναγίας εἶχε ἀνεγερθεῖ κατά τούς χρό-νους τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας καί τοῦ υἱοῦ της Μιχαήλ (830-856 μ.Χ.) καί ἀνῆκε στόν πατρίκιο Ἀντώνιο. Αὐτός κάτω ἀπό τό ναό εἶχε κατασκευάσει λουτρό, γιά ἰδιωτική χρήση, τό ὁποῖο μέ θεία χάρη προσέλαβε ἰαματική δύναμη, ὥστε πολλοί πιστοί νά προσέρχονται σέ αὐτό καί νά θεραπεύονται. Μετά τό θάνατο τοῦ Ἀντωνίου, ὁ ναός παραμελήθηκε καί ἐρημώθηκε, καί ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανός Α΄ ὁ Λεκαπηνός (920-944 μ.Χ.) διέταξε τήν κατεδάφισή του καί τή χρη-σιμοποίηση τῶν ὑλικῶν σέ ἄλλη οἰκοδομή. Ἡ Θεοτόκος ὅμως ἐμφα-νίσθηκε στόν ἐπιστάτη τῆς κατεδαφίσεως, τήν ὥρα πού ἐκεῖνος κοι-μόταν, καί εἶπε πρός αὐτόν ὅτι ἔπρεπε ὁ αὐτοκράτορας νά ἀνακαι-νίσει τόν ναό. Αὐτός ἔσπευσε καί ἀνακοίνωσε τό ὅραμα στόν αὐτο-κράτορα, ὁ ὁποῖος διέταξε τήν ἄμεση ἀνακαίνιση τοῦ ναοῦ καί μέ χρυσόβουλο καθόρισε ἐτήσια χορηγία γιά ἀξιοπρεπή διατήρησή του. Γιά νά μήν ἐγκαταλειφθεῖ στή συνέχεια προσάρτησε αὐτόν, ὡς μετό-χι, στή μονή τοῦ Ραίκτορος κοντά στήν Χρυσούπολη.
1 Σεπτεμβρίου
† Ἀνάμνησις τοῦ θαύματος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τῇ μονῇ Μιασηνῶν.
Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῶν Μιαση-νῶν ἐρρίφθηκε στή λίμνη τῆς Γαζουροῦ39 γιά νά μήν τή καταστρέ-ψουν οἱ εἰκονομάχοι. Μετά ἀπό πολλά χρόνια, ἀνεφάνη ἄσπιλη ἀπό τά νερά τῆς λίμνης μέ θαυματουργικό τρόπο καί κατατέθηκε στή Μονή. Ἡ Σύναξη αὐτῆς ἐτελεῖτο «ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις καί ἐν τοῖς Οὐβρικίου».
6 Σεπτεμβρίου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τό Δεύτερον ἐν τῷ οἴκῳ τῆς Ἁγίας Ἄννης40.
8 Σεπτεμβρίου
† Τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Ὅταν ὁ δημιουργός Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά ἔργα ἀγαθά, γιά νά ἀναγνωρίζει μόνο Αὐτόν καί νά ἐνεργεῖ τό θέλημά Του, τόν φθόνησε ὁ διάβολος. Καί πρῶτα παραπλάνησε τόν Ἀδάμ, ἀφοῦ τόν ἐξαπάτησε μέ τή γυναίκα του Εὔα. Στή συνέχεια ἔπεισε καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους νά ἐγκαταλείψουν τόν Θεό, καί νά προσκυνοῦν τά εἴδωλα. Σπλαχνιζόμενος, λοιπόν, ὁ Θεός τό πλάσμα Του, ἔδωσε το Νόμο καί τούς Προφῆτες, καί ἀπέστειλε τόν Υἱό Αὐτοῦ τόν Μονογενή, γιά νά λυτρώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό θάνατο καί τήν ἁμαρτία. Πρός ἐκπλήρωσιν τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας εὐδόκησε ὁ Θεός νά γεννηθεῖ ἡ Παναγία πού ἐπρόκειτο νά γεννήσει τόν Κύριο, ἀπό τούς Ἁγίους Θεοπάτορες Ἰωακείμ καί Ἄννα. Σέ αὐτούς πού προσεύχονταν, ὁ Θεός ὑποσχέθηκε νά δώσει καρπόν κοιλίας.
Ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου μαρτυρεῖται στὸ Πρω-τευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου41. Σύμφωνα μὲ παλαιὰ παράδοση, ἡ πατρικὴ οἰκία τῆς Θεοτόκου στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία ἐγεν-νήθηκε, βρισκόταν κοντὰ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα τῆς Βη-θεσδά, στὴν πύλη εἰσόδου τῶν ποιμνίων στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου συντελέστηκε τὸ θαῦμα θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ (Ἰω. 5, 1-19). Ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι γνωστὴ καὶ κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν μήτηρ Θεοῦ ἐν ἁγίᾳ προβατικῇ»42. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., στόν τόπο τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας ἐκτίσθηκε μία Ἐκκλησία χωρὶς σχέση μὲ τὴν Θεοτόκο43. Ἕναν αἰώνα ἀργότερα, στὸ ναὸ αὐτὸ ἄρχισε νὰ τιμᾶται τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, λόγῳ τῆς ἐγγύτητάς του μὲ τὴν πατρικὴ οἰκία τῆς Θεοτόκου, ὁπότε καὶ μαρτυρεῖται ὡς ναὸς τῆς «Κυρίας Θεοτόκου»44. Ἡ συνάφεια τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἐμπερικλείει καὶ μία μετα-φορικὴ ἀναλογία, ἐφ’ ὅσον ἡ ἐν λόγῳ κολυμβήθρα ἀποτελοῦσε πηγὴ ἰάσεων, ἐνῶ ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας45. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱεροσολυμιτικὴ ἔναρξη τῆς ἑορτῆς, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Κώδικας Τιμίου Σταυροῦ 40 (10ος αἰ.)46. Η ἑορτὴ εἰσήχθη στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό τά Ἱεροσό-λυμα47. Ἡ πρώτη μαρτυρία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εὑρίσκεται στὸ Πασχάλιον Χρονικόν48. Φαίνεται ὅτι εἰσηγητὴς τῆς ἑορτῆς στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρξε ὁ Αγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ ὁποῖος ἔφθασε ἐκεῖ τὸ 685 μ.Χ. προερχόμενος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τόπο γενέσεως καὶ ἰσχύος τῆς ἑορτῆς49.
1 Ὀκτωβρίου
† Ἡ Ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς ἔγινε μέ ἀφορμή τήν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος σέ ὅραμα μέσα στό ναό τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κων-σταντινούπολεως τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-911 μ.Χ.). Τό ὅραμα αὐτό εἶδαν δύο μοναχοί, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διά Χριστόν σαλός, καί ὁ φίλος του Ἐπιφάνιος πιθανῶς λίγο πρό τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου (936 μ.Χ.). Στό κεφάλαιο 24ο τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἀναφέρεται τό γεγονός τῆς ὀπτασίας τῆς Θεοτόκου. Στό ναό ταῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν, στήν Κωνσταντινούπολη, ἐτελεῖτο ὁλονύκτιος ἀγρυπνία καί οἱ πιστοί μέ ὕμνους καί προσευχές δοξολογοῦσαν τόν Κύριο. Κατά τή διάρκεια τῆς ἱερᾶς ἀγρυπνίας καί περί τήν τετάρτη ὥρα τῆς νυκτός, οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καί Ἐπιφάνιος εἶδαν μεγαλο-πρεπή γυναίκα νά προχωρᾶ ἀπό τήν Ὡραία Πύλη μέ συνοδεία Ἀγγελικῶν Δυνάμεων, Προφητῶν (Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος), Ἀποστόλων (Ἰωάννης ὁ Θεολόγος) καί Ἁγίων. Πολλοί Ἅγιοι προπορεύονταν μέ λευκές στολές ψάλλοντες ἱερούς ὕμνους. Ἡ γυναίκα αὐτή ἐγονάτισε καί μέ δάκρυα στά μάτια προσευ-χόταν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα. Μετά προχώρησε πρός τό Θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε γιά τό λαό, ὁ ὁποῖος ἦταν συναγ-μένος στό ναό. Κατόπιν ἔβγαλε τό μαφόριο πού εἶχε στήν κεφαλή της καί ἐσκέπασε τόν παρευρισκόμενο λαό. Οἱ μοναχοί ἔβλεπαν ὑπεράνω τοῦ λαοῦ τό ἁπλωμένο μαφόριο τῆς Θεοτόκου, πού ἔλαμπε, ὡς ἀστρα-πή, καί ἦταν ἕνα σημεῖο τῆς παρουσίας τῆς Θεομήτορος. Μετά τήν ἀναχώρησή της ἡ Θεοτόκος ἐπῆρε μαζί της τό μαφόριο καί ἄφησε στή θέση του τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά προστατεύει τό λαό Του. Τήν ἐποχή ἐκείνη, ὡς εἶναι γνωστό, οἱ Χριστιανοί στό Βυζάντιο ἀντιμετώπιζαν τίς ἐπιβουλές τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὅταν ἐνίκησαν τίς ἐχθρικές αὐτές δυνάμεις, ἑόρτασαν τήν ἑορτή τῆς Σκέπης τῆς Θεοτόκου, ἐκφράζοντες τήν εὐγνωμοσύνη τους γιά τή βοήθεια καί τήν προστασία της. Ἡ μετάθεση τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπό τήν 1η Ὀκτωβρίου κατά τήν 28η Ὀκτωβρίου, στήν Ἑλλάδα, ἔγινε τό 1952 μέ απόφαση τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος.
21 Νοεμβρίου
† Μνήμη τῆς ἐν τῷ ναῷ εἰσόδου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει την ἡμέρα αὐτή τήν εἴσοδο τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου, τῆς Παναγίας μας, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Γράφει, μέ ἀφορμή τήν ἑορτή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλα-μᾶς: «Ἐπειδή ἡ Παναγία εἶχε ἔνοικη τή θεοειδῆ χάρη παραπάνω ἀπό ὅλους, ἔπρεπε νά τήν ἀξιώσει τό ἀνώτερο ἀπό ὅλους, νά τήν εἰσαγάγει στά ἅγια τῶν ἁγίων καί… δέν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καί μόνο στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλά καί κατά κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπό τό Θεό σέ συνοίκηση μέ Αὐτόν γιά ὄχι ὀλίγα ἔτη· ὥστε ἔτσι στόν κατάλληλο καιρό ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονές καί νά δοθοῦν γιά ἀΐδια κατοίκια σέ ὅσους πιστεύουν στήν παράδοξη γέννα της… Ἔτσι λοιπόν καί γι᾽ αὐτούς τούς λόγους ἀπετέθη δικαί-ως σήμερα στά ἅγια ἄδυτα σάν θησαυρός τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη πού ἐξελέγη ἀνάμεσα στούς ἐκλεκτούς ἀπό αἰῶνες, πού ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων».
Στήν ὀρθόδοξη πίστη τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀπο-στολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό «χάραγμα» καί τό «σκῆπτρον τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἅγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως). Καί ἐνῶ «γυναῖκες λέγονται ἄπειροι καί ἀνθρω-ποτόκοι ἀμέτρητοι καί παρθένοι μύριαι πλεῖ-σται καί Μαρίαι εἰσί» γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ζωή, «κυρίως καί ἀληθῶς, μόνον καί ἰδιώτατον καί κυριώτατον καί σημαντικώτατον ἐστι τῇ ἁγίᾳ ἀχράντῳ καί ἀειδόξῳ Παρθένῳ ὄνομα τό Θεοτόκος» (Λεοντίου Βυζαντίου, Κατά Νεστοριανῶν). Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τή σημασία τῆς σωτηρίας πού μᾶς ἑτοιμάσθηκε διά τῆς Θεοτόκου, ἀποδίδουμε μέ ὅλη τή δύναμή μας τήν εὐχαριστία καί τόν ὕμνο καί ἀναφωνοῦμε μαζί μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ: «Πραγματικά, ἄν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα πού ἀνα-φέρεται στό σημερινό εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιά λίγο τούς σωτη-ριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τό μακαρισμό καί τήν εὐχαριστία στήν Μητέρα Αὐτοῦ, ὑψώνοντας τήν φωνή της ἀπό τόν ὄχλο καί λέγον-τας πρός τό Χριστό: «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία πού σ᾽ ἐβάστασε καί οἱ μαστοί πού ἐθήλασες» (Λουκ. 11, 27), ἐμεῖς πού ἔχουμε κοντά μας γραμμένα ὅλα τά λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καί ὄχι μόνο τά λόγια, ἀλλά καί τά θαύματα καί τά παθήματα καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἔγερση τῆς φύσεως μας ἀπό τούς νεκρούς καί ἀνάληψή της ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωή καί ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δέν θ᾽ ἀνυμνήσουμε καί μακαρίσουμε ἀδιαλείπτως τή Μητέρα Τοῦ Χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, Τοῦ Δοτῆρος τῆς ζωῆς…».
Ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων μνημονεύεται στὸ Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου50, στὸ ὁποῖο περιγράφεται πῶς ἡ Παρθένος ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸ τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας της στὸ ναό, ὅπου καὶ ἔμεινε ἕως τὸ δωδέκατο ἔτος. Τὰ Εἰσόδια ἦσαν γνωστὰ ὡς γεγονὸς στὴν ἐκκλη-σιαστικὴ παράδοση προφανῶς ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, ἑορτὴ ὅμως εἰς ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δὲν μαρτυρεῖται κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες. Ὁ Αγιος Ἀνδρέας Κρήτης ὑπῆρξε ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἑορτῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ δεδομένη μάλιστα τὴν ἐπισήμανση τοῦ Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως (ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ.) ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων ἦταν «ἀρτιύμνητη»51, δηλαδὴ νεοσύστατη . Ἡ καθολικὴ ἐπικράτησή της ἐπισυμβαίνει τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Α΄ Κομνηνὸς (1143- 1180) τὴν καθιερώνει ὡς ἡμέρα ἀργίας.
8 Δεκεμβρίου
† Ἀνάμνησις ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις.
9 Δεκεμβρίου
† Ἡ σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης, μητρός τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχε νά ἐπιδείξει ἡ ἀνθρωπότητα τόσους αἰῶνες ἐντοπίζεται ἀναμφισβήτητα στό πρόσωπο τῆς πανάμωμης Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Γι’αὐτό καί ἡ πατερική διδασκαλία ἀφιέρωσε μέ περισσή εὐλάβεια μεγάλο μέρος τῆς πνευματοκίνητης συγγραφικῆς προσφορᾶς της σέ μιά θεόπνευστη προσέγγιση τῶν μεγαλείων τῆς Παναγίας καί ἰδιαίτερα στή συμβολή της στό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Μόνο πού καί ἡ Ἁγία Γραφή διεκδικεῖ τό μερίδιό της σ’ αὐτή τήν προσφορά, μέ τό θεόκλητο ὄνομα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, πού συντίθεται ἀπό τά ἀρχικά τῶν ὀνομάτων πέντε γυναικῶν τῆς Π. Διαθήκης· τά χαρίσματά τους στόν ὕψιστο βαθμό συγκέντρωνε ἡ Παναγία τῶν Χαρίτων ὁ στέφανος, κατά τόν ἅγ. Ἀνδρέα Κρήτης. Ἡ Παρθένος καί προφήτιδα Μαριάμ, ἀδελφή τοῦ Μωϋσῆ προεικονίζει τήν ἀειπάρθενο Κόρη, πού προφήτευσε τήν μελλοντική της δόξα στήν Ἐλισάβετ. Ἡ ὡραία Ἀσυνέθ, γυναίκα τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ, προτυπώνει τήν Κεχαριτωμένη νύμφη τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τή Μητέρα τήν Ἀνύμφευτη τοῦ ὡραίου κάλλει παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ σεμνότητα καί ἡ ταπείνωση τῆς Ρεβέκκας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰακώβ, ἀπηχεῖ στά βάθη τῶν αἰώνων τήν ταπείνωση τῆς Παναγίας, πού σ’ αὐτήν ἐπέβλεψε ὁ Θεός καί τήν ἐξέλεξε ὡς εὐλογημένη ἀνάμεσα στίς γυναῖκες γιά νά γίνει στήν ἄσπορη γαστέρα της ἄνθρωπος. Ἔτσι σάν ἄλλη Ἰουδίθ ἡ Παναγία συνέτριψε τήν κεφαλή τοῦ νοητοῦ Ὁλοφέρνη τοῦ ἀρχέκακου Διαβό-λου, καί ἀναδείχθηκε προστασία φοβερά καί ἀκαταίσχυτος τῶν ἀνθρώπων. Τέλος, ἀντί τῆς Ἄννας πού ἐγέννησε τόν Προφήτη Σαμουήλ, τό στήριγμα τοῦ Ἰσραηλητικοῦ λαοῦ, ἡ Πανάχραντος Θεοτό-κος έγέννησε τόν Σωτήρα τοῦ νέου Ἰσραήλ τῆς χάριτος.
Ἄννα ἐξ ἄλλου σημαίνει Χάρη. Ἡ στείρωση τῆς προφήτιδος Ἄννας δηλωνει τήν στειρότητα τῶν ἀνθρώπινων καρδιῶν, πρίν φα-νερωθεῖ ὁ Θεάνθρωπος. Αὐτή ἡ στειρότητα καταλύθηκε στό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας πού καλλιέργησε σέ ἄφθαστο βαθμό τό θεο-πόθητο ἦθος τῶν ἀρετῶν καί σάν Κεχαριτωμένη γέννησε τόν Χριστό, πού ἔλυσε τά δεσμά αὐτῆς τῆς στειρότητος. Ἔτσι ἔγινε συναίτιος τῆς παγκόσμιας ἀπολύτρωσης καί τοῦ ἁγιασμοῦ, ἔμψυχος παράδεισος, πού γέννησε τόν Χριστό καί τροφοδοτεῖ μέ τή χάρη της ὅλη τήν Ἐκκλησία. Τροφοδοτεῖ μέ τή Χάρη τήν ὁποία βρῆκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως τῆς φανέρωσε ὁ Εὐαγγελιστής Ἀρχάγγελος καί ὅπως ἐκστατικά τό ἐξυμνεῖ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἰεροσολύμων: «Μή φοβᾶσαι Μαριάμ, γιατί βρῆκες ἀπό τόν Θεό τήν ἀθάνατη Χάρη (τήν ὑπέρλαμπρη, τήν περι-λάλητη, τήν ὑπέρφωτη, τήν ἀξόδευτη, τήν σωτήρια, τήν αἰώνια). Αὐτήν πού κανείς δέν τήν εἶδε… κανείς δέν μπόρεσε νά τή δεχθῆ. Βέβαια πρίν ἀπό σένα, ὑπῆρξαν ἄλλοι πολλοί ἅγιοι, ἀλλά κανένας τους ὡσάν ἐσένα, δέν χαριτώθηκε (δέν μακαρίσθηκε, δέν καθαγιάσθηκε, οὔτε δοξάσθηκε, οὔτε ὑπερυψώθηκε, ὅπως ἐσύ)… κανένας δέν πλησίασε τό Θεό οὔτε δέχθηκε τοῦ Θεοῦ τή χάρη σάν ἐσένα. Ξεπερνᾶς ὅλα ὅσα θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι εἶσαι ἀνώτερη ἀπό ὅλα μαζί τά δῶρα πού ἔδωσε ὁ Θεός σέ ὅλους».
Οἱ πρῶτες μαρτυρίες τελέσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Συλλήψεως ἀνάγονται στὰ τέλη τοῦ 7ου- ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ.52. Ἔκτοτε, ἡ ἑορτὴ διαδόθηκε εὐρύτατα, μὲ ἀποκορύφωμα τὸ 12ο αἰώνα, ὅταν ἐπὶ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ ἔλαβε ἐπίσημο κρατικὸ χαρα-κτήρα53. Τὸ ἀρχαιότερο ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς εἶναι ὁ Λόγος εἰς τὴν Σύλληψιν τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἰωάννου μοναχοῦ καὶ πρεσβυτέρου Εὐβοίας (8ος αἰ.)54. Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐξιστοροῦνται τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀτεκνία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, μὲ τὴν ἀπόρ-ριψη τῶν δύο ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ περιβάλλον τους λόγῳ τῆς ἀτεκνίας τους, μὲ τὴ θερμὴ προσευχὴ τοῦ καθενὸς σὲ διαφορετικὸ τόπο, καθὼς καὶ μὲ τὴν πληροφόρηση τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε. Ὁ Εὐθύμιος Κωνσταντινουπόλεως (†917 μ.Χ.) ἀποκαλεῖ τὴν ἑορτὴ τῆς Συλλήψεως ὡς «πρώτη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες», ὡς «πρόξενο τῆς σωτηρίας» μας καὶ ὡς «πάταξη» τοῦ «ὄφεως», ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀναιρέσεως τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος55.
26 Δεκεμβρίου
† Ἡ Σύναξις καί ἡ εἰς Αἴγυπτον φυγή τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Ὅταν οἱ Μάγοι προσκύνησαν τόν Χριστό, ἀναχώρησαν γιά τήν πατρίδα τους, χωρίς νά περάσουν ἀπό τό βασιλέα Ἡρώδη. Τότε Ἄγγελος Κυρίου ἐφάνηκε σέ όνειρο στόν Ἰωσήφ καί τοῦ εἶπε νά πάρει τό παιδί μέ τή μητέρα Του καί νά φύγει στήν Αἴγυπτο56. Καί ἔμειναν ἐκεῖ, μέχρι πού ἀπέθανε ὁ Ἡρώδης, γιά νά ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο πού λέχθηκε διά τοῦ Προφήτου Ὠσηέ: «Ἐξ Αὐγύπτου ἐκάλεσα τόν υἱόν μου»57. Μετά τή φυγή τοῦ Κυρίου στήν Αἴγυπτο, ὁ Ἡρώδης ἀπέστειλε στρατιῶτες καί θανάτωσαν ὅλα τά παιδιά πού ἦταν στήν Βηθλεέμ καί τά περίχωρά της, ἀπό ἡλικίας δύο ἐτῶν καί κάτω, διότι ἐφοβόταν ὅτι ὁ Χριστός θά τοῦ στεροῦσε τή βασιλεία. Ἡ φυγή τοῦ Κυρίου στήν Αἴγυπτο, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, φράσσει καί τά στόματα τῶν αἱρετικών. Διότι, ὅπως γράφει, ἐάν δέν ἔφευγε ὁ Κύριος καί φονευόταν ἀπό τόν Ἡρώδη, δεν θά εἶχε συντελεσθεῖ ἡ σωτηρία τῶν ανθρώπων. Ἐάν πάλι τόν συνελάμβαναν καί δέν φονευ-όταν, θά ἔλεγαν πολλοί ὅτι δέν ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο κατά δόκηση καί φαντασία. Ἔπειτα, ἡ φυγή αὐτή φανερώνει ἄλλη μιά φορά, ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά ματαιώσει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος διακρατεῖ στά χέρια Του τήν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Πεντηκοστάριον
Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου
† Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς ἐπιλε-γομένης «Ζωοδόχος Πηγή».