Β΄ Χαιρετισμοί της Παναγίας: Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται ένας ύμνος, για την ακρίβεια ένα Κοντάκιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προς τιμήν της Θεοτόκου, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους σε αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω.
Β’ Χαιρετισμοί της Παναγίας-Ακάθιστος Ύμνος: 18 Μαρτίου
Δηλαδή κάθε «οίκος», ή στροφή, ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα). Θεωρείται ως αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι ποιητική, εμπλουτισμένη από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου. Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου.
Ο ύμνος αυτός ονομάζεται «Ακάθιστος» από την όρθια στάση, που τηρούν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Οι πιστοί έψαλαν παλαιότερα τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά.
Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΟΥ ΥΜΝΟΥ:
Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς τη Θεοτόκο, την Υπέρμαχο Στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, εντούτοις το πρόβλημα της σύνθεσης του Ακάθιστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό. Πάντως σε όλα τα χειρόγραφα ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο σύνθεσης, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου [431], επομένως ο Ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα από τη χρονιά αυτή.
Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν επί Ιουστινιανού [527-565], πράγμα που σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού.
Η ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό το Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, όπως οι: P. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η ποιητική του αρτιότητα και η δογματική του πληρότητα οδηγούν στο Ρωμανό. Τέλος, σε έναν κώδικα του 13ου αιώνα, υπάρχει σημείωση, του 16ου, όμως, αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Η άποψη αυτή, πάντως, αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία της μεταρωμανικής εποχής. Σύμφωνα, λοιπόν με μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη, αλλά και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄[716-730], ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες το 718, επί Λέοντο Ισαύρου.
Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι μία λατινική μετάφραση του Ύμνου, που έγινε περί το 800, από το Βενατσιάνο επίσκοπο Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου. Μια άλλη εκδοχή, υποστηριζόμενη από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της Μονής του Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων, όπου εικονίζεται ένας μοναχός, που κρατάει ειλητάριο, όπου αναγράφεται: “Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη4”. Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει “ο άγιος Κοσμάς”.
Πρόκειται για τον Κοσμά το Μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 [κοιμήθηκε το 752]. Τέλος, αλλοι ερευνητές θεωρούν ότι ο Ύμνος συνετέθη από τον Πατριάρχη Σέργιο [K. Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande, Αικ. Χριστοφιλοπούλου), τον σύγχρονο με την πολιορκία Γεώργιο Πισίδη, τον Ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.ά. Πάντως με βεβαιότητα, οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.