1. Ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς διηγηθῶ τὴ θαυμαστὴ καὶ λαμπρὴ πολιτεία τοῦ θαυμαστοῦ καὶ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ διατελέσαντος ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλης τῶν Σολίων Αὐξιβίου. Γιατὶ πρῶτος αὐτός, σὰν λαμπρὸς ἥλιος, ἀνέτειλε στὴν πόλη αὐτή, φωτίζοντας μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς θείας διδασκαλίας του ὅσους βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Αὐτὸς ἔλαμπε πάνω ἀπὸ τὴν πόλη αὐτή, ὅπως φέγγει στὸ σκοτάδι ἕνα λυχνάρι γεμᾶτο μὲ θεϊκὸ λάδι, μέχρι τὴ στιγμή, ποὺ ὁ Χριστὸς φώτισε τοὺς κατοίκους της καὶ σὰν Αὐγερινὸς ἀνέτειλε στὶς καρδιές τους.

2. Ἀλλὰ συγχωρέστε με, σᾶς παρακαλῶ. Γιατὶ ἐγώ, καθὼς εἶμαι καὶ στὸν λόγο καὶ στὴ γνώση ἀδύνατος, θεώρησα ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο, ἐνῶ ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὰ θαυμαστὰ ἔργα, νὰ σᾶς διηγηθῶ μόνο λίγες ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου, ὅπως τὶς ἄκουσα καὶ τὶς διδάχθηκα ἀπὸ ἄνδρες προχωρημένης ἡλικίας· ὅπως γράφει καὶ ἡ Θεία Γραφή: Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ τὸ μάθει καὶ τοὺς μεγαλύτερούς σου καὶ θὰ σοῦ τὸ ποῦν. Ἂς ἀρχίσουμε, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀφήγηση.

3. Ὁ Αὐξίβιος καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγαλούπολη τῶν Ρωμαίων. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ στὸ θρήσκευμα εἰδωλολάτρες, ἀπέκτησαν δὲ δύο υἱούς, τὸν μακάριο Αὐξίβιο καὶ τὸν ἀδελφό του, τὸν Θεμισταγόρα. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἦταν πολὺ χαριτωμένος. Ἦταν πρᾶος ὅπως ὁ Μωυσῆς καὶ σώφρων στοὺς λογισμούς του ὅπως ὁ μακάριος Ἰωσὴφ καὶ γενικά, καθὼς μεγάλωνε, στολιζόταν μὲ κάθε εἴδους ἀρετή. Ὁ πατέρας του ἀκόμη τὸν μόρφωσε μὲ ὅλη τὴ θύραθεν παιδεία.

4. Ὅταν ἔφτασε στὴ νόμιμη ἡλικία, οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν νυμφεύσουν. Αὐτός, ὅμως, ἐπειδὴ εἶχε ἔνθεο νοῦ, ἀκέραιο λογισμὸ καὶ ἐνάρετη ζωή, ἔφερνε ἀντιρρήσεις. Γιατὶ ἄκουε ὅσα λέγονταν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶχε πόθο νὰ γίνει χριστιανός. Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ γονεῖς του, ἀγανάκτησαν μαζί του καί, ὁ μὲν πατέρας του τὸν ἐξανάγκαζε νὰ προχωρήσει σὲ γάμο μὲ ἀπειλές, ἐνῶ ἡ μητέρα του τὸν συμβούλευε νὰ τὸ κάνει μὲ τὶς κολακεῖες της.

5. Βλέποντας ὁ μακάριος Αὐξίβιος, ὅτι αὐτή τους ἡ ἐπιλογὴ ἦταν παγίδα καὶ ἐμπόδιο στὴ δική του ἀγαθὴ ἐπιλογή, θέλησε νὰ ἀναχωρήσει κρυφὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ διατράνωσε τὴν ἀπόφασή του, χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τίποτα, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καί, κατεβαίνοντας στὸ λιμάνι, βρῆκε ἕνα πλοῖο, τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ἀποπλεύσει πρὸς τὰ ἀνατολικά. Κι ἔτσι, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα, παίρνοντας μόνο λίγα χρήματα μαζί του γιὰ λόγους διατροφῆς, μπῆκε στὸ πλοῖο.

6. Ἀφοῦ ἀπέπλευσαν ἀπὸ τὴ Ρώμη, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔφτασαν στὴ Ρόδο. Ἀπὸ ἐκεῖ, διασχίζοντας τὸ πέλαγος τῆς Παμφυλίας, ἔφτασαν στὴν Κύπρο, καὶ κατέπλευσαν σὲ κάποια κώμη μὲ τὸ ὄνομα Λιμνήτης, ποὺ ἀπεῖχε περίπου τέσσερα ρωμαϊκὰ μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Σολίων. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καθοδηγοῦσε τὸν μακάριο Αὐξίβιο πρὸς σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, παρέμεινε γιὰ κάποιο χρόνο στὸν Λιμνήτη γιὰ νὰ συνέλθει, γιατὶ ἦταν πολὺ ζαλισμένος ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ὀλιγοψύχησε.

7. Στὴν Κύπρο, τότε, ἦλθε καὶ ὁ Βαρνάβας, ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του, ἀφοῦ ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν καρδιά. Μαζί του, μάλιστα, εἶχε λάβει καὶ τὸν Μᾶρκο, καὶ κατέπλευσαν στὴ Λάπηθο. Ἔπειτα, περιερχόμενοι ὅλο τὸ νησί, ἔφτασαν στὴ Σαλαμίνα, τὴ σημερινὴ Κωνσταντία, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μᾶρκος. Ἐκεῖ βρῆκαν τὸν Ἡρακλείδη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ, τὸν ὁποῖο, ἀφοῦ ἀναγνώρισαν, δίδαξαν πῶς πρέπει νὰ κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἱδρύει ἐκκλησίες καὶ νὰ χειροτονεῖ τοὺς λειτουργούς τους. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἀσπάστηκαν, τὸν ἀπέστειλαν στὸν προορισμό του μὲ εἰρήνη. Ὅταν δὲ ὁ Βαρνάβας ὁλοκλήρωσε τὸν δικό του δρόμο καὶ ἀγωνίστηκε τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς πίστης καὶ στέφθηκε μὲ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου στὴν Κωνσταντία, οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι ἀναζητοῦσαν καὶ τὸν Μᾶρκο, γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὁ Μᾶρκος, ὅμως, διέφυγε καὶ τὸν καταδίωξαν μέχρι τοὺς Λέδρους (σημ. Λευκωσία). Βρίσκοντας ἐκεῖ μιὰ σπηλιά, μπῆκε μέσα καὶ ἔμεινε κρυμμένος γιὰ τρεῖς μέρες. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καί, περνώντας μέσα ἀπὸ τὰ βουνά, ἦρθε στὸν Λιμνήτη. Μαζί του ἦταν ὁ Τίμων καὶ ὁ Ρόδων.

8. Ὅταν ἔφτασαν στὴν κώμη τοῦ Λιμνήτη, συνάντησαν τὸν μακάριο Αὐξίβιο, ὁ ὁποῖος πρόσφατα εἶχε φτάσει ἐκεῖ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ὅταν, λοιπόν, συναντήθηκαν, ρώτησε ὁ Μᾶρκος τὸν Αὐξίβιο: «Ἀπὸ ποιά πόλη κατάγεσαι;» Αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἀπὸ τὴ μεγάλη πόλη τῆς Ρώμης, καὶ ἔχω ἔλθει ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνω χριστιανός.» Ὁ ἀπόστολος, βλέποντας ὅτι εἶχε πόθο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅτι ἦταν ἄνδρας πιστὸς καὶ λόγιος, τὸν κατήχησε ἐπαρκῶς. Καί, ἀφοῦ τὸν δίδαξε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, κατέβηκε στὴν πηγὴ καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν τὸν βάπτισε, ἐπέθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἔπειτα τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο καί, ἀφοῦ τὸν δίδαξε πῶς πρέπει νὰ κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἔστειλε στὴν πόλη τῶν Σολίων, δίνοντάς του τὶς ἑξῆς ὁδηγίες: «Ἐπειδὴ ἡ πόλη εἶναι γεμάτη εἴδωλα καὶ οἱ κάτοικοι δὲν δέχτηκαν ἀκόμη τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων, νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω: Κανεὶς νὰ μὴ μάθει γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὅτι εἶσαι χριστιανός, ἀλλὰ νὰ ὑποκριθεῖς ὅτι ἀσπάζεσαι τὴ θρησκεία τους. Καί, καθὼς περνᾶ ὁ καιρός, νὰ ἀρχίσεις νὰ τοὺς μιλᾶς συγκεκαλυμμένα σὰν σὲ νήπια, προσφέροντάς τους γάλα, ὥσπου νὰ ὡριμάσουν πνευματικὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ πάρουν στέρεη τροφή.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ περισσότερα ὁ ἀπόστολος στὸν Αὐξίβιο, τὸν χαιρέτησε καὶ ἀναχώρησε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Μᾶρκος, βρίσκοντας κάποιο πλοῖο αἰγυπτιακό, ἀνέβηκε σ᾽αὐτὸ (μὲ τὴ συνοδεία του), ἀπέπλευσαν καὶ ἔφτασαν στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ κήρυττε τὸ εὐαγγέλιο καὶ δίδασκε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

9. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἔφυγε ἀπὸ τὸν Λιμνήτη καὶ κατὰ τὴν πορεία του ζητῶντας διαρκῶς ὁδηγίες ἔφτασε στοὺς Σόλους. Κοντὰ στὶς πύλες τῆς πόλης, πρὸς τὰ δυτικά, ὑπῆρχε ἕνας ναὸς τοῦ Δία, τοῦ ψεύτικου θεοῦ τους, στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε καὶ ἕνας ἱερέας. Καθὼς λοιπὸν περνοῦσε ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο, τὸν εἶδε ὁ ἱερέας τοῦ Δία ὅτι ἦταν ξένος, τὸν πῆρε στὸ σπίτι του, τὸν φιλοξένησε μὲ καλοσύνη καὶ τοῦ ἔκανε τὸ τραπέζι. Ὁ Αὐξίβιος, λοιπόν, τὴ μέρα ἐκείνη ἔμεινε κοντά του. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ ἱερέας τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ γιὰ ποιό λόγο ἦλθες στὰ μέρη μας;» Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος τοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἐπειδὴ ὅμως μοῦ παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νὰ μεταβῶ στὴν Παλαιστίνη, ἔφθασα καθοδὸν στὸν Λιμνήτη καί, μαθαίνοντας ὅτι ἡ διαμονὴ στοὺς Σόλους εἶναι καλὴ καὶ ἔτσι ζητώντας ὁδηγίες, ἔφθασα ἐδῶ καὶ σκοπεύω νὰ μείνω μετὰ χαρᾶς. Ἀλλά, ἂν θέλεις νὰ μὲ βοηθήσεις, ἄφησέ με νὰ μείνω κοντά σου, μέχρι νὰ βρῶ τόπο, γιὰ νὰ κατοικήσω.» Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Μεῖνε, νὰ εἶσαι καλά.»

10. Ἔμεινε, λοιπόν, σ᾽ἐκεῖνο τὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν τοῦ Διὸς γιὰ ἀρκετὸ καιρό, χωρὶς νὰ φανερώσει ὅτι εἶναι χριστιανός, ἀλλὰ ὑποκρινόταν ὅτι ἀσπαζόταν τὴ θρησκεία τους, σκεπτόμενος μέσα του: «Ἐὰν ὁ διάβολος μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ παρασύρει πρὸς τὸν ἑαυτό του ὅσους τὸν πιστέψουν καὶ νὰ τοὺς μεταφέρει ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι λέγοντάς τους ὡραῖα καὶ πλαστὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ὑπηρέτες του, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τοὺς ὁμοιοπαθεῖς μ᾽ ἐμᾶς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους καὶ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς μεταθέσουμε στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ;» Αὐτὰ σκεπτόμενος καὶ πράττοντας ὁ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ Αὐξίβιος, ἔμενε στὸν προαναφερθέντα τόπο.

11. Ἀφοῦ πέρασαν λίγες μέρες, ὁ μακάριος Αὐξίβιος λέει στὸν ἱερέα: «Ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι, ἀδελφέ.» Αὐτὸς τοῦ ἀπαντᾶ: «Πές μου». Καὶ τοῦ λέει: «Γιὰ ποιό λόγο λατρεύετε ὡς θεοὺς πράγματα, ποὺ εἶναι ξύλα καὶ πέτρες; Παρόλο ποὺ ἔχουν στόμα, ἐντούτοις δὲν μιλοῦν, ἂν καὶ ἔχουν μάτια δὲν βλέπουν, ἂν καὶ ἔχουν αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε καὶ οὔτε μποροῦν νὰ ὀσφρανθοῦν τὴ θυσία ποὺ τοὺς προσφέρετε. Αὐτὸς ὅμως, τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ λατρεύουν, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅπως ἔχω ἀκούσει ἀπὸ κάποιους χριστιανούς. Διότι, ὅπως ἀκούω, κάνει πολλὰ θαύματα.» Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἱερέας, ἔνιωσε κατάνυξη ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Αὐξιβίου καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ στὸ ἑξῆς δεχόταν κατήχηση ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐξίβιο. Γιὰ ἀρκετὸ χρόνο ὁ Αὐξίβιος ἐνεργοῦσε μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: ἔμπαινε στὴν πόλη κρυφά, δίδασκε μυστικά, ἔβγαινε πάλι καὶ ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸν προαναφερθέντα τόπο τοῦ Δία.

12. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Αὐξίβιος ζοῦσε σ᾽ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος κήρυσσε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν πολλοί, ὁ Μᾶρκος ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη σὲ ἀναζήτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὸν βρῆκε, ὑποκλίθηκε μπροστά του καὶ ὁ Παῦλος τὸν δέχτηκε μὲ πολὺ μεγάλη χαρά. Τότε ὁ Μᾶρκος διηγήθηκε στὸν Παῦλο μὲ λεπτομέρειες τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Βαρνάβα καὶ μὲ ποιό τρόπο ὁλοκλήρωσε τὸν καλὸ δρόμο, μαρτυρώντας στὴ Σαλαμίνα. Τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Παῦλος δέχτηκε μὲ χαρὰ τὸν Μᾶρκο, τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, γράφοντας τὰ ἑξῆς στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του: «Σᾶς στέλλει χαιρετισμοὺς ὁ Μᾶρκος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα.» Ἀκόμα στὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του ἀναφέρει: «Πᾶρε τὸν Μᾶρκο καὶ φέρε τον μαζί σου, γιατί μοῦ εἶναι χρήσιμος σὲ ὑπηρεσία.» Ὁ Μᾶρκος ἔμεινε, λοιπόν, μὲ τὸν Παῦλο ὡς τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου.

13. Ὅταν ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Βαρνάβας κοιμήθηκε καὶ ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπόστολος στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ διδάσκει καὶ νὰ εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό, ἔστειλε τὸν Ἐπαφρᾶ, τὸν Τυχικὸ καὶ κάποιους ἄλλους στὴν Κύπρο, στὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ, τὸν Ἡρακλείδη, στὸν ὁποῖο ἔγραψε νὰ τοποθετήσει τὸν Ἐπαφρᾶ ἐπίσκοπο στὴν Πάφο, τὸν Τυχικὸ στὴ Νεάπολη καὶ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ διάφορες πόλεις. «Πήγαινε καὶ στὴν πόλη τῶν Σολίων», τοῦ ἔγραφε ἐπίσης, «καὶ ἀναζήτησε ἐκεῖ ἕνα Ρωμαῖο ἄνδρα, ποὺ ὀνομάζεται Αὐξίβιος. Αὐτὸν νὰ καταστήσεις ἐπίσκοπο τῶν Σόλων, ἀλλά, πρόσεξε, νὰ μὴν ἐπιθέσεις πάνω του τὰ χέρια σου προκειμένου νὰ τὸν χειροτονήσεις, γιατὶ ἔχει ἤδη ἀξιωθεῖ τῆς ἱερωσύνης, καθὼς χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μᾶρκο.»

14. Ὅταν ὁ μακάριος Ἡρακλείδης παρέλαβε τὴν ἐπιστολή, ποὺ τοῦ ἔστειλαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τὴ διάβασε, ἀμέσως χωρὶς καμμία καθυστέρηση ἔκανε ὅσα τοῦ ὑποδεικνύονταν. Κατέβηκε, λοιπόν, στὴν πόλη τῶν Σόλων, ἀναζήτησε τὸν μακάριο Αὐξίβιο καὶ τοῦ εἶπαν σὲ ποιό τόπο μένει. Βγαίνοντας τότε ἀπὸ τὴν πόλη, πῆγε στὸν τόπο τὸν καλούμενο τοῦ Διὸς καὶ τὸν βρῆκε ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἀσπάστηκε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὁ μακάριος Ἡρακλείδης, παίρνοντας πρῶτος τὸν λόγο, τοῦ λέει: «Αὐξίβιε, παιδί μου, κοντά σου μὲ ἔχουν στείλει οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι πότε θὰ κρύβεσαι σ᾽ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ δὲν θὰ ἐμφανίζεσαι; Μέχρι πότε θὰ κρύβεις τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸν μόδιο καὶ δὲν τὸ τοποθετεῖς ἐπιτέλους πάνω στὸν λυχνοστάτη τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ φωτίσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς πόλης; Ἔλα, λοιπόν, νὰ φωτίσεις ὅσους βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἔλα, νὰ γίνεις κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Μέχρι πότε θὰ κρύβεις τὸ τάλαντο, ποὺ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Κύριό σου; Κέρδησε ἑπταπλάσια ἀπὸ αὐτό, ποὺ ἔλαβες. Ἀγωνίσου κι ἐσύ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ ἀκούσεις (ἀπὸ τὸν Κύριο): Εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε! Ἀποδείχτηκες ἀξιόπιστος στὰ λίγα χαρίσματα ποὺ σοῦ ἔδωσα, γι᾽ αὐτὸ θὰ σοῦ δώσω πολλά. Δέν ἄκουσες αὐτό, ποὺ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι, ὅσοι σπέρνουν μὲ δάκρυα, θὰ χαίρονται στὸν θερισμό; Σπεῖρε, λοιπόν, στὴν τωρινὴ κακοχειμωνιά, γιὰ νὰ θερίσεις μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη. Μὴ φοβηθεῖς αὐτούς, ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλά, ἀντίθετα, αὐτόν, ποὺ μπορεῖ νὰ τιμωρήσει καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα στὴν κόλαση. Γιατὶ αὐτὸς εἶπε: ‘‘Σᾶς στέλλω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους’’. Ἀλλοῦ πάλιν λέει: ‘‘Ἀκόμα κι ὅταν σᾶς σύρουν στὰ δικαστήρια ἐνώπιον ἀρχόντων καὶ βασιλιάδων, μὴν ἀγωνιᾶτε γιὰ τὸ τί θὰ πεῖτε ἢ πῶς θὰ τὸ πεῖτε. Γιατὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ σᾶς φωτίσει τί θὰ πρέπει νὰ πεῖτε’’.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἡρακλείδης, πῆρε τὸν ὅσιο πατέρα Αὐξίβιο καὶ μπῆκαν στὴν πόλη. Καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε, χάραξε στὴ γῆ ἕνα σχεδιάγραμμα ἐκκλησίας, μικρῆς μὲν στὸ μέγεθος, ἀλλὰ μεγάλης μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν τοῦ δίδαξε ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ κανόνα, ὅπως τὸν εἶχε διδαχτεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, τὸν ἐμπιστεύτηκε στὸν Κύριο. Κι ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε, πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν πόλη του.

15. Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος ἀμέσως, χωρὶς καμμία καθυστέρηση, ἄρχισε νὰ οἰκοδομεῖ τὴν ἐκκλησία. Ὅταν τὴν τέλειωσε, μπαίνοντας μέσα καὶ πέφτοντας μπρούμυτα στὸ δάπεδο, ἄρχισε νὰ βοᾶ καὶ νὰ λέει μὲ δάκρυα: «Δέσποτα Θεὲ παντοκράτορα, ἐσύ, ποὺ δημιούργησες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ᾽ αὐτά, ἐσύ, ποὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο παίρνοντας χῶμα τῆς γῆς καὶ ποὺ τὸν τίμησες, δίνοντάς του την εἰκόνα Σου καὶ πού, ὅταν ἀπατήθηκε καὶ νεκρώθηκε ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, δὲν τὸν ἐγκατέλειψες ποτέ, ἀγαθέ, ἀλλὰ ἀπέστειλες σ᾽ ἐμᾶς τὸν Υἱό σου τὸν μονογενῆ, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐσύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πού, διὰ τοῦ Τιμίου σου Σταυροῦ νίκησες τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔδωσες δύναμη ἐξ ὕψους στοὺς ἁγίους σου ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἔδωσες ἐξουσία νὰ πατοῦν πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ νὰ κυριαρχοῦν πάνω σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, δυνάμωσε καὶ ἐμένα τὸν δοῦλο σου, καὶ δῶσε μου πολὺ θάρρος, νὰ κηρύττω ἄφοβα τὸν λόγο σου. Ἐμφύτευσε, Δέσποτα, στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ σου τὸν θεῖο φόβο σου. Φώτισέ τους μὲ τὴ χάρη Σου, ὥστε, ἀφοῦ ἀποδεσμευτοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ διαβόλου, νὰ γνωρίσουν Ἐσένα τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον, ποὺ ἔστειλες στὸν κόσμο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στεῖλε, Δέσποτα, τὸ Ἅγιο σου Πνεῦμα, νὰ κατοικήσει στὸν ἅγιο τοῦτο οἶκο, ποὺ οἰκοδομήθηκε στὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιο. Κράτησε αὐτὸ τὸν οἶκο στερεὸ στὴν πίστη σου μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Διότι, ἐσὺ εἶπες Κύριε: Πάνω σ᾽αὐτὴ τὴν πέτρα θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου καὶ δὲν θὰ τὴν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη. Φέρε, Κύριε, τὴν ποίμνη σου, ποὺ πλανήθηκε, πίσω στὴν ἁγία σου αὐτὴ μάνδρα, ἐσὺ ὁ καλὸς ποιμένας, ὁ ὁποῖος θυσίασες τὴ ζωή σου γιὰ χάρη τῶν προβάτων σου. Ἅπλωσε τὴν παντοδύναμή σου δεξιά, τὸν βραχίονά σου τὸν δυνατό καὶ φοβερὸ καὶ ἀόρατο, καὶ μὲ τὴ ράβδο τοῦ τιμίου σου σταυροῦ δίωξε τὸν αἱμοβόρο λύκο ἀπὸ τὴν ἀγέλη σου, Δέσποτα. Ὅσους ἔχουν πλανηθεῖ συγκέντρωσέ τους, γιὰ νὰ γίνει μία ποίμνη, ἕνας ποιμένας. Ὁδοποίησε δὲ καὶ γιὰ μένα τὸν δρόμο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος μὲ τὴν εὐσπλαχνία σου, μὲ τὸ νὰ ἁπλώνω τὸ χέρι μου καὶ νὰ ἐνεργοῦνται σημεῖα καὶ θαύματα, στὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, μὲ τὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο καὶ ἀθάνατό σου Πνεῦμα, σοῦ ἁρμόζει δόξα, τιμὴ καὶ κράτος, τώρα, καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων· ἀμήν.»

16. Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ δάπεδο, πῆγε σὲ δημόσιο χῶρο τῆς πόλης καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκει γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γύρω του τότε συγκεντρώθηκε πολὺς κόσμος, καί, παίρνοντας τὸν λόγο ὁ μακάριος Αὐξίβιος, τοὺς δίδασκε μὲ τὰ ἑξῆς: «Ἄνδρες, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε με καὶ πιστέψετε στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ὁποῖο σᾶς κηρύττω. Διότι αὐτὸς σώζει ὅλους ὅσοι πιστεύουν σ᾽ αὐτόν. Λάβετε φῶς γνώσεως Θεοῦ. Σηκῶστε ψηλὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας. Ἐγκαταλεῖψτε τὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, καὶ γνωρίστε τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν πάντων, αὐτόν, ποὺ μπορεῖ νὰ σώσει τὶς ψυχές σας.» Αὐτὰ διδάσκοντας καὶ κηρύσσοντας δημόσια, ἔπεισε πολλοὺς μὲ τὴν καλή του διδασκαλία, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μάταια πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστέψουν στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Τοῦ δόθηκε μάλιστα ἡ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ διώχνει δαιμόνια. Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα λοιπὸν αὐξανόταν ὁ κόσμος, ποὺ πίστευε στὸν Κύριο, καὶ βαπτίζονταν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅσοι μάλιστα εἶχαν ἀρρώστους, τοὺς ἔφερναν στὸν μακάριο Αὐξίβιο κι ἐκεῖνος ἀκουμποῦσε τὰ χέρια του ἐπάνω τους καὶ τοὺς θεράπευε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν τὰ ἔμαθαν αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τῶν περιχώρων, πήγαιναν στὴν πόλη, παίρνοντας μαζὶ τοὺς ἀσθενεῖς τους, καὶ τοὺς θεράπευε ὅλους μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἀχράντου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος. Αὐτοί, στὴ συνέχεια, πίστευαν καὶ βαπτίζονταν.

17. Ἦταν τότε κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὸ χωριό, ποὺ ἐκαλεῖτο Σολοποτάμιο, μὲ τὸ ὄνομα Αὐξίβιος. Αὐτός, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ τὸν μακάριο Αὐξίβιο, γιὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἀρετή του, πῆγε σ᾽ αὐτόν, πρόσπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «Πάτερ, δῶσε μου τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.» Ὁ δὲ τίμιος καὶ ὅσιος ἀρχιερέας τοῦ Χριστοῦ Αὐξίβιος, ἀντλώντας χωρία ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές, τὸν δίδαξε γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸν βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος. Ἔκτοτε, ὁ Αὐξίβιος ἀπὸ τὴ Σολοποταμία ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο πατέρα Αὐξίβιο ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καὶ διδασκόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔγινε δὲ κι αὐτὸς θαυμαστὸς ἄνδρας, προκόπτοντας στὴ σοφία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ καλοῦ διδασκάλου, πορευόμενος μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μιμούμενος τὸν διδάσκαλό του σὲ ὅλα.

18. Μιὰ μέρα ὁ Αὐξίβιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὰ ἀνατολικά, κατευθυνόμενος γιὰ τὸν τόπο, τὸν καλούμενο «τοῦ Ταρίχου», πρὸς ἀναψυχή. Καί, πηγαίνοντας κοντὰ σ᾽ ἕνα δέντρο, κάθισε στὴ σκιά του, καί, ξαπλώνοντας, κοιμήθηκε. Ξαφνικὰ πλῆθος μυρμήγκια σχημάτισαν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλή του, σὰν νὰ τὸν στεφάνωναν. Ἐρχόμενος λοιπὸν ὁ μακάριος Αὐξίβιος καὶ βλέποντας τοῦτο, θαύμασε. Καὶ κράτησε μέσα στὴν καρδιά του ὅλα αὐτά, ποὺ εἶδε. Γιατὶ τὰ μυρμήγκια σημαίνουν τὴ διέγερση τοῦ ὀκνηροῦ νοῦ πρὸς τὴν ἐπιθυμία ἀγαθῶν ἔργων, ὅπως λέει ὁ Σολομών: «Πήγαινε, τεμπέλη, στὸ μυρμήγκι, καὶ μιμήσου τὶς πράξεις του.» Κι ἐκεῖνο τὸ στεφάνι προμήνυε τὴν ἀξία τῆς ἱερωσύνης. Γιατὶ ὁ μαθητὴς ἐπρόκειτο νὰ καθίσει στὸν θρόνο τοῦ καλοῦ διδασκάλου καὶ ποιμένα. Καί, ἀφοῦ ξύπνησε τὸν μαθητή, μπῆκε στὴν ἐκκλησία. Κι ὁ μαθητὴς ὑπάκουε σὲ ὅλα στὸν διδάσκαλό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε ὅπως ὁ καλὸς δοῦλος τὸν κύριό του.

19. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος δὲν σταματοῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ μετάνοια τοῦ λαοῦ καὶ δίδασκε ἀδιαλείπτως. Ἔτσι, ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ προόδευε καὶ αὐξανόταν μέρα μὲ τὴ μέρα, ἐνῶ ἡ ποίμνη τοῦ ἐχθροῦ μέρα μὲ τὴ μέρα ἐλαττωνόταν.

20. Ὅταν τὰ πληροφορήθηκε αὐτὰ ὁ Θεμισταγόρας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου, πῆγε στοὺς Σόλους μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του, τὴ μακαρία Τιμώ. Ἦταν δὲ καὶ αὐτὴ θαυμαστὴ καὶ ἐνάρετη. Ἀφοῦ ἀνέβηκαν στὴν ἐκκλησία, ἀσπάστηκαν τὸν Αὐξίβιο καὶ χάρηκαν πολύ, ποὺ τὸν συνάντησαν. Παρέμειναν λοιπὸν στὸ ἐπισκοπεῖο καὶ διδάσκονταν ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐξίβιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς βάπτισε κατόπιν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χειροτόνησε δὲ διάκονο τῆς ἁγίας ἐκκλησίας τὸν μακάριο Θεμισταγόρα, καθὼς καὶ τὴ γυναίκα του διακόνισσα. Διότι, ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ἔλαβαν τὸ ἅγιο βάπτισμα, χώρισαν ἐκ συμφώνου μεταξύ τους ἀπὸ τὴ σαρκικὴ μείξη χάρη τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ στὸ ἑξῆς ζοῦσαν σὰν ἀδέλφια, φτάνοντας καὶ οἱ δύο στὴν ἀπάθεια.

21. Ἀφοῦ πλέον ἐπιφοίτησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν πόλη τῶν Σολίων καὶ σχεδὸν ὅλοι πίστεψαν στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, διὰ μέσoυ τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου πατέρα μας καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἅγιος Αὐξίβιος συνειδητοποίησε ὅτι ἡ ἐκκλησία ἦταν πιὰ μικρὴ γιὰ τοὺς πιστούς. Σκέφτηκε τότε νὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί, γονατίζοντας, προσευχήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεός. Κι ἀφοῦ σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ χάραξε τὸ σχεδιάγραμμα τῆς ἁγίας ἐκκλησίας. Μὲ τὴν εὐλογία λοιπὸν καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀνήγειρε αὐτὸ τὸν μεγάλο καὶ θαυμαστὸ ναό, αὐτὴ τὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, στολίζοντάς την μὲ κάθε στολίδι, σὰν νύμφη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας.

22. Τὶ καλὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος, ποὺ ποίμανε καλὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ! Τὶ φωτεινὸς φωστήρας, ποὺ φώτισε αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων! Τὶ ἔμπειρος γιατρός, ποὺ γιάτρεψε μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅσους πληγώθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο! Διότι δὲν γιάτρευε μόνο τὰ σωματικὰ πάθη, ἀλλὰ γιάτρευε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ κρυφὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, διορθώνοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς καὶ καθετί, ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσης του Θεοῦ, μιμούμενος τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γιὰ τοὺς πάντες ἔγινε τὰ πάντα, ἔτσι ὥστε νὰ τοὺς σώσει ὅλους, ἀντικρίζοντας τὸν θάνατο κάθε μέρα γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γι᾽ αὐτόν. Ὁ μακάριος αὐτὸς ἄνθρωπος ἄσκησε τὴν παρθενία, σταματώντας τὸν δρόμο τοῦ ἥλιου (ἀνακόπτοντας δηλ. τὴ συνηθισμένη πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς). Τὴν παρθενικὴ ζωή του ἐνίσχυσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, ἐνδυναμωμένος ἀπὸ τὴν πίστη καὶ καθοδηγούμενος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα, καὶ τὴν τελειοποίησε μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὴ (τὴν παρθενία) ἀγάπησε ὁ Αὐξίβιος, τὴν τίμησε καὶ ἀπ᾽ αὐτὴ τιμήθηκε καὶ τρύγησε τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ἐπειδὴ τίμησε τὴν ἱερωσύνη, τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς θρόνος (τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων). Φόρεσε χιτώνα, ποὺ ἔφτανε ὡς τὰ πόδια του, ὅπως ὁ δοῦλος. Ἡ κεφαλή του στολίσθηκε μὲ τὸ στεφάνι τῆς εὐπρεπείας. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐμπιστεύτηκε τὴν ἐκκλησία, ὡς νύμφη παρθένο, καὶ ἔτσι γίνεται νυμφίος της κατὰ χάριν. Ἔσπειρε στὸν ἀγρὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θερίζει ὡς καρπὸ τοῦ Πνεύματος τὴν αἰώνια ζωή.

23. Ποιός λοιπὸν δὲν θὰ θαυμάσει, ἀγαπητοί, καὶ δὲν θὰ ἐπαινέσει τὸν γενναῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, πῶς μόνος πυγμάχησε καὶ νίκησε τὸν ἐχθρὸ καὶ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια του μεγάλο τρόπαιο; Γιατὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς εἶχε ὅλους ὑπόδουλους. Διότι, ὅταν ὁ Ἅγιος μπῆκε στὴν πόλη, δὲν ὑπῆρχε κανένας χριστιανὸς καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χριστιανοὺς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἕνας στρατηγός, σταλμένος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ ἐνάντια σὲ πόλη ποὺ ἔχει ἐξεγερθεῖ, πρῶτα στέλλει κατασκόπους, μετὰ ἐνεδρεύει ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, παρατηρώντας τὰ χαρακτηριστικά της, μέχρι νὰ τὴν κατακτήσει καὶ νὰ τὴν ὑποτάξει στὸν βασιλιά, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ μακάριος Αὐξίβιος. Γιατί, ὅταν στάλθηκε ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο βασιλιὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλη, γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν ἐχθρό, στὴν ἀρχὴ δὲν ἔμπαινε φανερὰ στὴν πόλη, ἀλλὰ ἔμπαινε ὡς κατάσκοπος, φορώντας τὸ ἴδιο ἔνδυμα μὲ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἔχοντας ὅμως μέσα στὴ φαρέτρα τῆς καρδιᾶς κρυμμένο τὸ ὅπλο τοῦ σταυροῦ καί, περιερχόμενος τοὺς χώρους λατρείας τους, ἀμέσως ἔπειτα ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὴν πόλη. Αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ ἀρκετὸ χρόνο. Καὶ τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν ὅτι, ἐνῶ διέμενε στὸν ναὸ τοῦ ἐχθροῦ, δηλαδὴ τοῦ Δία, ἀπὸ ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς νίκης του. Γιατὶ πράγματι κατήχησε τὸν ἱερέα τοῦ Δία καὶ τὸν βάπτισε κρυφὰ καὶ κατέστρεψε τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἔπειτα, μὲ παρρησία πλέον, μπαίνοντας στὴν πόλη σὰν γενναῖος στρατιώτης, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανό, ἀναδεικνύοντας τὸν ἑαυτό του τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπως ἔκανε ὁ μέγας Μωυσῆς, καί, κατατρόπωσε ἀπὸ τὴ μιὰ τὸν νοητὸ Ἀμαλήκ, δηλαδὴ τὸν διάβολο, ἐλευθέρωσε δὲ καὶ ἀπολύτρωσε αὐτούς, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ὁδηγώντας τους ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς βαθειᾶς γνώσης τοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ καὶ τοὺς ὑπέταξε στὸν ἐπουράνιο βασιλιά.

24. Ἀφοῦ λοιπὸν κατόρθωσε τὰ πάντα μὲ καλὸ τρόπο κι ἔγινε κήρυκας τῆς ἀλήθειας καὶ τίμησε τὴν ἱερωσύνη γιὰ πενήντα περίπου χρόνια, κι ἀφοῦ φώτισε πολλοὺς μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἔφθασε κοντὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀφοῦ τότε προσκάλεσε ὅλο τὸν τίμιο του κλῆρο, τοὺς εἶπε: «Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ παιδιά μου ἀγαπημένα, προσέξτε αὐτά, ποὺ τώρα θὰ σᾶς πῶ. Ἐγὼ τώρα πιὰ παίρνω τὸν δρόμο τῶν πατέρων μου (πρόκειται νὰ ἀποθάνω), ὅπως ὅλοι ποὺ ἔζησαν πάνω στὴ γῆ. Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας, παιδιά μου. Μείνετε στέρεοι στὴν πίστη. Μὴν ἀφήσετε κανένα νὰ σᾶς ἐξαπατήσει μὲ κούφια λόγια. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε, πόσες θλίψεις ὑπέμεινα στὴν πόλη αὐτή, προσευχόμενος στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα νὰ μοῦ δώσει χάρη στὸν λόγο, ὥστε ἄφοβα καὶ μὲ σαφήνεια νὰ διακηρύττω τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστός. Καὶ ὁ ἀψευδὴς Θεὸς δὲν μὲ ἁγνόησε, ἀλλὰ μὲ βοήθησε. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Κύριο καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη Του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὥριμους στὴν πίστη καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν γίνει δικοί Του. Νὰ εἶστε σταθεροὶ καὶ νὰ μείνετε πιστοὶ στὶς διδασκαλίες, τὶς ὁποῖες παραλάβατε ἀπὸ μένα. Κι αὐτόν, ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἱερέα, ἀπὸ ἐσᾶς προῆλθε καὶ μαζί σας μένει, γιὰ νὰ σᾶς ὑπηρετεῖ.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπὸ αὐτά, πῆρε κοντά του τὸν θεοτίμητο μαθητή του Αὐξίβιο, τὸν ἀσπάστηκε καὶ εἶπε: «Ἐσένα διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἱερέα (ἐπίσκοπο)· ἐσὺ θὰ εἶσαι ὁ ποιμένας τῆς ποίμνης του Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική Του μὲ τὸ αἷμα Του.» Ἔπειτα τοὺς ἀσπάστηκε ἕνα πρὸς ἕνα. Τὴν τρίτη μέρα ἀκούστηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη, ὅτι «ὁ πατὴρ ἡμῶν Αὐξίβιος πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀνθρώπινο βίο», καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι μὲ κλάματα καὶ ὀδυρμοὺς στὴν ἐκκλησία. Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἀσπάστηκε ὅλους, παρέδωσε τὸ πνεῦμα ἐν εἰρήνῃ στὸν Κύριο.

25. Ἀφοῦ λοιπὸν τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ κάθε ἐπιμέλεια, ἔλαβαν τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου καὶ παμμακάριστου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιερέως Αὐξιβίου ἄντρες εὐλαβεῖς καὶ τὸ τοποθέτησαν στὴ λάρνακα, τὴν ὁποία εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος ὁ μακάριος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: «Σᾶς ἐξορκίζω στὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: κανεὶς νὰ μὴν ξεσκεπάσει τὴ λάρνακα αὐτή, μέχρις ὅτου κοιμηθεῖ ὁ ἀδελφός μου Θεμισταγόρας.» Μετὰ τὴν κατάθεση λοιπὸν τοῦ λειψάνου τοῦ ὁσίου πατρὸς στὴ λάρνακα, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιφοίτησε ἀμέσως στὰ ἅγια λείψανά του καὶ ἀνέβλυσαν πηγὲς ἰάσεων. Πολλοὶ πράγματι θεραπεύτηκαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀπὸ ποικίλες ἀρρώστειες καὶ ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα.

26. Ὅταν ἄκουσαν καὶ οἱ κάτοικοι τῶν περιχώρων, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γιὰ τὴ δωρεὰ τῶν θεραπειῶν, ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν, ἔρχονταν στὴν πόλη χωρὶς καθυστέρηση, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ὁσίου πατρός, καὶ ὅλοι θεραπεύονταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου. Ἄκουσαν καὶ οἱ ἄνδρες κάτοικοι τῆς Πάφου, ὅτι γίνονται πολλὲς θεραπεῖες διὰ τοῦ ἁγίου παμμάκαρος πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου. Μαζεύτηκαν λοιπὸν σαράντα ἄνδρες, ποὺ τοὺς βασάνιζαν πονηρὰ πνεύματα καί, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν Πάφο, ἄρχισαν νὰ βαδίζουν πρὸς τὴν πόλη τῶν Σολίων. Κι ὅταν εἶχαν φθάσει σὲ κάποιο τόπο, ποὺ ἀπεῖχε περὶ τὰ δεκαπέντε ρωμαϊκὰ μίλια ἀπὸ τὴν πόλη, τοὺς ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος Αὐξίβιος καί, ἐκδιώκοντας ἀπ᾽ αὐτοὺς τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς γιάτρεψε ὅλους μὲ τὴ χάρη, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Οἱ ἄνδρες αὐτοί, ὅταν αἰσθάνθηκαν τὴ θεραπεία τους, ὅτι δηλαδὴ εἶχαν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μὲ τὴν ἐπισκίαση τοῦ Αὐξιβίου, πῆγαν τρέχοντας στοὺς Σόλους καὶ διηγήθηκαν ὅλα ὅσα τοὺς συνέβησαν στὸν δρόμο. Ὅλοι, ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ ἔδωσε τέτοια χάρη στὸν δοῦλο του. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν οἱ ἄνδρες ποὺ γιατρεύτηκαν στὸν τόπο, ὅπου βρίσκεται τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου πατρὸς καί, ἀφοῦ γονάτισαν μπροστὰ στὴ σορὸ καὶ προσκύνησαν, ἀνέπεμψαν εὐχαριστήριους ὕμνους στὸν Θεό, ποὺ δόξασε τὸν ὑπηρέτη του. Στὴ συνέχεια ἀναχώρησαν μὲ εἰρήνη γιὰ τὴν πόλη τους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, οἱ Πάφιοι τιμοῦν τὴν ἁγία μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς μέχρι σήμερα.

27. Βλέποντας ὁ μακάριος Θεμισταγόρας τὰ θαύματα, ποὺ γίνονταν στὸν τόπο ὅπου βρίσκεται τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου καὶ ὅτι ἀνάβλυζε ἀσταμάτητα (ἰάσεις) ἡ ἁγία του λάρνακα σὰν ἀστείρευτη πηγή, θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ τοποθετηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν μακάριο Αὐξίβιο στὴ λάρνακα καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐξόρκισε τοὺς κληρικοὺς τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, λέγοντας: «Μετὰ τὸν θάνατό μου, κανεὶς νὰ μὴν τολμήσει νὰ ἀνοίξει τὴ λάρνακα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου γιὰ χάρη μου.» Ἐξαιτίας αὐτοῦ μέχρι σήμερα ἔμεινε ὡς εἶχε ἡ ἁγία λάρνακα, χωρὶς νὰ τὴν ἀνοίξουν, ἀλλὰ σφραγισμένη μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δόξασε τὸν Αὐξίβιο.

28. Τὶ μακαρία λάρνακα, στὴν ὁποία βρίσκεται θησαυρὸς ἀσύλητος καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν συνεχῶς θεραπεῖες! Ὤ ἁγία λάρνακα, ποὺ ἑλκύεις πιστὸ λαὸ πρὸς τιμὴ καὶ δόξα Θεοῦ καὶ εἰς μνήμην τοῦ τιμίου λειψάνου, ποὺ βρίσκεται ἐντός σου καὶ εἰς δόξαν Θεοῦ, ποὺ τὸν τίμησε! Τὶ πατέρας καὶ ποιμένας, διδάσκαλος καὶ ἰατρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μνημονεύεται μὲ ἐγκώμια εἰς τὸν αἰῶνα! Ὤ πόλη τῶν Σολίων, ποιό προστάτη καὶ θησαυρὸ ἀδαπάνητο ἔχεις, ἄσβεστο φωστῆρα, πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο! Γιατὶ ὁ ἥλιος συχνὰ καλύπτεται ἀπὸ νέφη καὶ σκοτάδι, ἐνῶ ὁ ἀστέρας τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου ἔχει λάμψη συνεχὴ καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα, ποὺ φωτίζει αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι, λαμπρύνει κάθε πόλη καὶ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ δοξάζει τοὺς ὁσίους του. Ἀλλ᾽ ἐγὼ μέχρι ποιοῦ σημείου καὶ μὲ ποιὸ τρόπο νὰ ἐγκωμιάσω τὸν ἅγιο; Γιατί, ὅσα κι ἂν πῶ, δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἀνυμνήσω ἐπάξια τὸν ὅσιο πατέρα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο, λοιπόν, ἂς σταματήσουμε τὸν λόγο, δοξάζοντας τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.