Η Ενανθρώπηση του Θεού αποτελεί το μέγιστο γεγονός και ταυτόχρονα το πλέον ακατανόητο μυστήριο της ανθρώπινης ιστορίας.
Ο απόστολος Παύλος το αποκαλεί «μέγα της ευσεβείας μυστήριον», καθότι, «Θεός εφανερώθη εν σαρκί ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τιμ.3.16).
Ο δε ιερός υμνογράφος των Χριστουγέννων αναφωνεί: «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον», θέλοντας να τονίσει το δυσερμήνευτο αυτό κοσμοσωτήριο γεγονός, εξαιτίας της πλήρους ανατροπής των φυσικών νόμων.
Είναι, για την πίστη της Εκκλησίας μας, το «απ’ αιώνος απόκρυφον, καί αγγέλοις άγνωστον Μυστήριον … (το) επί γής πεφανέρωται», και τούτο διότι, «Θεός εν ασυγχύτω, ενώσει σαρκούμενος» (τροπ. δ΄ ήχου), προκειμένω να συντελεστεί η σωτηρία του ανθρώπου και όλης της υλικής κτίσεως. Να διορθωθεί το μεγάλο και ολέθριο σφάλμα του Αδάμ.
Να δοθεί ξανά, στον «δουλεύοντα τη αμαρτία» άνθρωπο, η προοπτική, για την οποία πλάστηκε, να γίνει μέτοχος των θείων δωρεών και της κατά χάριν θεώσεως.
Κι’ ακόμα να εκβληθεί της θείας δημιουργίας το παρείσακτο κακό και να κλείσει ο φρικώδης κύκλος της δαιμονικής κυριαρχίας σ’ αυτή.
Το μέγα της Ενανθρωπήσεως μυστήριο συνέχει κάθε νοήμονα άνθρωπο, διότι αδυνατεί να κατανοήσει το πώς, αφού το άπειρο περιορίζεται στο πεπερασμένο, το άκτιστο μειγνύεται με το κτιστό, ο δημιουργός ενώνεται με το δημιούργημά του, ο άχρονος υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς.
«Ο άναρχος άρχεται και ο Λόγος σαρκούται»! Ο ιερός υμνογράφος ερωτά την Θεομήτορα: «Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τὸ ἐν σοί;» Και Εκείνη απαντά: «Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησά φησι, τοῦ τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα.
Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τίς ἑώρακεν;». Και μεταθέτει στην θεία παντοδυναμία την απάντηση: «ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται» (β΄ Κάθισμα όρθρου των Χριστουγέννων).
Το ίδιο δύσπιστος και αρνητικός στέκεται και ο πτωτικός κόσμος μπροστά στο υπέρλογο αυτό γεγονός. Αν ο Σταυρός του Χριστού είναι το μεγάλο σκάνδαλο και η έσχατη μωρία (Α΄Κορ.1,18-25), το ίδιο και περισσότερο είναι η Ενανθρώπιση του Θεού, στην οποία υπερέβησαν οι φυσικοί νόμοι.
Στον προχριστιανικό κόσμο και μάλιστα στην αρχαιοελληνική διανόηση κυριαρχούσε η αρχή: «Θεός ανθρώπω ου μίγνυται» (Πλάτωνος Συμπόσιον, 202ε-203α).
Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες» του έγραψε πως «κἀκεῖνο (το Εν) ἡμῶν οῦκ ἐφίεται». Ο Θεός είναι αδύνατο να μειχθεί με τον άνθρωπο. Και τούτο διότι, αφενός μεν η φύση δεν υφίσταται χωρίς προσωπική υπόσταση κι’ αφ’ ετέρου είναι αδύνατη η ενοποίηση δύο διαφορετικών φύσεων στο ίδιο πρόσωπο.
Υπήρχε επίσης και άλλος ένας σημαντικός λόγος. Επειδή η ύλη και εν προκειμένω το ανθρώπινο σώμα, θεωρούνταν κάτι το κακό, «φυλακή της ψυχής» κατά τους ορφικούς και τον Πλάτωνα, φαινόταν αδιανόητο, τέλεια απαξία, ο Θεός να «κλειστεί» σε αυτό.
Όμως για την θεία παντοδυναμία δεν υπάρχουν φραγμοί. Η μανιακή θεία αγάπη για τον άνθρωπο οδήγησε τον Υιό και Λόγο του Θεού να απεκδυθεί την θεία μεγαλειότητα και να σαρκωθεί.
Αυτός, «Εν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ.2,6-8).
Ο ιερός υμνογράφος των Χριστουγέννων αναφέρει: «Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον, τὸν ἄνθρωπον χερσίν, ὃν ἐποίησε, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται· τοῦτον δὲ ἐκ Παρθένου θείας ἁγνῆς, ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς…» (3ο τροπ. Α΄ ωδής). Και ως εκ τούτου: «άσαρκος γαρ ων, εσαρκώθη εκών, και γέγονεν ο Ων, ο ουκ ην δι’ ημάς, και εκστάς της φύσεως, μετέσχε του ημετέρου φυράματος. Διπλούς ετέχθη, Χριστός τον άνω, κόσμον θέλων αναπληρώσαι» (β΄ κάθισμα του Όρθρου).
«Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν, οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς…» (Στιχ. ιδιομ. Περιτομής). Ο Θεός της αγάπης, των οικτιρμών και της ειρήνης δεν άντεχε να βλέπει το πλάσμα του να το βασανίζουν οι αντίθεες δυνάμεις και να οδεύει προς το θάνατο και τον αφανισμό. Για τούτο άνοιξε τα ουράνια, παραμέρισε τους φυσικούς νόμους και κατέβηκε να γίνει ένα με το πλάσμα Του, για να το σώσει.
Να αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά πως σε καμιά μυθολογία, ή θρησκευτική παράδοση αναφέρεται «θεός» τις να έχει αποδεχτεί εκούσια έσχατη ταπείνωση και μάλιστα μέχρι σταυρού και θανάτου, για χάρη του ανθρώπου. «Εμφανίσεις» «θεών» με ανθρώπινη μορφή αναφέρονται, όχι βέβαια για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, αλλά για να ικανοποιήσουν δικές τους ιδιοτελείς σκοπούς, ευτελείς και αισχρές επιθυμίες (λ.χ. να μειχθούν ερωτικά με θνητούς ή να διαπράξουν κακό)!
Η αγία μας Εκκλησία, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, δογμάτισε το πώς της Θείας Ενανθρωπίσεως: Οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη φύση, ενώθηκαν στο ένα πρόσωπο, στην μία υπόσταση, του Υιού του Θεού.
Οι δύο φύσεις δεν αναμείχτηκαν, αλλά συναντήθηκαν και ενώθηκαν στο πρόσωπο – υπόσταση του Χριστού, «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως», όπως όρισε η αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451), επικυρώνοντας τους όρους της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431).
Οι δύο φύσεις, μετά την υπερφυή ένωσή τους, διατήρησαν την αυτοτέλειά τους. Η θεία παρέμεινε θεία και η ανθρώπινη παρέμεινε ανθρώπινη.
Αυτό σημαίνει πως ο Ιησούς Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου συνενώθηκαν οι δύο φύσεις, είναι ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, «Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού» και ταυτόχρονα αληθής άνθρωπος.
Αυτή η υπερφυής ένωση αποκαλείται «υποστατική ένωση» και λειτουργεί με την «αντίδοση των ιδιωμάτων».
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «διπλούς την φύσιν, αλλ᾽ ου την υπόστασιν», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Περιττό να τονίσουμε το εύρος των συνεπειών των κακοδοξιών, νεστοριανισμού και μονοφυσιτισμού για την σωτηρία.
Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου (Γαλ.4,4), όταν δηλαδή ήταν κατάλληλες οι αντικειμενικές συνθήκες για την Ενανθρώπισή Του, ο Λόγος σαρκώθηκε, «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», ώστε «μηδαμώς υπομείνας τροπήν ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικό Θεοτοκίο Γ΄ ήχου). Η ένωση δεν επέφερε καμιά τροπή ή αλλοίωση.
Το ίδιο δηλώνουν και τα ακόλουθα τροπάρια: «Ο γαρ αχρόνως εκ Πατρός εκλάμψας υιός μονογενής, ο αυτός εκ σου της αγνής προήλθεν αφράστως σαρκωθείς, φύσει Θεός υπάρχων και φύσει γενόμενος άνθρωπος δι’ ημάς ουκ εις δυάδα προσώπων τεμνόμενος, αλλ’ εν δυάδι φύσεων, ασυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό του πλ. β΄ ήχου) και «Είς εστιν ο Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν, διό τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών» (Δοξαστικό του πλ. δ΄ ήχου).
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, παρατηρεί: «ὁ γάρ λόγος καί πρό τῆς σαρκός καί μετά τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν λόγος καί ἦν καί ἔστιν· καί ὁ θεός καί πρό τῆς τοῦ δούλου μορφῆς καί μετά ταύτην θεός ἐστιν». Ο άγιος Συμεών ο Ν. Θεολόγος και στους «Ύμνους Θείων Ερώτων», έγραψε για την Ενανθρώπιση του Θεού: «Καί γάμος ὅντως γίνεται, ὁ ἄρρητος καί θεῖος∙ ἑνί ἑκάστῳ μίγνυται».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διευκρινίζει: «Θεότητα μεν ούν λέγοντες, ου κατονομάζομεν αυτής τα της ανθρωπότητος ιδιώματα. Ου γαρ φαμέν θεότητα παθητήν ή κτιστήν, ούτε δε της σαρκός, ήτοι της ανθρωπότητος κατηγορούμεν τα της θεότητος ιδιώματα, ου γαρ φαμέν σάρκα, ήτοι ανθρωπότητα άκτιστον. […] Καί γαρ ο Χριστός, όπερ εστί το συναμφότερον, και Θεός και άνθρωπος λέγεται και κτιστός και άκτιστος και παθητός και απαθής.
Καί όταν εξ ενός των μερών Υιός το του Θεού και Θεός ονομάζηται, δέχεται τα της συνυφεστηκυίας φύσεως ιδιώματα, ήτοι της σαρκός, Θεός παθητός ονομαζόμενος και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος» (Έκδοσις
Ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, Βιβλ. ΙΙΙ, κεφ. Δ´, 997). Γιατί έπρεπε να γίνει άνθρωπος ο Θεός; Την απάντηση τη δίνει ο Βασίλειος Σελευκείας: «τῷ συγγενεῖ το συγγενές θεραπεύων». Να μας σώσει ο Χριστός με την «συγγένειά» Του μαζί μας, η δε «συγγένειά» μας έγκειται στην πρόσληψη της φύσεώς μας από Αυτόν. Η σωτηρία δεν είναι ένα αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, αλλά μια θεραπευτική «επέμβαση».
Αν ο Χριστός δεν ενώνονταν με τον άνθρωπο, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση στο θεανδρικό του πρόσωπο, αν ήταν ξένος, αλλότριος του ανθρώπου δεν θα συντελούνταν η σωτηρία. Η Θεότητα του Χριστού, η πραγματικά ενωμένη με την ανθρώπινη φύση, νεκρή, από την αμαρτία, την «μπόλιασε» την ανθρώπινη φύση και την ζωοποίησε πνευματικά.
Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «Ο Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ» (Εφ.2,4).
Το ίδιο και ο Μ. Αθανάσιος: «προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους» (Περί Ενανθρωπίσεως, 8).
Ο Χριστός προκειμένου να επιτελέσει το επί γης απολυτρωτικό του έργο, έπρεπε, όπως προαναφέραμε να «συγγενέψει», δηλαδή να ενωθεί οργανικά, με το ανθρώπινο γένος. Κατά τον απόστολο Παύλο: «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεὺς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού» (Εβρ.2,17).
Για τούτο «κεκοινώνηκε σαρκὸς και αίματος, και αυτὸς παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα διά του θανάτου καταργήσῃ τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξῃ τούτους, όσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ.2,14-15).
Ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει: «δια τούτο, φησί, την σάρκα ανέλαβε την ημετέραν, δια φιλανθρωπίαν μόνον, ίνα ελεήσει ημάς. Ουδέ γαρ είναι άλλη τις αιτία της οικονομίας η μόνη αύτη. Είδε δε χαμαί ερριμένους, απολλυμένους υπό του θανάτου τυραννουμένους και ηλέησεν» (Κατά Ιουδαίων 2,V).
Αυτό σημαίνει ότι η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου ήταν απόλυτα επιβεβλημένη. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια διακήρυξε ο απόστολος Πέτρος, ότι εκτός του δι’ ημάς σαρκωθέντος Χριστού «ουκ έστιν εν άλλῳ ουδενὶ η σωτηρία, ουδὲ γαρ όνομά εστιν έτερον υπὸ τον ουρανὸν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ᾧ δει σωθήναι ημάς» (Παρξ.4,12).
Φυσικά, από την ανθρώπινη πλευρά, πρωταγωνιστικό ρόλο στην Θεία Ενανθρώπιση διαδραμάτισε η Θεοτόκος, εκ της Οποίας ο Λόγος έλαβε την ανθρώπινη φύση και κυοφορήθηκε στα πάναγνα σπλάχνα Της. Για τούτο ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας την ονομάζει «εργαστήριον ενώσεως των δύο φύσεων»!
Ο Χριστός σώζει ως Θεάνθρωπος, ως αληθινός Θεός και ταυτόχρονα ως αληθινός άνθρωπος. Δε θα μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο μόνο ως Θεός, διότι, αμέτοχος της ανθρωπότητας, η σωτηρία θα είχε απλά θεωρητικό ή και μαγικό χαρακτήρα.
Δε θα μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα μόνο ως άνθρωπος, διότι το κτίσμα δε μπορεί να σώσει κτίσμα κι ακόμα: η αμαρτία είχε τραυματίσει σοβαρά την ανθρώπινη φύση και είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά, ώστε ήταν αδύνατη η αυτοσωτηρία.
Για τούτο και το θείο σχέδιο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους, το προ αιώνων συλληφθέν στο νου της Θεότητας, προέβλεπε την ενανθρώπιση του Λόγου, την ένωση δηλαδή της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ώστε δια της προσλήψεως της ανθρωπότητας από τη Θεότητα η σωτηρία να είναι πραγματική.
Για τούτο και η Εκκλησία έδωσε τιτάνιους αγώνες για να διασωθεί αυτή η αλήθεια, αποδεικνύοντας ως καταστρεπτικές τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού, ο οποίος αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Μονοφυσιτισμού, ο οποίος αρνούνταν την ανθρωπότητά Του.
Δια της Ενανθρωπίσεως ανακτήθηκε η χαμένη δυνατότητα, του «καθ’ ομοίωσιν» (Γεν.1,26), δηλαδή η δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου, που ήταν και ο σκοπός της δημιουργίας του.
Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει πως η θέωση θα ήταν ανέφικτη αν «τα της θεότητος του Λόγου έργα μη δια σώματος εγίνετο» (Κατά Αρειανών 3). Μάλιστα ο ίδιος μέγας πατήρ σε άλλο σημείο επισημαίνει πως «αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192Β).
Ο Χριστός λογίζεται ως ο «Νέος Αδάμ», ο πνευματικός γενάρχης του ανθρωπίνου γένους, ο Οποίος αναγεννά τα ανθρώπινα πρόσωπα, τα καθιστά «σύσσωμα και σύναιμά» Του.
Και όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος: «ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον· … ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός …», αλλά τώρα «τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ.5,12-17). Χάρις στην Θεία
Ενανθρώπιση και το απολυτρωτικό έργο του Χριστού ο άνθρωπος, το θεωρούμενο θύμα της διαβολικής κακουργίας, υψώθηκε «υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και κυριότητος και ονόματος ονομαζομένου» (Εφεσ.1,21), στο παρόν και στην αιωνιότητα!
Δια της Ενανθρωπίσεως έκλεισε η θλιβερή και ολέθρια παρένθεση αιχμαλωσίας του ανθρώπου στο Σατανά, ως δούλος της αμαρτίας και υποκείμενος στη φθορά και το θάνατο.
Ο Θεός κατέβηκε στη γη για να τον ανεβάσει στον ουρανό. Αυτό είναι το παν-ευαγγέλιο και το πιο χαροποιό και ελπιδοφόρο μήνυμα της ανθρώπινης ιστορίας! «Ο Λόγος σάρξ εγένετο» (Ιωάν.1,14), «ίνα την υιοθεσίαν απολαύωμεν».
Να μην είναι πια ο καθένας μας «δούλος, αλλ’ υιός΄ ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ.4,4-7). Ως τότε «ἐβασίλευεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ», τώρα βασιλεύει η χάρις «διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (Ρωμ.5,21)! Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευλογία, που απολαμβάνουμε χάρις στην Θεία Ενανθρώπηση!
Κατόπιν αυτού δε δικαιολογείται πια κανένας φόβος, καμιά απελπισία και καμία απαισιοδοξία, διότι, «Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν, τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ εὕρομεν, δεῦτε λάβωμεν, τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον τοῦ Σπηλαίου.
Ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος, βλαστάνουσα ἄφεσιν, ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον, οὗ πιεῖν Δαυΐδ πρὶν ἐπεθύμησεν, ἐκεῖ Παρθένος τεκοῦσα βρέφος, τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθύς, τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ, διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο ἐπειχθῶμεν, οὗ ἐτέχθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός» (Οίκος Κοντακίου όρθρου Χριστουγέννων)! Όθεν, «Εὐφραίνεσθε Δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος, Παρθένος καθέζεται, τὰ Χερουβὶμ μιμουμένη, βαστάζουσα ἐν κόλποις, Θεόν Λόγον σαρκωθέντα…» (1ο τροπ. Αίνων όρθρου Χριστουγέννων)!