Η γιορτή της Ανάληψης του Κυρίου είναι μια σημαντική ημέρα στη ζωή του Χριστιανού και οι Αγιες εικόνες με την ανάβαση του Κυρίου στους Ουρανούς έχουν μέσα τους πολύ μεγάλη δύναμη. Η ημέρα της Αναλήψεως θεωρείται ως «δεσποτική εορτή» στην εκκλησιαστική παράδοση καθώς συνιστά και την ολοκλήρωση της αποστολής του Κυρίου επί της Γης.
Η Ανάληψη εορτάζεται από την Εκκλησία την 40η ημέρα από την Ανάσταση του Κυρίου και φέτος «πέφτει» στις 13 Ιουνίου 2024. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσες φέρουν το όνομα Ανάληψη.
Το εκκλησιαστικό γεγονός της Αναλήψεως περιγράφεται από τους ευαγγελιστές Μάρκο (ιστ’, 19), Λουκά ( κδ’, 50-52) και Ιωάννη (στ’, 62 και κ’, 17), στις Πράξεις των Αποστόλων (α’ 2-9), στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου (Προς Εφεσίους δ’ 8-10, Προς Εβραίους δ’,14 και ζ’, 26, Α’ Προς Τιμόθεον γ’, 16) και στην Α’ Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου (γ’ 22). Μόνο ο ευαγγελιστής Ματθαίος παραλείπει κάθε μνεία για το γεγονός αυτό.
Που έγινε η Ανάληψη του Ιησού
Σύμφωνα με τις ως περιγραφές της Καινής Διαθήκης, η Ανάληψη έγινε στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ μπροστά στους μαθητές του Χριστού, οι οποίοι παρακολούθησαν με δέος την απομάκρυνση του Διδασκάλου. Η πατερική παράδοση τονίζει ιδιαίτερα τον υπερφυσικό χαρακτήρα της Αναλήψεως του Κυρίου, το όποιο περιλήφθηκε στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας με τη χαρακτηριστική αναφορά στο Σύμβολο της Πίστεως («και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης…»). Τόσο στις Πράξεις των Αποστόλων, όσο και στο Σύμβολο της Πίστεως («Πιστεύω») διακηρύσσεται η σχέση της Αναλήψεως με τη Δευτέρα Παρουσία.
Η Ανάληψη του Χριστού συνεορταζόταν με την Πεντηκοστή, κατά τους πρώτους αιώνες. Από τον 4ο αιώνα, όμως, άρχισε η προοδευτική διάκριση και ο αυτοτελής εορτασμός της.
Το Απολυτίκιο
Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους μαθητάς, τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος· βεβαιωθέντων αυτών δια της ευλογίας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου.
«Ο Κύριος ανελήφθη εις ουρανούς, ίνα πέμψη τον Παράκλητον τω κόσμω, οι ουρανοί ητοίμασαν τον θρόνον αυτού, νεφέλαι την επίβασιν αυτού, Άγγελοι θαυμάζουσιν, άνθρωπον ορώντες υπεράνω αυτών, ο Πατήρ εκδέχεται, ον εν κόλποις έχει συναιδιον.
Το Πνεύμα το άγιον κελεύει πάσι τοις Αγγέλοις αυτού, Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών, Πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας. ότι ανέβη Χριστός, όπου ην το πρότερον».
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πραξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον.
Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος τους μαθητές του «εξήγαγε έξω έως τη Βηθανία», στο όρος των Έλαιών όπου συνήθως προσηύχετο. «Και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24,50) και «ευλογώντας τους, εχωρίσθηκε απ’ αυτούς και εφέρετο προς τα πάνω, στον ουρανό» μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους. Και μετά αφού Τον προσκύνησαν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).
Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου».