Διαβάζουμε στον βίο του οσίου Νύφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής.
ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: -Πες μου, πάτερ, σε παρακαλώ, και κάτι άλλο: Για ποιο λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τους δικαίους; Γιατί τους περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι είναι εκείνοι που τους τιμούν.
-Πολύ συμφέρει τους δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση των ανθρώπων. Τους ταιριάζει, θα έλεγα, όπως ταιριάζουν στον ουρανό τ’ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, που κέρδισε πενήντα στεφάνια σε μια μέρα από τις κακολογίες των άλλων.
-Και με ποιο τρόπο τα κέρδισε; Ρώτησε απορημένα ο αδελφός.
-Άκουσε! Ο άνθρωπος αυτός έμενε στα Βούκολα. Ήταν επιφανής και αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στους συνανθρώπους του και όλους τους αγαπούσε σαν άγγελος του Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τον πονηρό κι άρχισαν ν’ αντιπαθούν τον ευρεγέτη τους σαν να ήταν κακούργος. Άλλοι έλεγαν πως είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης και άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τη συνήθεια ο διάβολος να διασύρει τους αγίους με το στόμα των αμαρτωλών ανθρώπων.
Ο άνθρωπος, όμως, για τον οποίο μιλάω, ακούγοντας τις συκοφαντίες αυτές χαιρόταν ειλικρινά και ευχαριστούσε τον Θεό. «Κύριε», έλεγε, «δείξε το έλεός Σου σ’ όσους με μισούν, με συκοφαντούν, με διασύρουν. Κανένας απ’ τους αδελφούς να μην πάθει κακό για μένα τον αμαρτωλό, ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην άλλη. Σύντριψε, όμως, και αφάνισε τους πονηρούς δαίμονες, που τους ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δεν αποστράφηκες εμένα τον βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα και πρόστρεξα στην ευσπαλχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι και να μην αποστραφείς τώρα κι αυτούς, που κατηγορούν τον αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγίασέ τους με το έλεός Σου και σκέπασέ τους με την αγαθότητά Σου».
Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι’ αυτούς που τον μισούσαν και τον κακολογούσαν. Και κοίταξε τι θαυμαστό γινόταν. Όσες φορές τη μέρα βίαζε τον εαυτό του και προσευχόταν για τους εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου και τοποθετούσε στο κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι. Ευλογια Θεού αυτό, βέβαια, δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τον στεφάνωσε αόρατα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός να κακολογούνται και να εξουθενώνονται οι ενάρετοι, για ν’ αυξήσουν έτσι τα στεφάνια τους και τα βραβεία τους και τους ουράνιους μισθούς τους.
-Ωστόσο, όπως είπα και πριν, πάτερ, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ’ άλλους ανθρώπους αρέσκουν και σ’ άλλους όχι.
-Πρόσεξε, παιδί μου, και θα σου το εξηγήσω με μερικά παραδείγματα. Δεν βλέπεις που ο Θεός στέλνει βροχή, και δεν αρέσει σε όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε το ένα και άλλοι το άλλο. Ο ένας λέει: «Δόξα σοι ο Θεός! Θα ποτιστεί η γη». Ο άλλος αντίθετα: «Κακό που μας βρήκε! Πάει η σοδειά!». Αν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από την παγωνιά, λένε με παράπονο: «Αχ, γιατί να κάνει ο Θεός τόσο κρύο;». Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τη θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται, και θέρμανση και χοντρά ρούχα και κρασί και ζεστό ψωμί και κρέατα και καθετί που αναπαύει το σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι με την πολλή ζέστη. Τότε λένει μερικοί: «Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει, ούτε ψύλλους ούτε κοριούς». Και, κοντολογής, άλλοι προτιμούν το χειμώνα σαν υγιεινόετρο, άλλοι την άνοιξη σαν γλυκύτερη, άλλοι το καλοκαίρι σαν θερμότερο.
Αλλά γιατί στα λέω όλα αυτά; Φτάνει μόνο να σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε με τους αχάριστους Εβραίους και τους ευεργέτησε με μύρια καλά· δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε, πόρνες συνέτισε, με λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε και τόσα άλλα έκανε, για τα οποία φθαρτός άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει. Και για όλα τούτα ποια ήταν η ανταμοιβή του Κυρίου μας; Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, η μαστίγωση, τα φτυσίματα και στο τέλος η σταύρωση! Αν, λοιπόν, ο Πλάστης μας δεν άρεσε σ’ όλους τους ανθρώπους, πως θα τους αρέσει ο δίκαιος συνάνθρωπός τους;
Ξέρεις, παιδί μου, ότι ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε που ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στη γη. Και παρόλο που δεν έκανε το παραμικρό κακό στον αδελφό του Κάιν, αυτός σκοτισμένος από τον πονηρό, τον φθόνησε και τον σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, αν τότε, που υπήρχαν μονάχα δυό αδέλφια στη γη, ο δίκαιος Άβελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τον ανθρώπινο φθόνο, θα μπορέσει κανείς σήμερα ζώντας ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (Σοφ. Σειρ. 2, 1).
Ένας Ασκητής Επίσκοπος – Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής, σσ. 91-94, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπος Αττικής 2004.