«Αν κάνει κάποιος κάτι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οπωσδήποτε θα συναντήσει πειρασμό. Γιατί σε κάθε καλό που γίνεται ή προηγείται ή ακολουθεί πειρασμός» (Αββάς Δωρόθεος).
Οι άνθρωποι, όταν κάνουμε καλό στην ζωή μας, συχνά αισθανόμαστε ότι βρίσκουμε τον μπελά μας. Δεν είναι αρκετές οι καλές προθέσεις μας. Δεν εκτιμώνται, συχνά ούτε και από αυτούς στους οποίους κάνουμε το καλό, διότι η διάρκειά του είναι πρόσκαιρη, οι ανάγκες συνεχίζουν να υφίστανται και αυτός που ζητά κάτι, θα ζητήσει περισσότερα, με αποτέλεσμα να μην αναπαύεται και στο τέλος να αισθάνεται και παραπονεμένος και απογοητευμένος από αυτόν που του προσφέρει. Άλλοτε πάλι, κάνοντας το καλό, θίγονται εκείνοι οι οποίοι περίμεναν να εκμεταλλευτούν τις δυσκολίες αυτού που υφίσταται το καλό και μένουν ανικανοποίητα τα συμφέροντα ή οι επιθυμίες τους. Έτσι, όποιος βοηθά, αποκτά, ταυτόχρονα, και εχθρούς. Άλλοτε ο πειρασμός ενσπείρει μάταιους λογισμούς σε όσους σχετίζονται μαζί μας. Προσφέρουμε κάτι στο ένα παιδί μας, ζηλεύει το άλλο. Έτσι, φτάνουμε στο σημείο να λέμε, κάποτε απογοητευμένοι από την στάση των άλλων, ότι όταν κάνουμε το καλό στενοχωριόμαστε κιόλας, ενώ όταν κάνουμε το κακό ή αδιαφορούμε, είμαστε ήσυχοι. Οι πονηροί προκόβουν.
Η ασκητική παράδοση της πίστης μας μάς υπενθυμίζει, ερμηνεύοντας στην πράξη τα λόγια του Χριστού ότι είναι στενή και τεθλιμμένη η οδός όσων επιδιώκουν την βασιλεία του Θεού, την αγάπη, την θυσία, την προσφορά, πως αν κάνει κάποιος κάτι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οπωσδήποτε θα συναντήσει πειρασμό. Διότι ο διάβολος πειράζει πρώτα όσους μπορούν να στενοχωρήσουν τον άνθρωπο του Θεού με προσχήματα ανούσια, εξουσιαστικά, ανταγωνιστικά ή επειδή εκλαμβάνουν το καλό που γίνεται στον άλλο ως πρόκριμά του αντ’ αυτών. Αλλά και όταν ο άνθρωπος παραιτείται από τα δικά του κοσμικά θελήματα και ακολουθεί το θέλημα του Θεού, κάτι που έχει κόστος, ο πειρασμός έρχεται να τον θλίψει, γεννώντας του το ανικανοποίητο. Οι δοκιμασίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την στέρηση της ζωής, της υγείας, των αγαθών, αλλά έχουν να κάνουν και με την στέρηση της αγάπης, με ένα αίσθημα εγκατάλειψης και μοναξιάς που ο πράττων το θέλημα του Θεού ζει στην πορεία του.
Είναι λύση να αρνιόμαστε το καλό, να μένουμε στον εαυτό μας, μόνο και μόνο διότι θα προηγηθούν ή θα ακολουθήσουν πειρασμοί;
Προφανώς και όχι. Η αγάπη θέλει κόπο. Η αγάπη έχει κόστος. Χρειάζεται να επιμένουμε, ιδίως όταν γνωρίζουμε ότι το θέλημα του Θεού έγκειται στην σωτηρία των ανθρώπων, στην αποφυγή της συντριβής τους, στην άρση του σταυρού τους με την βοήθεια Κυρηναίων. Το κακό πρόσκαιρα επικρατεί. Το θέλημα του Θεού θα φανερωθεί οριστικά στο τέλος του καθενός μας. Αν θυμηθούμε την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, θα διαπιστώσουμε ότι ο πλούσιος δεν κατακρίθηκε από τον Θεό γιατί είχε χρήματα, αλλά γιατί δεν αγάπησε, δεν πρόσφερε, δεν στήριξε τον φτωχό συνάνθρωπο. Θέλει υπομονή στον πειρασμό, όταν έχει γίνει αυτό που ο Θεός ζητά. Όταν έχει φανερωθεί η αλήθεια. Το να κοιμόμαστε με ήρεμη συνείδηση ότι βοηθήσαμε, ότι ακούσαμε το Ευαγγέλιο και το εφαρμόσαμε στην ζωή μας, ότι προσευχόμαστε και για όσους μας θλίβουν είναι κλειδί. Ας το μάθουμε και στα παιδιά μας.