Τιμήθηκε η Ελληνίδα αγρότισσα στο μνημείο της. Του π. Ηλία Μάκου. Στην Κοινότητα Καλοχωρίου του Δήμου Ζίτσας, επί της παλαιάς εθνικής Ιωαννίνων-Ηγ/τσας, υπάρχει το μνημείο της Ελληνίδας Αγρότισσας, όπου και φέτος τιμήθηκε λιτά με επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων η προσφορά της γυναίκας της υπαίθρου. Είναι το μοναδικό πανελλαδικά μνημείο της Αγρότισσας και αποτελεί φόρο τιμής στους αγώνες της και στους μόχθους της.
«Άντε Μαρτίνη, άντε Μαγιούλη, ώσπου νά ‘ρθει ο αφέντης απ’ τα ξένα», είναι το επίγραμμα πάνω στο μνημείο της Αγρότισσας, που έφτιαξε το 1986 ο εξαίρετος γλύπτης Καραγιώργης.
Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο καθηγητής-ποιητής Γεώργιος Σιμιτζής, που απήγγειλε ένα ποίημα του αφιερωμένο στην «παλιά ηρωίδα αγρότισσα», που ήταν «ξάφνιασμα της ιστορίας και της ευφαντασίας».
Ήξερε η γυναίκα της υπαίθρου, ότι ο δρόμος της ζωής είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, μια στενωπός.
Είναι ένα ανηφορικό μονοπάτι, που έχει δυσκολίες και εμπόδια, που κάνει τα πόδια της να κόβονται, τα γόνατά της να λυγίζουν, την αναπνοή της να επιταχύνεται, την καρδιά της να ανεβάζει τους σφυγμούς, τους πνεύμονές της να φουσκώνουν.
Και, όμως, προχωρά, αντέχει, υπομένει και επιμένει.
Ήξερε και ξέρει η αγρότισσα γυναίκα να παλεύει σκληρά με τον εαυτό της.
Ήξερε και ξέρει να νικάει τα πάθη της.
Ήξερε και ξέρει να μονομαχεί με τις αδυναμίες της.
Ήξερε και ξέρει να σηκώνει το σταυρό της.
Ήξερε και ξέρει ότι ο δρόμος της δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με πολλά αγκάθια.
Ήξερε και ξέρει ότι η εκλογή και η προτίμηση του δρόμου του κακού, το σπάσιμο κάθε ηθικού φραγμού, έχει πάντα δραματικές εξελίξεις, θλιβερές επιπτώσεις.
Έχει δάκρυα και όχι ευτυχία.
Έχει ασταμάτητους σπαραγμούς και όχι ευτυχισμένες στιγμές.
Γι’ αυτό και όταν πνίγεται στη θάλασσα της ζωής, δεν σταματά να αγωνίζεται για το καλύτερο…
Στην οικογένεια η συμβολή της γυναίκας τα παλαιότερα χρόνια, ήταν αποφασιστική.
Φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού, προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να τα φέρει βόλτα.
Όλα μετρημένα και λιγοστά. Δουλειά από νύχτα σε νύχτα. Να φροντίσει τα παιδιά, να μαγειρέψει, να συγυρίσει, να προφτάσει το ζύμωμα, τη μπουγάδα, το ράψιμο, το μπάλωμα. Να βρει καιρό για αργαλειό, πλέξιμο, γνέσιμο και ένα σωρό άλλες δουλειές.
Η καθαριότητα ήταν άλλος ένα τομέας της γυναικείας δραστηριότητας, που χρειάζονταν δουλειά και κόπο.
Είχαν στη διάθεσή τους νερό, που το κουβαλούσαν από τη βρύση με στάμνες και τενεκέδες.
Για σαπουνάδα χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (αλισίβα). Χρησιμοποιούσαν ξύλινους κόπανους.
Στη μία μεριά τοποθετούσαν ένα πανί πάνω στο οποίο έβαζαν την στάχτη και από πάνω έριχναν το ζεστό νερό, που διαλύοντας τη στάχτη γέμιζε την άλλη μεριά της λεκάνης, ενισχύοντας τη «σαπουνάδα» .
Μία μπουγάδα κρατούσε από το πρωί ως το απόγευμα χωρίς σταματημό. Μάλιστα τα χοντρόρουχα που χρειαζόταν πολύ νερό για να τα πλύνουν, τα πήγαιναν «ζαλίγκα» στο ποτάμι.
Όλα αυτά τα οικογενειακά βάρη και οι φροντίδες, που έπεφταν στις πλάτες της γυναίκας, η ανέχεια που δεν την άφηνε να εξασφαλίσει στα παιδιά της με άνεση ένα πιάτο καλό φαΐ και ζεστά ρούχα, τη γερνούσαν παράκαιρα. Τα χέρια τους σταματούσαν μόνο στον ύπνο.
πάτερ Ηλίας Μάκος