ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ: Ἡ ὀνομασία «Διακαινήσιμος» ἔχει σχέσι μὲ τὶς βαπτίσεις τῶν νέων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὠνομάζεται ἔτσι ἡ ἑβδομάδα αὐτή, διότι στὰ παλιὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ νεοφώτιστοι διήνυαν τότε τὴν ἀρχὴ τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἀναγεννήσεως καὶ ἀνακαινίσεώς τους. Ὅσοι εἰδωλολάτρες ἢ ἰουδαῖοι ἑλκύοντο στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ἐγίνοντο κατ᾿ ἀρχὴν κατηχούμενοι καὶ ἐδιδάσκοντο τὶς ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατήχησις διαρκοῦσε ἀρκετὸ χρόνο. Ὅταν πλέον ὡλοκληρώνετο, ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ βαπτίσματος ἢ φωτίσματος, γιὰ νὰ γίνουν οἱ κατηχούμενοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ πότε ἐβαπτίζοντο;

Ἐβαπτίζοντο τὴ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου πρὸς τὴν ἀνατολὴ τοῦ Πάσχα, μέσα τὴν ἀναστάσιμη πανηγυρικὴ θεία λειτουργία.

Ἐβαπτίζοντο μέσα στὰ εἰδικὰ βαπτιστήρια καὶ ἐλέγοντο νεοφώτιστοι.

Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦσαν λαμπάδα ἀναμμένη, ποὺ συμβόλιζε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔλαμψε μέσα τους, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐψάλλετο ὁ ὕμνος «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε (Γαλ. 3,23).

Ἀλληλούϊα», ὅπως τὸν ἀκοῦμε καὶ σήμερα.

Ἦταν δὲ ντυμένοι μὲ λευκοὺς χιτῶνες, τοὺς ὁποίους δὲν ἔβγαζαν ἀλλὰ τοὺς φοροῦσαν διαρκῶς ὅλη ἐκείνη τὴν ἑβδομάδα.

Ὠνομάζετο λοιπὸν ἡ ἑβδομάδα «Διακαινήσιμος», διότι τότε οἱ νεοφώτιστοι ζοῦσαν πλέον «ἐν καινότητι ζωῆς» (Ῥωμ. 6,4)· ὠνομάζετο ἀκόμη καὶ «λευκὴ ἑβδομάς», ἐπειδὴ φοροῦσαν λευκὸ χιτῶνα.

Μετὰ τὸ βάπτισμά τους οἱ νεοφώτιστοι ἐκκλησιάζοντο καθημερινῶς, ἔμεναν τώρα πλέον μέχρι τέλους τῆς θείας λειτουργίας μέσα στὸ ναό, καὶ στὸ τέλος κοινωνοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς τὰ ἄχραντα μυστήρια.

Μία ἄλλη ἐξήγησι, ποὺ δίνουν οἱ θεολόγοι καὶ λειτουργιολόγοι, εἶνε ἡ ἑξῆς.

Ἐπειδὴ τὸ Πάσχα θεωρεῖται ὡς ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ Πάσχα λέγεται «Διακαινήσιμος», διότι αὐτὴ ἐγκαινιάζει τὸ νέο ἔτος.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὰ ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα ἀρχίζουν δύο νέα καὶ σπουδαῖα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα ἀρχίζει τὸ ὑψιπετὲς καὶ θεολογικὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο μὲ τὸ «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος…» (Ἰωάν. 1,1).

Στὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα ἀρχίζουν νὰ διαβάζωνται οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ὅπου περιγράφεται ἡ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ πολιτείας.

Στὴν ὑμνολογία τῶν ἡμερῶν τῆς Διακαινησίμου, κατὰ τὸν ἑσπερινὸ καὶ τὸν ὄρθρο, ἀκοῦμε νὰ ψάλλωνται θαυμάσια ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ὀκτωήχου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἤχους, ἕνας ἦχος κάθε μέρα κατὰ σειράν.

Οἱ ἄλλες ἀκολουθίες (μεσονυκτικό, ὧρες, ἀπόδειπνο) ἀντικαθίστανται ἀπὸ μία εἰδικὴ ἀναστάσιμη ἀκολουθία, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται τρεῖς φορὲς γιὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτές.

Σ᾿ αὐτὴν κυριαρχεῖ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη…» καὶ τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…».

Ὅλων τῶν ἀκολουθιῶν ἀλλάζει ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος (τώρα δὲν λέμε οὔτε ἑξάψαλμο οὔτε δοξολογία, ἀρχίζουμε μὲ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δέκα φορές, καὶ τελειώνουμε μὲ ὡραῖο διαλογικὸ τρόπο).

Ἀκόμη καὶ ἡ κηδεία ἀλλάζει τελείως, ἂν συμβῇ νὰ κοιμηθῇ κάποιος τὴν ἑβδομάδα αὐτή. Καὶ τέλος δὲν γίνονται μνημόσυνα· ἕνας εἶνε τώρα ὁ μεγάλος νεκρός, ἢ μᾶλλον ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν· τὰ μνημόσυνα ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γίνονται ἄλλοτε.

Δὲ᾿ χορταίνει, ἀδελφοί μου, ἠ Ἐκκλησία νὰ ψάλλῃ καὶ νὰ ὑμνῇ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν ἀρκεῖται σὲ μία ἡμέρα ἑορτασμοῦ· παρατείνει τὸν ἑορτασμὸ πολύ.

Ὅλες οἱ δεσποτικὲς ἑορτὲς διαρκοῦν ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες, ἀλλὰ ἡ Ἀνάστασις περισσότερο ὅλων τῶν ἄλλων. Μέχρι τῆς Ἀναλήψεως κάθε μέρα ἀντηχεῖ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη…», τὴν δὲ ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου κατὰ κόρον.

Τὴν ἑβδομάδα αὐτή, ὅπως επαμε, ὅλες οἱ μέρες θεωροῦνται ὡς μία. Γι᾿ αὐτὸ ὕμνους, ποὺ τοὺς ἀκούσαμε τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τοὺς ἀκοῦμε συνεχῶς ὅλες τὶς μέρες αὐτές.

Καραγιάννης Ανδρέας
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.