Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

Η διαπραγμάτευση και η μελέτη του θέματος που αφορά στον Διαφωτισμό οδηγεί τις σκέψεις μας στο να υπομνήσουν και να καταγράψουν τις περί κόσμου διδασκαλίες της Εκκλησίας:

α) Ότι το Σύμπαν είναι έργο της Σοφίας και της Δυνάμεως του Τριαδικού Θεού, εφ’ όσον ομολογούμε και διακηρύσσουμε: “Συ κατ’ αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισιν οι ουρανοί” (Εβραίους α΄ 10, βλ. και Εβραίους γ΄ 4).

β) Ότι το Σύμπαν ως λαβόν αρχήν έχει και τέλος κατά την αψευδέστατη προφητεία του Κυρίου ότι “οι ουρανοί παρελεύσονται” (Ματθαίου ε΄ 18) και την διακήρυξη της Γραφής ότι μόνος ο Θεός παραμένει αναλλοίωτος και ατελεύτητος (Εβραίους α΄ 11-12).

Ο απόστολος Πέτρος προφητεύει ως εξής το τέλος του σύμπαντος κόσμου: “Ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται ” (Β΄ Πέτρου γ΄ 10).

γ) Ότι κατά την προφητεία του αυτού Αποστόλου, οι πιστοί “καινούς δε ουρανούς και γην καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί” (Β΄ Πέτρου γ΄ 13).

δ) Ότι η δημιουργία του Σύμπαντος είναι αποκάλυψη και φανέρωση του αοράτου Θεού, η συνοχή και η συντήρησή του μαρτυρεί τον Κτίστη και Δημιουργό, τον Κυβερνήτη και Συντηρητή αυτού (Προς Ρωμαίους 19-20).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει, ότι από την μελέτη των δημιουργημάτων ο άνθρωπος γνωρίζει μερικώς τον Δημιουργόν Θεόν (Γρηγορίου Νύσσης, Εις τους Μακαρισμούς, λόγος στ΄, P.G. 44, 1268).

ε) Ότι η δημιουργία του κόσμου έγινε για το μυστήριο της διά του Ιησού Χριστού αποκαλύψεως και φανερώσεως του Θεού “ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα ” (Κολοσσαείς α΄ 15-16).

στ) Ότι ο άνθρωπος ετάχθη από τον Θεό Δημιουργό Του “φυλάσσειν” την δημιουργία (Γενέσεως β΄ 15).

ζ) Ότι όλα τα δημιουργήματα δοξολογούν τον Θεό Κτίστη και Δημιουργό τους και αινούν Αυτόν, εκπληρούντα τους λόγους των όντων (Ψαλμός ρμη΄ (148) 2-4).

Σημειώνουμε, ότι δεν υπάρχει μεταξύ πίστεως και επιστήμης σύγκρουση όταν εκάστη μένει στα όριά της. Ούτε η πίστη υποτάσσεται στους νόμους του φυσικού κόσμου ούτε η επιστήμη δύναται να επιλύει όλα τα προβλήματα. Η μία αναβιβάζει τον άνθρωπο στα αιώνια και τα υπερφυσικά ελευθερούσα αυτόν από τα γεώδη και πρόσκαιρα. Η άλλη οικονομεί τα εν τω κόσμω και αυτά υπό πολλούς περιορισμούς.

Τα όρια των δύο αυτών δωρεών του Θεού της πίστεως και της γνώσεως επεσημάνθηκαν στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος 4-8 Οκτωβρίου 2000 με την ευκαιρία των εορτασμών του Ιωβηλαίου για την συμπλήρωση δύο χιλιάδων ετών από την Γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Ελλογιμωτάτος κ. Νικόλαος Αρτεμιάδης, Ομότιμος Καθηγητής Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Πατρών και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών ανέπτυξε το θέμα: “Θετικές επιστήμες και μεταφυσικές αλήθειες”, και ετόνισε ότι: “…η πρόοδος των θετικών επιστημών όχι μόνο δεν οδηγεί στην αμφισβήτηση μεταφυσικών αληθειών και της υπάρξεως του Θεού αλλά αντιθέτως μας φωτίζει στον να νοιώσουμε τις αλήθειες αυτές και να ζήσουμε αρμονικά με την Ορθόδοξο Χριστιανική Πίστη”.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος στον Χαιρετισμό, που απηύθυνε προς τα μέλη και τους εισηγητές του αναφερθέντος Συνεδρίου, ετόνισε ότι: “Η Εκκλησία όμως αναγνωρίζοντας μεν το γεγονός ότι κάθε ανακάλυψη αποτελεί διείσδυση στα μυστικά της θεϊκής σοφίας, ευνοεί την επιστήμη. Αντικρίζει όμως και μία κοινωνία που δεν διακρίνεται για την πνευματική ποιότητά της, την προσήλωση σε αρχές και αξίες, μία κοινωνία που έχει την ιδιότητα να γεννά περισσότερα προβλήματα από όσα να λύνει, που χαρακτηρίζεται από παθολογικό εγωϊσμό και αλαζονεία, που στερείται από κάθε ίχνος αιωνίας προοπτικής”.

Ότι οι αστρονομικές πληροφορίες της Βίβλου απαιτούν ιδιαιτέρους κανόνες ερμηνείας και κατανοήσεως τους, εφ’ όσον η Αγία Γραφή πρωτίστως ομιλεί για τον Θεό και τα έργα του Θεού και οδηγεί την ψυχή στην σωτηρία.

Από μία σύντομη έρευνα συλλέγουμε πλούσιο υλικό που κατατάσσουμε σε τρεις ενότητες καταγραφής

Στην πρώτη ενότητα εντάσσονται οι κληρικοί που διέπρεψαν ως λόγιοι και εδίδαξαν τα λεγόμενα τότε “νεωτερικά μαθήματα” ή έγραψαν αξιόλογα συγγράμματα.

Στην δεύτερη ενότητα εντάσσονται οι κληρικοί που δίδαξαν ή διηύθυναν τις διάφορες ονομαστές Σχολές των δύο εκατονταετηρίδων (ιστ΄ και ιζ΄) όπου εδιδάσκοντο τα “νεωτερικά μαθήματα”

Στην τρίτη ενότητα εντάσσονται οι φημισμένοι λόγιοι αυτής της εποχής που είτε κατήγοντο από ιερατικούς προγόνους είτε είχαν διδασκάλους τους τους λογάδες του Γένους μας είτε δίδαξαν στους φημισμένες Σχολές του Γένους που λειτουργούσαν με ευθύνη της Εκκλησίας και εδιδάσκοντο οι νέες γνώσεις.

Δεν αγνοούμε, ότι όλοι αυτοί οι λογάδες που αναφέρθησαν ανήκαν σε διαφορετικές σχολές σκέψεως, ότι μερικοί λόγιοι συνεκρούσθηκαν μετά μεγάλης σφοδρότητος με τους ομοτίμους τους για τις ιδέες τους, ότι και άλλων οι ιδέες αποδοκιμάσθηκαν.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι, ότι προώθησαν τις νέες επιστήμες και τις ενέταξαν στο εκπαιδευτικό σύστημα των υποδούλων Ελλήνων που δεν ήταν ενιαίο και με αναλυτικά προγράμματα, που ήταν αναγκαίο όμως να περιλαμβάνει και τις νέες γνώσεις.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.