Kάλαντα: Η ονομασία τους προέρχεται από τη λατινική λέξη «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα, η οποία διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα «καλώ». Αναλλοίωτο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου εθίμου είναι και το γνωστό σε όλους φιλοδώρημα, το οποίο σήμερα είναι συνήθως κάποιο χρηματικό ποσό.

Παλαιότερα, όμως, ήταν κυρίως φαγώσιμα, όπως γλυκά, πίτες, αυγά, λουκάνικα, κότες, αμύγδαλα, ρόδια, κρασί, τραχανάς, αλεύρι κ.ά. Ακριβώς για αυτό οι καλαντιστές προσπαθούσαν να πουν όσο το δυνατόν περισσότερα και καλύτερα παινέματα, ώστε να πάρουν και καλύτερο φιλοδώρημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κάλαντα όλων των νησιών, όπου οι καλαντιστές αφιέρωναν περισσότερο χρόνο από το τραγούδι τους για να παινέσουν, παρά για εξιστορήσουν τα γεγονότα.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,

για εβγάτε, δέστε, μάθετε, πως ο Χριστός γεννιέται,

γεννιέται κι αναθρέφεται στο μέλι και στο γάλα,

το μέλι τρών᾿ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες

και το μελισσοχόρταρο το λούζουντ᾿ οι κυράδες. Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μ᾿ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου,

βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλι

και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι. Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε, μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε·

εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήση. Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,

δώστε μας και πέντ᾿, έξ᾿ αυγά, να πάμε σ᾿ άλλη πόρτα.

ΠΟΝΤΟΥ

Χριστός γεννέθεν, χαρά στον κόσμον,

ακαλή ώρα, καλή ση μέρα,

ακαλόν παιδίον οψές γεννέθεν,

ψες γεννέθεν, ουρανεστάθεν.

Τον εγέννησεν η Παναία,

τον ανέσταισεν Αειπαρθένος.

Εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν,

εκατήη στο σταυροδρόμιν.

Έρπαξαν ατόν οι σκύλ᾿ Εβραίοι,

σκύλ᾿ Εβραίοι και μίλ᾿ Εβραίοι.

Ας σ᾿ αρχοντικά κι άσ᾿ σην καρδίαν,

γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι άσ᾿ εφάνθεν.

Όπου έσταξεν κι εμυροστάθεν,

εμυρίσ᾿ ατόν ο κόσμος όλος.

Να μυρίσ᾿ ατόν κι εσύ, αφέντα,

εκατήη στο σταυροδρόμιν.

Έμπα σον νουντάν κι έλα σην πόρτα,

έξου στέκουν τα παλληκάρια.

Έβγαλ᾿ τον κισέ και δος παράδας

έξου στέκουν τα παλληκάρια.

Και θυμίζουν στον νοικοκύρην,

νοικοκύρην και βασιλέαν.

ΣΑΜΟΥ

Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, καρέκλα καρυδένια,

για ν᾿ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια. Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκια να κοιμάσαι,

να πίνεις, να δροσίζεσαι και πάλι αφέντης νάσαι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν᾿ αρματώσεις

και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Πολλά ’παμε τ᾿ αφέντη μας, ας πούμε τση κυράς μας·

κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά μαυροματούσα,

πώχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη

και του κοράκου το φτερό τώχεις καμπανοφρύδι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλ᾿ την να μας κεράσει,

να της ’φχηθούμε όλοι μας ν᾿ ασπρίσει, να γεράσει.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Κι αν έχεις γυιό στα γράμματα, βάλ’ τόνε στο ψαλτήρι,

να τ᾿ αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.