Δρ Αναστάσιος Βαβούσκος- Δικηγόρος – Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
Προσφάτως, εμφανίσθηκε εκ νέου στην επικαιρότητα το θέμα της σχισματικής «Μακεδονικής Εκκλησίας», με αφορμή την δημοσιοποίηση εκ μέρους του Πατριαρχείου Σερβίας, των μεταξύ των συζητήσεων, χωρίς βεβαίως γνωστοποίηση του πλήρους περιεχομένου αυτών.
Από την μία πλευρά, η εξέλιξη αυτή υπήρξε καταρχήν θετική, διότι συνδυαζόμενη και με την αισιοδοξία του Πατριαρχείου Σερβίας για την επιτυχή έκβαση των συζητήσεων, έδωσε την εντύπωση, ότι ένα πρόβλημα που ταλανίζει την ενότητα του Πατριαρχείου Σερβίας από το 1967, τελικώς θα εξέλειπε. Και αυτό μόνο δυσάρεστο δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί.
Από την άλλη πλευρά, η επίλυση του προβλήματος δεν θα επιδεχόταν μία και μόνο μία λύση. Και θα γίνω πιο σαφής.
Κατά την γνώμη μου, η επίλυση του προβλήματος θα μπορούσε να γίνει με τους εξής τρόπους:
Πρώτος τρόπος
Λαμβανομένου υπόψιν, ότι υπάρχει η κανονική Αρχιεπισκοπή Αχρίδος με κανονικό ποιμενάρχη τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων κ. Ιωάννη, η πλέον ενδεδειγμένη λύση θα ήταν:
α) η κατά τόπον αποκατάσταση του κανονικού ποιμενάρχη στην έδρα του,
β) η διάλυση των οποιωνδήποτε «συνοδικών» οργάνων της σχισματικής Εκκλησίας,
γ) η υπαγωγή απάντων των κληρικών όλων των βαθμίδων και των μοναχών υπό την κανονική δικαιοδοσία του ως ανωτέρω Αρχιεπισκόπου και
δ) η εκ νέου ανασυγκρότηση της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας συμφώνως προς τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του Πατριαρχείου Σερβίας.
Στην περίπτωση αυτή δεν θα ετίθετο ζήτημα ούτε ως προς το όνομα της εκκλησιαστικής περιφέρειας, αφού αυτονοήτως, αυτή θα εκαλείτο κανονικώς «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» ή «Μητρόπολη Σκοπίων» ή κάποιος συνδυασμός αμφοτέρων. Το σίγουρο ήταν, ότι η ονομασία της δεν θα περιελάμβανε τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδονικός».
Δεύτερος τρόπος
Πέραν του «κανονικού» τρόπου, που εκτέθηκε παραπάνω, θα υπήρχε και η πιθανότητα να παραβλεφθεί το γεγονός της υπάρξεως της κανονικής Μητροπόλεως και του κανονικού Ποιμενάρχη και να τροποποιηθεί εκ βάθρων το κανονικό καθεστώς της εκκλησίας του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Μία τέτοια εξέλιξη θα συμπαρέσυρε και το θέμα του ονόματος. Ας τα δούμε, λοιπόν, με την σειρά.
Εάν το Πατριαρχείο Σερβίας θα ήθελε να επανεξετάσει το κανονικό καθεστώς της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας, θα το έβλεπε υποχρεωτικώς υπό το πρίσμα της επιλύσεως ενός εσωτερικού προβλήματος. Η δε επίλυση θα είχε ως στόχο την «κανονική» επανένταξη της επαρχίας αυτής στην «Μητέρα Εκκλησία», δηλαδή το Πατριαρχείο Σερβίας. Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται και από τις ίδιες τις δηλώσεις του Επισκόπου Ζβορνικίου και Τούζλα κ. Φωτίου, όπως αυτές δημοσιεύθηκαν – αποδόθηκαν στην ελληνική γλώσσα, από τις οποίες προκύπτει, ότι για το Πατριαρχείο Σερβίας εθεωρείτο δεδομένη η επιστροφή της σχισματικής Εκκλησίας στην Σερβική Εκκλησία και όχι η «κανονική» αποκοπή της από αυτήν. Συνεπώς, η πιθανότητα από πλευράς Σερβικής Εκκλησίας παραχωρήσεως αυτογνωμώνως – και εκτός του εθιμικώς αναγνωρισμένου πλαισίου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο – αυτοκέφαλο καθεστώς στην σχισματική Εκκλησία θα ήταν κατά την γνώμη μου ανύπαρκτη. Βεβαίως, όπως λένε «μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε» αλλά σε μία τέτοια περίπτωση οι συνέπειες θα ήταν απρόβλεπτες.
Για να επανέλθουμε λοιπόν, στην περίπτωση της επανεντάξεως από μηδενικής βάσεως της σχισματικής Εκκλησίας στην Σερβική Εκκλησία, οι δρόμοι θα ήταν δύο. Η εκκλησιαστική αυτή περιφέρεια θα επανετάσσετο στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας: α) είτε πλήρως, β) είτε υπό ημιαυτόνομο ή ακόμη και αυτόνομο καθεστώς.
Υπό το πρίσμα και των δύο πιθανοτήτων, η απάλειψη από τον σχεδιασμό της επιλύσεως του προβλήματος τόσο της κανονικής Αρχιεπισκοπής Αχρίδος όσο και του κανονικού Ποιμενάρχη της, θα οδηγούσε σε συζήτηση από μηδενικής βάσεως όχι μόνο του ζητήματος του νέου Προκαθημένου αυτής – που όμως μπορώ να πώ ότι στο κάτω – κάτω δεν μας αφορά κιόλας – αλλά και του ζητήματος του ονόματος της νέας «κανονικής περιφέρειας». Και αυτό το ζήτημα μας ενδιαφέρει αμέσως ως Έλληνες τόσο εκκλησιαστικώς όσο και πολιτικώς, ιδίως σήμερα υπό την ισχύ της συμφωνίας των Πρεσπών.
Ειδικότερα, μεταξύ των δεσμεύσεων που ανέλαβε το γειτονικό Κράτος της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας,συγκαταλέγονται και αυτές, που αναφέρονται:
α) στο άρθρο 7 πργφ. 1, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τόσο η Ελλάδα όσο και η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψη τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και σε διαφορετική πολιτιστική κληρονομιά.
β) στο άρθρο 7 πργφ. 3, κατά το οποίο η χρήση από το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» συνέχονται με την επικράτεια, τη γλώσσα, τον πληθυσμό και τα χαρακτηριστικά τους του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς με την ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά του κράτους αυτού και δεν έχουν καμία σχέση με το περιεχόμενο, που το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος (η Ελλάδα) προσδίδει στις έννοιες αυτές.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι το κράτος της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας υποχρεούται, όταν χρησιμοποιεί τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», να τους συνδέει αποκλειστικώς και μόνο:
με την δική του γλώσσα, δηλαδή την επίσημη γλώσσα του κράτους.
την δική του επικράτεια, δηλαδή τα γεωγραφικά όρια του, όπως αυτά έχουν καθορισθεί και αναγνωρίζονται διεθνώς.
τον δικό του πληθυσμό, δηλαδή τους πολίτες – κατοίκους του κράτους του.
την δική του ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, η οποία το νωρίτερο που μπορεί να υποτεθεί, ότι εμφανίσθηκε, είναι με την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας το 1944.
Συνεπώς, η χρήση εκ μέρους της Εκκλησίας του κράτους αυτού του όρου «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός» ως ονομασία ή συνθετικό της ονομασίας της αποκλείεται, καθόσον η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος εκφεύγει κατά σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο των γλωσσικών, τοπικών και χρονικών ορίων, που καθορίζονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι γνωστό άλλωστε τοις πάσι, ότι εντός των γεωγραφικών ορίων της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες του βυζαντινού παρελθόντος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, χωρίς βεβαίως να συνυπολογίσουμε και τις ιστορικές πηγές, που μαρτυρούν το παρελθόν αυτό.
Πολύτιμος αρωγός, όμως και ως «από μηχανής Θεός» θα έλεγα, στην αποσαφήνιση της καταστάσεως στάθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο διά της από 9ης Μαΐου 2022 αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του διέλυσε τα οποιαδήποτε σύννεφα, τα οποία πιθανόν θα προέκυπταν ως προς το όνομα της «Εκκλησίας» του γειτονικού Κράτους, προλαμβάνοντας οποιεσδήποτε δυσάρεστες εξελίξεις, οι οποίες θα ανέκυπταν από πλευράς Πατριαρχείου Σερβίας είτε με τον πρώτο τρόπο είτε με τον δεύτερο τρόπο επιλύσεως του θέματος.
Ούτως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε διά της αποδοχής του ασκηθέντος εκκλήτου:
την άρση του σχίσματος, που διατηρούσε την «Μακεδονική Εκκλησία» εκτός των κόλπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αναγνώρισε την αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Σερβίας για τον καθορισμό του πλαισίου τών μεταξύ των διοικητικής φύσεως σχέσεων, τηρουμένων της ιεροκανονικής τάξεως και της εκκλησιαστικής παραδόσεως.
Αναγνώρισε και αυτό είναι το σημαντικότερο:
α) ως όνομα της εκκλησιαστικής περιφέρειας το όνομα «Αχρίδος» και
β) ως γεωγραφικά όρια τα αντίστοιχα όρια του γειτονικού Κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, επέλυσε το ζήτημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αποσοβώντας και τον κίνδυνο πιθανής παραβιάσεως της τελευταίας, μέσω την προσδόσεως στην επανεντασσόμενη εκκλησιαστική περιφέρεια ονόματος, το οποίο πιθανόν θα περιείχε τους όρους «Μακεδονία» ή «Μακεδονικός» και θα δημιουργούσε έτσι παρεπόμενα προβλήματα, εκκλησιαστικά και πολιτικά.
Πάνω απ’ όλα, όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαφύλαξε και διασφάλισε την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποκαθιστώντας αυτήν βάσει των ιερών κανόνων.