ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ: Σήμερα η φράση «Μη μου άπτου» χρησιμοποιείται για ανθρώπους πολύ ευαίσθητους σωματικά ή και ψυχικά και συνήθως για άτομα που προσβάλλονται ή παρεξηγούνται εύκολα. Πρόκειται, όμως, για μία χριστιανική φράση που ακούστηκε από τα χείλη του Κυρίου προς τη Μαρία Μαγδαληνή, όταν πλησίασε να τον αγγίξει μετά την Ανάστασή Του.

Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος:

«Το γυναικείο φύλο διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο για την λεπτότητα των αισθημάτων του και έχει μεγαλύτερη τάση προς οίκτο. Αυτό το λέγω, για να μην απορήσεις, γιατί τέλος πάντων, η Μαρία θρηνούσε πικρά στον τάφο, ενώ ο Πέτρος δεν έκανε κάτι παρόμοιο…

Οι μαθητές, λοιπόν, έφυγαν για να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα, ενώ εκείνη στάθηκε κοντά στον τάφο. Ήταν μεγάλη παρηγοριά να βλέπει το μνήμα.

Να, την κοιτάζεις, που σκύβει και θέλει να δη τον τόπο όπου βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί; Γι’ αυτό και έλαβε μεγάλο μισθό, γι’ αυτήν την μεγάλη φροντίδα της.

Γιατί εκείνο που δεν είδαν οι Μαθητές, το είδε πρώτη η γυναίκα. Είδε δηλ. δύο Αγγέλους, να κάθονται ο ένας προς το μέρος των ποδιών και ο άλ­λος προς το μέρος της κεφαλής, με λευκή ενδυμασία και το πρόσωπο γεμάτο από πολλή φαιδρότητα και χαρά».

Από την εμφάνιση των δύο Αγγέλων η Μα­ρία μένει έκπληκτη, θαμπωμένη από το …παράδοξο θέα­μα.

«Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητείς;» Την ρω­τούν.

Και αυτά τα είπαν, κατά κάποιον τρόπον σαν να την επέπλητταν:

«Γιατί κλαις, αφού τόσα είδες; Ακόμη φοβείσαι και δεν μπορείς να εννοήσης τίποτε υψηλότερο; Ακό­μη αμφιβάλλεις και διστάζεις; Ποιον ζητείς; Εκείνον που ηγέρθη; Που αναστήθηκε; Βλέπεις Αγγέλους να κάθονται μέσα στον τάφο και εσύ ακόμη πιστεύεις, ό­τι εσύλησαν το Σώμα; Ποιος μπορεί να κλέψη Βασι­λέα που φρουρείται από αγγελική φρουρά»;

Και εκείνη λέγει:

Πήραν τον Κύριό μου από το μνημείο, και δεν γνωρίζω πού τον έβαλαν. (Κατά Ιωάννη Κ’, 13).

Αυτό που είπε προηγουμένως στους Αποστόλους, αυτό λέγει και στους Αγγέλους.

«Αλλ’ ω της καλής καρτερίας! Ω της επαινετής πολυπραγμοσύνης! Ου παρείδεν αυτήν ο ποθούμενος. Ουκ αφήκε τη απιστία βυθίζεται ο ζητούμενος. Αλλά τον ζέοντα πόθον ιδών, αυτομάτως εφιστάται» (Θεοφ. Κεραμέως Ομιλία ΛΕ’, εις το όγδοον εωθινόν).

Τότε, στράφηκε πίσω η Μαρία και βλέπει τον Ιη­σού! Πώς εστράφη ξαφνικά προς τα πίσω, ενώ μιλού­σε με τους Αγγέλους; Από την όψη και το βλέμμα των Αγγέλων, από την έκπληξή τους και την στάση τους, μόλις αντίκρυσαν τον Κύριο.

Γυρίζει και αυτή προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού. Και εκείνος την ρωτάει:

Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητείς; (Κατά Ιωάννη Κ’, 15).

Δεν Τον αναγνωρίζει ακόμη. Τα μάτια της «εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν» (Κατά Λουκά ΚΔ’, 16), ό­πως έγινε με τους δύο Μαθητές που βάδιζαν προς την Εμμαούς.

Ίσως δεν Τον αναγνώρισε αμέσως, επειδή τα μάτια της θάμπωσαν από το πολύ κλάμα και δεν έ­βλεπε καθαρά. Ίσως ακόμη δεν είχε φέξει καλά η μέ­ρα. Ίσως, διότι έτσι ο ίδιος ο Ιησούς οικονόμησε, εμ­φανιζόμενος με την πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία, ώστε να τον νομίση για κηπουρό.

Και του λέγει:

Κύριε, εάν εσύ τον πήρες στα χέρια σου, πες μου που τον έχεις τοποθετήσει, κι εγώ θα τον πάρω από ε­κεί.

Ω της γυναικείας αγάπης!

«Ω της ευνοίας και φιλοστοργίας της γυναικός!» (Ιωάννης Χρυσόστο­μος). Και η απάντηση;

Το άκουσμα του ονόματός της από το γλυκύ στόμα του Κυρίου: «Μαρία!».

Στρέφε­ται, λέγει, αυτή τότε και συγκλονισμένη από το άκου­σμα, αυθόρμητα απαντά:

«Ραββουνί» δηλ. Διδάσκαλε.

Ο Θεός Λόγος, που γνωρίζει και βλέπει τους διαλογι­σμούς και τις καρδιές των ανθρώπων, δεν την αφήνει να βασανίζεται άλλο. Φώτισε τον νου της, φώτισε τους οφθαλμούς της να δη και να κατανόηση ποιος εί­ναι αληθινά αυτός που της μιλά. Σπεύδει τότε να αγκαλιάση και να ασπαστή τα πόδια του Κυρίου.

Αλ­λά Αυτός την αποτρέπει και της λέγει: «Μη μου άπτου. ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου·» (Κατά Ιωάννη Κ’, 17). «πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και είπε αυτοίς· αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Κατά Ιωάννη Κ’,17).

Στάσου μακριά. Μη με εγγίζεις. Επειδή ήτο ακόμη η Μαρία ατελής κατά το φρόνημα, και Τον αναζητούσε στον Τάφο ως άνθρωπο, θέλει να α­νυψώση το φρόνημά της, ώστε να μην τον νομίζη πλέον άνθρωπο, αλλά και Θεό.

«Μη με πλησίασης, μη με αγγίξης». Δεν φέρω πλέον το ίδιο φθαρτό σώ­μα, την σάρκα της παχύτητος και της φθοράς. Το Σώ­μα αυτό δεν μπορείτε να το πλησιάσετε και να το αγ­γίξετε.

«Επειδή η διάνοιά σου δεν ήγγισε το ύψος του σχετικά μ’ εμέ μυστηρίου, ότι ενώ είμαι Θεός, τώ­ρα βλέπομαι σε σώμα, και μάλιστα θεοειδές, γι’ αυτό μη μ’ εγγίζεις».

Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικώς:

«Ας μη ζητήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζη. Ο Κύριος απωθεί όποιον τον ζητεί μ’ αυτόν τον τρόπον, λέγοντάς του μη μου άπτου. Όταν ανεβώ στον Πατέρα μου τότε θα σου επιτρέπεται να με αγγίζης.

Θέλει να πη μην αποτυπώσης στην πίστη σου την σωματική και δουλική μορφή μου, αλλά να λατρεύης αυτόν που βρίσκεται στην δόξα του Πατέρα και υπάρχει με την μορφή του Θεού και που είναι Λό­γος του Θεού.

Το Μη μου άπτου μπορεί να σημαίνει και την νοητή προσέγγιση και επαφή. Διότι (η Μαρία) ήθελε να ερευνήσει πώς οικονομήθηκε το Μυστήριο της Α­ναστάσεως. Την απομακρύνει και την αποθαρρύνει α­πό τέτοιου είδους ερωτήσεις και είναι σαν να της λέγει, μην ερευνάς και θέλεις να εξετάσεις αυτά που εί­ναι πάνω από τις δυνάμεις σου και τα μέτρα σου.

Για­τί ακόμη δεν μπορείς να ανεβείς και να φθάσεις σε τέ­τοιου είδους μυσταγωγία.

Επειδή «Δεν ανέβηκα ακό­μη προς τον Πατέρα μου, ώστε κι εσάς να σας ελκύ­σω και να σας ανεβάσω στην υψηλότερη θεωρία και γνώση που θα γίνει με την κάθοδο σ’ εσάς του Αγίου Πνεύματος».

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σουΣχόλια (0)

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.