ΤΟΥΡΚΙΑ ΝΕΑ – Η ΕΥΡΕΙΑ ΝΙΚΗ του Ρεπουμπλικανικού-Λαικού κόμματος (ΡΛΚ) στις δημαρχιακές εκλογές της Τουρκίας την Κυριακή (31.3.24) σημαίνει αναβίωση του Κεμαλισμού στην γείτονα χώρα ή μήπως άλλη μία νίκη της «δεξιάς» στην Ευρώπη;
Τούτο δεν έχει μόνο πολιτική σημασία αλλά και βαρύτητα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εάν ο νυν πρόεδρος Ερντογάν θεωρείται «κεντροδεξιός», τότε ο επανεκλεγείς δήμαρχος Κων/λεως Ιμάμογλου μπορεί να είναι «ακροδεξιός». Κι αν ο Κεμάλ υπήρξε καταστροφέας του Ελληνισμού στην Τουρκία και στον Πόντο, η επαναφορά του Κεμαλισμού συνεπάγεται παραπέρα όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κρίσιμα ζητήματα για την πατρίδα.
Το ΡΛΚ ιδρύθη απ’ τον «Γαζή» Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ» (=πατέρα των Τούρκων) ολίγον προ του θανάτου το 1938, σε ηλικία 58 ετών. Τον διεδέχθη ο πρωθυπουργός του κι αργότερα πρόεδρος της τουρκικής δημοκρατίας, ο Ισμέτ Ινονού πασάς, επί κεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στην Λωζάννη το 1923, που τερμάτισε τον δεκαετή ελληνο-τουρκικό πόλεμο με ήττα της Ελλάδος και την ανταλλαγή των Χριστιανών και Μουσουλμάνων στις δύο χώρες, πλην δυτικής Θράκης και Κων/λεως, όπου παρέμειναν οι Ρωμιοί μέχρις το 1955. Οπότε ένας άγριος διωγμός από τον τουρκικό όχλο και σύμπραξη της τουρκικής κυβερνήσεως με την βρεταννική (και το ΝΑΤΟ λόγω του κυπριακού προβλήματος), οι 80.000 περίπου συμπατριώτες μας, Κωνσταντινουπολίτες, άρχισαν να καταφεύγουν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει σήμερα 2.500-3.000 στην Πόλη. Ωστόσο, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της δυτικής Θράκης εδιπλασιάσθη στις 120.000.
Ο Κεμάλ, γεννηθείς το 1880 στην Θεσσαλονίκη, ανεμίχθη από ενωρίς ως αξιωματικός του οθωμανικού στρατού, στο μεταρρυθμιστικό κίνημα των «Νεοτούρκων» το 1908. Μετείχε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο, πολέμησε στην Τριπολίτιδα το 1911 και ηττήθη. Στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο ήταν επί κεφαλής του οθωμανικού επιτελείου της Καλλιπόλεως, όπου με την βοήθεια των Γερμανών στρατοκρατών (Λήμαν φον Σάντερς) νίκησε τους Αγγλογάλλους στην αποτυχημένη απόβαση, για την κατάληψη των Δαρδανελλίων προς ανακούφισιν της Τσαρικής Ρωσσίας από την γερμανική πίεση. Η Ρωσσία υπήρξε σύμμαχός τους διαρκούντος του πρώτου «παγκοσμίου» πολέμου μέχρις ότου οι Μπολσεβίκοι συνθηκολόγησαν με τους αντιπάλους Γερμανούς.
Με την λήξη του πολέμου, ο Κεμάλ πολέμησε στον Καύκασο, Χετζάζη και Παλαιστίνη. Από της ανακωχής του Μούδρου, άρχισε κινούμενος προς αναδιοργάνωση της Τουρκίας, συγκαλέσας εθνοσυνέλευση των Τούρκων στο Ερζερούμ τον Ιούλιο του 1919 και στην Σεβάστεια, τον Σεπτέμβριο, οπόταν εκήρυξε εθνικιστικήν επανάστασιν και «εν παντί σθένει» αντίστασιν εναντίον του αποβιβασθέντος στην Μικρά Ασία ελληνικού στρατού για την διάσωση του χριστιανικού πληθυσμού και κατόπιν εντολής των Βρεταννών.
Τον Απρίλιο του 1920 ο Κεμάλ εγκατεστάθη στην Άγκυρα, το κέντρο της σημερινής Τουρκίας, όπου συνεκάλεσε συνέλευση των εθνικοφρόνων βουλευτών της οθωμανικής κυβερνήσεως. Εξελέγη πρόεδρος και αντετάχθη στην κυβέρνηση του σουλτάνου στην Κων/λη. Αναδιοργάνωσε τον στρατό του, προς απόκρουση των προελαυνόντων ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, και τον Οκτώβριο του 1921 συνήψε συμφωνία με την Γαλλία, με την οποία ανεγνωρίσθη το κεμαλικό καθεστώς αντί οικονομικών ανταλλαγμάτων.
Μετά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 στα πρόθυρα της Αγκύρας, ο Κεμάλ κατάφερε να νικήσει την βασιλική κυβέρνηση της Ελλάδος και να διαλύσει την Οθωμανική της Κων/λεως, να καταργήσει το Χαλιφάτο του σουλτάνου (30 Οκτωβρίου) και να κηρύξει ρεπουμπλικανική «δημοκρατία» την 29η Νοεμβρίου 1923.
Ως πρόεδρος της τουρκικής δημοκρατίας προχώρησε σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της ισλαμικής κοινωνίας όπως η κατάργηση της πολυγαμίας, του φερετζέ και φεσιού και της αραβικής γραφής, καθιερώσας το λατινικό αλφάβητο, με αποτέλεσμα σήμερα οι Τούρκοι να αδυνατούν να διαβάσουν τα αρχεία και τις οθωμανικές επιγραφές.
Υπ’ αυτήν την έννοια, το ρεπουμπλικανικό κόμμα σήμερα μπορεί να τοποθετηθή αριστερά του νυν προέδρου Ταγήπ Ερντογάν, που από τον Απρίλιο του 2006 χωροθέτησε τα Ίμια μέσα στην τουρκική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και ανυπόστατα ισχυρίσθη ότι η μουσουλμανική μειονότητα της δυτικής Θράκης καταπιέζεται υπό της ελληνικής κυβερνήσεως –ούτε οι Αμερικανοί αποδέχονται και την διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εν τούτοις, όπως ο Κεμάλ κληρονόμησε την γραφειοκρατία και τον στρατό των Οθωμανών κι ο Ερντογάν την πολιτική του Ινονού και των Κεμαλιστών, έτσι και ο Ιμάμογλου κι οι άλλοι Ρεπουμπλικανοί τοποθετούνται δεξιότερα του Ερντογάν και υπερθεματίζουν τις επιδιώξεις του, όταν μετά από μία τετραετία αποχωρήσει της πολιτικής –ως λέγει. Μέχρι τότε, έχει ο Θεός κι ο Αλλάχ.