Ο θαυμαστός βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.

Του Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων

Όταν λοιπόν έφθασε η αγία εορτή της Υψώσεως του Σταυρού, εγώ καθώς και πρωτύτερα, γύριζα συλλαμβάνοντας ψυχές νέων. Έβλεπα όμως από πολύ πρωί να τρέχουν όλοι στην Εκκλησία και πηγαίνω κι εγώ τρέχοντας μαζί με τους άλλους που έτρεχαν.

Έφθασα λοιπόν μαζί τους στην αυλή του ναού και όταν ήρθε η ώρα της θείας Υψώσεως, έσπρωχνα και σπρωχνόμουνα γύρω από την είσοδο, προσπαθώντας να μπω μέσα μαζί με το πλήθος. Μόλις όμως πάτησα το κατώφλι της πόρτας, όλοι οι άλλοι έμπαιναν μέσα χωρίς κανένα εμπόδιο, ενώ εμένα με εμπόδιζε κάποια θεία δύναμη, που δεν μου επέτρεπε την είσοδο.

Αυτή την προσπάθεια την έκανα τρεις ή τέσσερεις φορές και επειδή απόκαμα και δεν άντεχα να σπρώχνω και να σπρώχνομαι, γιατί είχε κουραστεί και το σώμα μου από την έντονη προσπάθεια, υποχώρησα για λίγο και έφυγα και στάθηκα σε κάποια γωνία της αυλής του ναού. Και μόλις τότε συναισθάνθηκα την αιτία που με εμπόδιζε να δω το Τίμιο και Ζωοποιό ξύλο. Γιατί άγγιξε τα μάτια της καρδιάς μου λόγος σωτήριος, που μου φανέρωνε, ότι η ακαθαρσία των έργων μου ήταν αυτή που μου έκλεινε την είσοδο. Άρχισα λοιπόν να κλαίω και να θρηνώ και να κτυπώ το στήθος μου και να βγάζω στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου.

Και καθώς έκλαιγα βλέπω από τη θέση που στεκόμουν την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και βλέποντας συνεχώς προς αυτή λέω: Παρθένε Δέσποινα, εσύ που γέννησες κατά σάρκα τον Θεό Λόγο, γνωρίζω καλά πως δεν είναι σωστό και λογικό, σ’ εμένα την τόσο ακάθαρτη, σ’ εμένα που είμαι έτσι γεμάτη ασωτίες, να κοιτάζω την εικόνα τη δικιά σου, της αειπαρθένου, της αγνής, της καθαρής και αμόλυντης στο σώμα και στην ψυχή. Γιατί είναι δίκαιο εμένα την άσωτη, εξ αιτίας της καθαρότητός σου, να με μισείς και τελείως να με αποστρέφεσαι. Αλλά όμως, επειδή, καθώς άκουσα, γι’ αυτό τον λόγο έγινε άνθρωπος ο Θεός που γέννησες, για να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, βοήθησε εμένα που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα για να με βοηθήσει· δώσε εντολή να επιτραπεί και σ’ εμένα να περάσω την είσοδο της Εκκλησίας και μη μου στερήσεις τη δυνατότητα να δω το ξύλο, που πάνω του σταυρώθηκε με τη σάρκα ο Θεός που γέννησες και έδωσε το ίδιό Του το αίμα αντίτιμο για χάρη μου· δώσε εντολή, Δέσποινα, ν’ ανοίξει και σε μένα η πόρτα για τη θεία προσκύνηση του Σταυρού, και βάζω εσένα αξιόπιστο εγγυητή στον Θεό που γέννησες, ότι δεν πρόκειται να εξυβρίσω ποτέ ξανά τη σάρκα μου τούτη με οποιαδήποτε αισχρή σχέση. Αλλά από τη στιγμή που θα δω το ξύλο του Σταυρού του Υιού σου, θα εγκαταλείψω αμέσως τον κόσμο και όλα όσα έχουν σχέση μ’ αυτόν και την ίδια στιγμή θα κατευθυνθώ εκεί όπου εσύ ως εγγυητής της σωτηρίας μου θα μου υποδείξεις και θα με οδηγήσεις.

Αυτά είπα και αφού έλαβα σαν κάποια πληροφορία τη φλόγα της πίστεως, πήρα θάρρος στηριζόμενη στην ευσπλαχνία της Θεοτόκου και φεύγω από εκείνο τον τόπο απ’ όπου προσευχόμουνα. Έρχομαι πάλι και μπαίνω ανάμεσα σ’ αυτούς που προσπαθούσαν να εισέλθουν κι από κανέναν πλέον δεν σπρωχνόμουνα, κανείς δεν με εμπόδιζε να πλησιάσω την πόρτα από την οποία εισέρχονταν στον ναό. Τότε με κυρίευσε φρίκη και έκπληξη, ώστε κλονιζόμουν ολόκληρη και έτρεμα.

Έπειτα φθάνοντας στην πόρτα που μέχρι τότε ήταν κλειδωμένη για μένα όλη εκείνη η δύναμη που πρωτύτερα με εμπόδιζε, τώρα μου άνοιγε τον δρόμο για να μπω. Έτσι εισήλθα χωρίς κανένα κόπο και βρέθηκα μέσα στα άγια των αγίων και αξιώθηκα να προσκυνήσω τον ζωοποιό Τίμιο Σταυρό και είδα τα μυστήρια του Θεού και αισθάνθηκα πόσο είναι πρόθυμος ο Κύριος στο να δέχεται τη μετάνοια. Αφού λοιπόν έπεσα η άθλια πάνω στη γη και προσκύνησα το άγιο εκείνο έδαφος, τρέχοντας βγήκα έξω κατευθυνόμενη γρήγορα σε Εκείνη, που εγγυήθηκε για μένα. Φθάνω λοιπόν σ’ εκείνο τον τόπο όπου το έγγραφο της εγγυήσεως συντάχθηκε και γονατίζοντας μπροστά στην Αειπάρθενο και Θεοτόκο, προσευχήθηκα με αυτά τα λόγια: Εσύ, φιλάγαθε Δέσποινα, μου έδειξες τη φιλανθρωπία σου· εσύ δεν αποστράφηκες την προσευχή της ανάξιας· είδα δόξα που δίκαια οι άσωτοι δεν βλέπουμε· δόξα στον Θεό που με τις πρεσβείες Σου δέχεται· τη μετάνοια των αμαρτωλών.

Γιατί τι περισσότερο, η αμαρτωλή, μπορώ να σκεφθώ ή να πω; Είναι καιρός πιά, Δέσποινα Θεοτόκε, να πραγματοποιηθούν τα συμφωνημένα στην εγγύηση, που εγγυήθηκες. Τώρα όπου προστάζεις, οδήγησέ με· μάλλον τώρα γίνε μου δάσκαλος της σωτηρίας, χειραγωγώντας με στον δρόμο που οδηγεί στη μετάνοια. Και καθώς έλεγα αυτά, άκουσα από μακριά κάποιον να φωνάζει: Εάν περάσεις τον Ιορδάνη, θα βρείς καλή ανάπαυση. Μόλις άκουσα αυτή τη φωνή, πίστευσα ότι για μένα ακούστηκε και κλαίγοντας φώναξα και είπα στη Θεοτόκο: Δέσποινα, Δέσποινα, μη με εγκαταλείψεις την άσωτη. Και αφού είπα αυτά, βγήκα από την αυλή του ναού και βάδιζα σύντομα.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.