Της Κωνσταντίνας Ζήδρου-Μία από τις ειδυλλιακότερες διαδρομές της Ηπείρου είναι εκείνη που ξεκινά από την πόλη των Ιωαννίνων και με κατεύθυνση ΝΑ καταλήγει στο κεφαλοχώρι των Τζουμέρκων τους Καλαρρύτες. Η πορεία μέσα στην άγρια δασώδη φύση των Τζουμέρκων με τα άφθονα νερά, την πλούσια και πυκνή βλάστηση αλλά και τους πολυάριθμους γκρεμούς, καθώς και η συνάντηση με τον Άραχθο και λίγο ψηλότερα με τον Καλαρρύτικο, παραπόταμο του Αράχθου, μαγνητίζει τόσο τον Ηπειρώτη όσο και τον κάθε ταξιδιώτη και τον προσκαλεί να τη διασχίσει κατ’ επανάληψη προκειμένου να του αποκαλύψει τα διαφορετικά της πρόσωπα και τις πολλές ταυτότητές της.
Κατά τη διάρκεια λοιπόν της προαναφερθείσας διαδρομής, περίπου 55 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων και λίγο μετά το χωριό Κηπίνα ή Μυστράς απαντά ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα μνημεία των Τζουμέρκων, η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Κηπίνας. Είναι κτισμένη περίπου 40μ ψηλότερα από τον σύγχρονο δρόμο, στην είσοδο ενός σπηλαίου, στο μέσο μιας απότομης κατακόρυφης πλαγιάς στη ΒΑ πλευρά του άγριου και σπάνιας ομορφιάς φαραγγιού του Καλαρρύτικου. Πρόκειται κυριολεκτικά για μια αετοφωλιά, ένα μνημείο της ορθοδοξίας το οποίο δεν επιβάλλεται με τον όγκο του, δεν εντυπωσιάζει με την πολυτέλειά του αλλά διακρίνεται για την ταπεινότητά του και το στενό δεσμό του με τη φύση και ξεχωρίζει για τον τόπο ίδρυσης και τον τρόπο κατασκευής του.
Τα ιστορικά στοιχεία σχετικά με την ίδρυση του μοναστηριού και την πρώτη περίοδο λειτουργίας του είναι ελάχιστα. Ειδικότερα, η ίδρυσή του τοποθετείται, σύμφωνα με την παράδοση, στον 13ο ή 14ο αι. Ωστόσο, οι παραπάνω χρονολογίες δεν κατέστη εφικτό να τεκμηριωθούν και να επιβεβαιωθούν. Η περίοδος της ακμής του θα πρέπει να τοποθετηθεί από τα τέλη του 17ου αι. και εξής, οπότε το συγκρότημα παίρνει τη μορφή με την οποία σώζεται μέχρι σήμερα, ιστορείται το καθολικό, κατασκευάζεται το τέμπλο και λίγο αργότερα ιστορούνται και οι δεσποτικές εικόνες. Με το πέρασμα στον 19ο αι. και τις ταραγμένες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν, τόσο από τη διακυβέρνηση του Αλή πασά όσο και από τον αναβρασμό που προκάλεσε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, η μονή περιέπεσε σε παρακμή. Εξακολούθησε όμως να διατηρεί τον κομβικό της ρόλο, καθώς λειτουργούσε ως σύνδεσμος ανάμεσα στους υπόδουλους και τους ελεύθερους Έλληνες αλλά και ως αποθήκη όπλων. Μετά την απελευθέρωση της περιοχής και την ενσωμάτωσή της στο νέο ελληνικό κράτος, η μονή έγινε μετόχι της Ι. Μ. Γενεσίου της Θεοτόκου Τσούκας και υπήχθη στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Ιωαννίνων. Από το 1944 και έπειτα έμεινε χωρίς μοναχούς και τη φροντίδα της ανέλαβαν οι τοπικοί εκκλησιαστικοί επίτροποι. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, υπήρξε καταφύγιο ένοπλων αγωνιστών. Το 1997, ιερόσυλοι διέρρηξαν το καθολικό και απέσπασαν το τέμπλο με τις εικόνες του. Τέλος, το 1998, το σύνολο του συγκροτήματος συντηρήθηκε και αναστηλώθηκε ολοκληρωτικά από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, ενώ διανοίχθηκε και νέο μονοπάτι πρόσβασης.
Το κύριο συγκρότημα της μονής περιλαμβάνει το καθολικό, τα κελλιά, τον εξώστη και το διαβατικό. Η πρόσβαση είναι εφικτή από ένα μονοπάτι και μια κινητή ξύλινη γέφυρα στα ανατολικά, η οποία γεφυρώνει το κενό, μήκους περίπου 4μ, ανάμεσα στο συγκρότημα και σε ένα ευρύ πλάτωμα.
Συνολικά, η θέση, η μορφή, η ύπαρξη του σπηλαίου, η ιστορία και ο περιβάλλων χώρος καθιστούν τη μονή Κηπίνας ξεχωριστή τόσο για τον ειδικό ερευνητή όσο και για τον απλό επισκέπτη, τόσο για το σπηλαιολόγο όσο και για τον φυσιολάτρη αλλά κυρίως για όσους αισθάνονται την ανάγκη να προσεγγίσουν τη φύση, να απομονωθούν, να χαλαρώσουν και να βρεθούν κυριολεκτικά και μεταφορικά μεταξύ ουρανού και γης.
Κωνσταντίνα Ζήδρου Αρχαιολόγος
Εικ. 1 Άποψη του συγκροτήματος της Μονής από το επίπεδο του δρόμου
Εικ. 2 Άποψη του συγκροτήματος της Μονής από την είσοδο
Εικ. 3 Άποψη των σωζόμενων τοιχογραφιών του καθολικού
Εικ. 4 Τμήμα του σπηλαίου που πλαισιώνει το συγκρότημα της μονής
tomorrownews