Το 1991 επισκέφθηκε ο Γέροντας το Άγιον Όρος μαζί με κάποια πνευματικά του παιδιά. Όταν επέστρεψαν, τον ρώτησαν μερικοί για τις εμπειρίες του από εκεί.
Τους είπε, και τον ρώτησαν σε ποιο Μοναστήρι από αυτά που πήγε ευχαριστήθηκε. Εκείνος απάντησε ότι ευχαριστήθηκε σε δύο μέρη: στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας, όπου είδε τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη κατά την ημέρα της πανήγυρής του και του μίλησε, αλλά και κοντά στον πατέρα Αρτέμιο (κελί Αγίου Νικολάου της Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου).
– Ο παπά-Αρτέμιος έδειξε αγάπη. Ο Χριστός είναι αγάπη! Κανείς άλλος δεν με ξεκούρασε.
Εκεί, στον Πατέρα Αρτέμιο, φιλοξενηθήκαμε, μιλήσαμε, κάναμε χαρά.
Μία φορά, είχε πάει ο Γέροντας και δύο πνευματικά του παιδιά σε ένα Μοναστήρι, για να προσκυνήσουν, αφού διαπίστωσε ότι ο Ηγούμενος έλειπε – δεν ήθελε να γίνει γνωστός εκεί. Μετά από αρκετή ώρα, όταν ξεκίνησαν να φύγουν, είδε έναν Μοναχό, ο οποίος έκοβε άρτους.
– Πεινάμε, του είπε. Έχετε κάτι να μας δώσετε να φάμε;
– Δεν μπορώ να σας δώσω, Πάτερ μου, απάντησε εκείνος γιατί δεν είναι ο Γέροντάς μου εδώ και δεν έχω ευλογία.Ναι, αλλά εμείς πεινάμε, επέμενε ο Γέροντας με πόνο.
– Δεν μπορώ να σας δώσω, συνέχισε ο άλλος ανένδοτος.
Στην επιστροφή, είπε ο Γέροντας:
– είχε μέσα πολλά ψωμιά και άρτους και δεν έδωσε. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Αυτό δεν δείχνει φιλανθρωπία. Επίτηδες το έκανα εγώ, για να δω τη στάση του.
– Γέροντα, άμα γίνει πόλεμος με τους Τούρκους, τι θα κάνουμε;
– Ο πόλεμος σήμερα δεν γίνεται με όπλα. Εμάς πάντοτε ο Θεός μας βοηθάει και η Παναγία είναι με το μέρος μας.
– Ναι, Γέροντα, αλλά οι Τούρκοι είναι πιο πολλοί από εμάς.
– Ας είναι! Την ψυχή του Έλληνα, που έχει τον Χριστό και την Παναγία δίπλα οδηγό, τη φοβούνται όλοι.
– Για πες μου, παιδί μου, μπορεί ένας άνθρωπος να τα βάλει με τετρακόσιους;
– Αδύνατον, Γέροντα.
– Όταν έχει τη Χάρη του Θεού, μπορεί να τα βάλει και με τετρακόσιους και με όλο τον κόσμο.
Γι’ αυτό θα ζητάς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και ο πειρασμός θα φεύγει. Έτσι είναι ο «άλλος», έχει δύναμη ίση με τετρακόσιους. Αλλά ο Θεός τον κρατάει σαν ένα σκυλί με αλυσίδα.
Του αφήνει λίγο χαλαρή την αλυσίδα, για να μας δοκιμάζει μέχρι το όριο που αντέχουμε, και, όταν βλέπει ότι εμείς δεν μπορούμε άλλο, τη σφίγγει την αλυσίδα και το γυρνάει. (σελ. 54)
Κάποια φορά, ο Γέροντας «είχε φύγει» από το σώμα του. Όταν επέστρεψε, μετά από ώρες, είπε τι είδε και που πήγε:
– Έλειπα από το πρωί, δεν ήμουνα εδώ. Είχα φύγει από τον κόσμο αυτό, είχα πάει στον άλλο κόσμο.
– Γέροντά μου, μέχρι που πήγες;
– Μέχρι την πόρτα (του Παραδείσου).
– Πώς ήταν αυτή η πόρτα, μεγάλη, μικρή;
– Ο μισός Ουρανός είναι η πόρτα. Αλλά είναι μικρή για τους κακούς, ενώ για τους καλούς είναι ανοιχτή παντοτινά. Εκεί μέσα είναι και ψάλλουν εκατομμύρια Άγγελοι. Να ακούσεις αυτή την ψαλμωδία … δεν λέγεται. Το μυαλό σου χάνεται. Άμα ακούσεις τους Αγγέλους να ψάλλουν, θα σε πάρει ένα νέφος και θα σε ανεβάζει επάνω και συ θα κοιτάζεις και μόνο θα ακούς θα αλλοιωθείς τελείως ψυχικά και δεν θα θυμάσαι κανένα πράγμα της γης.
– Τους είδες, Γέροντα;
– Εγώ δεν μπήκα ούτε στην πόρτα. Απ’ έξω τους έβλεπα και τους κοίταζα και άκουγα τις ωραίες φωνές. Λέω: «Θεέ μου, μη με στερήσεις από τη μεγάλη αυτή χαρά». Γιατί, άμα φτάσει το μυαλό σας στην πόρτα εκεί, θα ακούσετε μιά ψαλμωδία, που δεν έχει γίνει ποτέ εδώ στον κόσμο.
Οι Άγγελοι, βλέπεις, είναι ασώματοι, δεν έχουν την ίδια υφή που έχουμε εμείς. Είναι τόσο γλυκείς και δυνατοί που, άμα ακούσεις χίλιους Αγγέλους να ψάλλουν, χαλάει ο κόσμος από την ακοή που γίνεται με την ψαλμωδία. Λες: «Τι είναι αυτό»; Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα, μ’ ακούς; Αλλά βλέπεις ότι είναι άλλα, αυτά είναι αγγελικά και οι Άγγελοι είναι αιώνιοι, δεν είναι προσωρινοί. Δεν είναι κράτος πού ζούνε πεντακόσια, χίλια χρόνια και μετά να πεθαίνουν. δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι αιώνιοι. Εκεί, λοιπόν, είναι κάποιοι που λάμπουν σαν τον ήλιο, όπως η Παρθενία (η πρώην ηγουμένη της Μονής Δαδίου).
– Γέροντα, λέγονται κάποιες φορές ιστορίες δυσάρεστες για μερικούς μοναχούς στο Άγιον Όρος. Τι γνώμη έχεις;
– Παιδί μου, οι μοναχοί είναι άνθρωποι. Υπάρχουν και καλοί και κακοί. Εμείς θα έχουμε πυξίδα στη ζωή μας τους καλούς, σαν τον Γέροντα Παΐσιο, τον Γέροντα Πορφύριο, τον Γέροντα Ιάκωβο. Δεν είμαστε άξιοι να κρίνουμε κανέναν, ούτε τους κακούς. Μπορεί ένας αμαρτωλός να πει αύριο ένα «ήμαρτον» και να τον συγχωρήσει ο Θεός και να πάει πιο γρήγορα στον Παράδεισο από σένα. Γι’ αυτό, μην κρίνεις.
– Γιώργο, να κάνεις προσευχή στον Κύριο να σου δείξει την Κόλαση, όχι τον Παράδεισο, μπας και σωθείς.
– Γέροντα, εσείς την έχετε δει;
– Ναι. Με πήρε Άγγελος Κυρίου και με πήγε, και είδα πως είναι η Κόλαση. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται εκεί κάτω. Νομίζουνε όλοι ότι αυτά είναι παραμύθια.
Την Ελλάδα ο Θεός την έχει σπίτι δικό Του. Η Ελλάδα είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου. Είμαστε ευλογημένοι. Αλλά οι κυβερνήτες τα μπερδεύουν μερικές φορές. Οι κυβερνήτες πρέπει να είναι χριστιανοί εν επιγνώσει, γιατί αλλιώς μπερδεύουν το κράτος.
Κατάληψις της Ελλάδος από ξένο κράτος δεν θα γίνει ποτέ! Τόση δύναμη δίνει στην Ελλάδα ο Κύριος τον καιρό του πολέμου, που δεν λέγεται. Δεν θα έρθουν αυτοί μέσα. Το σώμα της Ελλάδος δεν μπορεί να το πάρει κανένα κράτος και να το πάει όπου θέλει. Είναι από πάνω γραμμένα αυτά, δεν είναι από ανθρώπους.
Μη φοβάσαι τίποτα! Ξέρεις τι δυνάμεις έρχονται από ψηλά; Δεν τις βλέπεις εσύ. Μη φοβάστε τίποτα!