Υπήρξε γόνος της μεγάλης και επιφανούς βυζαντινής οικογένειας των Πετραλύφα. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλύφας, που κατείχε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα και ήταν διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Στα χρόνια αυτά –περί το 1210– γεννήθηκε και η Θεοδώρα. Από τα παιδικά της χρόνια ανατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» από τους ενάρετους και ευλαβείς περί τα θεία γονείς της, οι οποίοι με την ορθόδοξη πίστη τους, το ταπεινό τους φρόνημα και τη μεγάλη τους φιλανθρωπία αποτέλεσαν για τη Θεοδώρα δυνατό παράδειγμα προς μίμηση.

Οσία Θεοδώρα η βασίλισσα Άρτας: Μεγάλη γιορτή αύριο 11 Μαρτίου

Η καταγωγή της Οσίας Θεοδώρας – Tα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμη ηλικία. Την προστασία της ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος, που στο μεταξύ είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του.

Ο Θεόδωρος πολεμώντας τους Βουλγάρους νικήθηκε και τυφλώθηκε από το βασιλιά τους Ασάν. Ο Ασάν κάλεσε από το Μωριά το νεαρό Μιχαήλ (ανεψιό του Θεόδωρου) ως νόμιμο διάδοχο, για να αναλάβει τη διοίκηση του κράτους που του άφησε ο πατέρας του Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός.

Ο Γάμος της
Ο Μιχαήλ πηγαίνοντας για την Άρτα περνά από τα Σέρβια της Κοζάνης, που ήταν τότε ισχυρό φρούριο και σημαντική στρατηγική θέση. Εκεί βλέπει τη νεαρή ήδη Θεοδώρα και εντυπωσιάζεται από την ωραιότητα και την ευγένεια της ψυχής και του σώματός της και θέλει να την παντρευτεί. Έτσι η Αγία Θεοδώρα και ο νεαρός Δούκας τελούν το γάμο τους με κάθε μεγαλοπρέπεια στα Σέρβια περί το 1230. Μετά από λίγο καιρό με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία έρχονται στην Άρτα, την οποία ο Μιχαήλ κάνει πρωτεύουσα του κράτους του και την οχυρώνει.

Στην Άρτα
Νέα ζωή και νέα πορεία αρχίζει για το νεαρό ζευγάρι στην Άρτα. Ο Μιχαήλ ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρή Δούκαινα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Στη μεγάλη όμως και ένδοξη αυτή θέση, όπως μας λέγει ο βιογράφος της μοναχός Ιώβ «οὐ παρεσύρη τῇ δόξῃ, οὐχ ἑάλω τῇ νεότητι οὔτε μὴν πρὸς τρυφάς οἶδε κατασπαταλᾶν, ἀλλ΄οὐδὲ τῷ τῆς ἀρχῆς ὄγκῳ ἐπήρθη. Τῷ Θεῷ δὲ μᾶλλον ἔγνω προσκεῖσθαι καί ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι, σωφρόνως ζῆσαι, ταπεινοφροσύνην ἀσπαζομένη, ἀοργησίαν, ἀγάπην, πραότητα, συμπάθειάν τε καὶ ἐλεημοσύνην, ὡς ἄλλος, οὐδεὶς κατορθοῦσα καὶ τὸν Θεὸν ὁλοψύχως διὰ παντὸς θεραπεύουσα».

Στο καμίνι των θλίψεων
Τίποτε όμως στη ζωή αυτή δεν είναι σταθερό και μόνιμο. Οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού έμελλαν να είναι λίγες. Ο μισόκαλος διάβολος, φθονώντας την ευτυχία και την αρετή της Θεοδώρας, άρχισε να ρίχνει τα φαρμακερά του βέλη εναντίον της «θηλυμανίαις τὸν ἄνδρα καταμαλάξας, πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινότατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από την Αρτηνή αρχόντισσα, Γαγγρινή το όνομα. Αυτή κατορθώνει με μάγια να σκλαβώσει ψυχικά το Μιχαήλ και μίσος άσπονδο να βάλει στην καρδιά του εναντίον της συζύγου του.

Η Θεοδώρα δεν κάμφτηκε, δεν λιγοψύχησε, αλλά τώρα φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακέραια πίστη της. Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ελπίδα στο Θεό, εγκαταλείπει τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με το πρωτότοκο παιδί της το Νικηφόρο (τον γέννησε στην εξορία) ταλαιπωρείται στα κρύα και στους καύσωνες, στην πείνα και στη δίψα. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς, αποφεύγοντας τη μανία του άνδρα της. Κι όμως έλαμπε η Θεοδώρα, έλαμπε η αγιότητά της περισσότερο, όπως το χρυσάφι, μέσα στο καμίνι της δοκιμασίας.

Ποτέ δε βγήκε από τα χείλη της τίποτε άπρεπο. Ούτε καταράστηκε κανένα, ούτε βαρυγκόμησε για ο,τιδήποτε. Μόνο προσευχόταν μακρόθυμα και στήριζε όλες της τις ελπίδες στο Θεό. Στη δοκιμασία της αυτή βρήκε λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένηστας. Μια μέρα, που μάζευε λάχανα να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, τη συναντά ο ιερέας και στην πολλή του επιμονή να μάθει ποιά είναι, του φανερώνεται και έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του.

Η δικαίωση
Η αλήθεια δεν άργησε να φανεί. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής, τη διώχνουν από τα ανάκτορα. Ο Μιχαήλ δε «ἐν τῷ νῷ γενόμενος ἐνεσείσθη, τὴν μακαρίαν αὖθις ἠγάγετο».

Το μυαλό του βασιλιά ξεσκοτίζεται, βλέπει τη ζωή του, αηδιάζει την αμαρτία και αφού στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν τη νόμιμη γυναίκα του, υποδέχεται αυτήν στα ανάκτορα και στη ζωή του με λαμπρότητα, με μετάνοια και αγάπη.

Νέα ζωή ξαναρχίζει με έργα μετάνοιας για το Μιχαήλ και με απόφαση αγιότητας και για τους δύο. Η πόλη λαμπρύνεται με έργα πίστης –ναούς και μοναστήρια –και έργα φιλανθρωπίας για τον αγαπητό λαό της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στη ζωή, ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα. Όλη η ζωή κυλά μέσα στη χάρη του Θεού.

Στο μοναστήρι
Όταν αργότερα, μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β΄ «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας» εκοιμήθη εν Κυρίω, «ἡ Θεοδώρα, τὸ τῶν μοναχῶν καὶ αὐτὴ περιβάλλεται σχῆμα. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, που κατά την παράδοση η ίδια ίδρυσε. Εκεί δόθηκε ακόμη πιο πολύ «ψυχῇ τε καὶ σώματι» Σ ᾿Αυτὸν που από μικρή αγάπησε μ᾿ όλη της την καρδία.

Η οσία Κοίμησή της
Και ήρθε το τέλος της ζωής της ή μάλλον η αρχή της αληθινής της ζωής. Η Οσία προγνωρίζει το τέλος της και με δάκρυα παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο να της δώσουν έξι μήνες παράταση ζωής «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν», όπως και έγινε. Όταν έφθασε η τελευταία ώρα επί της γης, αφού για τελευταία φορά συμβούλεψε τις αδελφές για το πως πρέπει να ζουν και να αγωνίζονται «ἐν ἁγίῳ πνεύματι», «χαίρουσα τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» πιθανόν κατά το 1280 σε ηλικία εβδομήντα περίπου ετών. Ετάφη στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου (σήμερα Αγίας Θεοδώρας), όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ο σεπτός της τάφος.

Πολλά τα θαύματα της Αγίας από τότε μέχρι σήμερα και μεγάλη η δόξα της «ἐπὶ γῆς καὶ ἐν οὐρανῷ».

Χρονικό Ανακομιδής των ιερών λειψάνων
Στις 20 Μαρτίου του 1873, ημέρα Τρίτη και ώρα 1:30 πρωϊνή, αφού έψαλλαν την παράκληση της Αγίας ο ιερός κλήρος, ο ευσεβής λαός, οι επίτροποι του ναού, οι πρόκριτοι της Άρτας και οι πρόξενοι της Ρωσίας και της ελεύθερης Ελλάδας, με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Στέφανο Κλεόμβροτο (ο Μητροπολίτης Σεραφείμ απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξαν τον τάφο και με πολλή ευλάβεια συνέλεξαν τα ιερά και ευωδιάζοντα λείψανα της Οσίας. Τα χαριτόβρυτα λείψανα της Αγίας αναδείχθησαν πηγή πολλών και μεγίστων θαυμάτων μέχρι σήμερα.

Η εορτή της
Μέχρι σήμερα η λαμπρότερη μέρα της πόλης μας είναι η μέρα γιορτής της Αγίας Θεοδώρας, η 11η Μαρτίου. Την Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, εορτάζει κατά παράδοση η μνήμη της Ανακομιδής των λειψάνων της Αγίας.

Όλοι οι Αρτηνοί, αλλά και πολλοί Ηπειρώτες και Ακαρνάνες κατακλύζουν το ναό και την πόλη, για να προσκυνήσουν και να πάρουν τη χάρη και ευλογία της «μακαριωτάτης καὶ ἀοιδίμου» Οσίας μητρός ημών Θεοδώρας.

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο YouTube

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.