Τήν ἱερά μνήμη τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τίμησε ἡ τοπική μας Ἐκκλησία τόσον ἀφ’ ἑσπέρας, ὅσον καί τήν σήμερον κυριώνυμη ἡμέρα 12η Δεκεμβρίου 2021, Κυριακή καί τῶν Ἁγίων Προπατόρων. Τήν παραμονή τό βράδυ, στό πανηγυρῖζον ἐξωκκλήσιο τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου στό Νημπορειό τῆς Σύμης, ἐτελέσθη ὁ Μέγας πανηγυρικός Ἑσπερινός μετ’ ἀρτοκλασίας, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. Χρυσοστόμου καί συμπαραστατούμενου ἀπό τόν Γεν. Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο Πρωτοπρ. π. Στέφανο Μακρῆ καί τόν Διάκονο π. Γεώργιο Κακακιό, ἐνῶ τό ἱερό ἀναλόγιο διακόνησε ὁ κ. Πανορμίτης Κακακιός.
Τήν πρωΐαν τῆς σήμερον, ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας κ. Χρυσόστομος χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί τέλεσε τήν Θ. Λειτουργία στόν πανηγυρίζοντα Ἱ. Ναό Ἁγίου Σπυρίδωνος Πεδίου Σύμης, μέ συλλειτουργούς του τόν π. Φιλόθεο Κάλφα καί τόν Διάκονο π. Γεώργιο Κακακιό, ἐνῶ τήν ἱερά ὑμνωδία ἐμελώδησε ὁ Ἱεροψάλτης καί Ἀναγνώστης κ. Ἀγαπητός Μιχελλής.
Ὁ Σεβασμιώτατος, λαβών ἀφορμή ἐκ τῆς παραβολῆς τοῦ Μεγάλου Δείπνου (Λουκ. Ιδ΄, 15-24), ποὺ ἀποτελεῖ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, ὁμίλησε προς τούς συμμετέχοντες πιστούς, ἑστιάζοντας στήν ἔννοια τῆς «Βασιλείας τοῦ Θεοῦ», τὴν ὁποία ὁ Κύριος, ἀνταποκρινόμενος στὴν πρόκληση κάποιου ἀπὸ τοὺς συνδαιτημόνες του, τὴν παρομοιάζει μὲ ἕνα μεγάλο δεῖπνο ποὺ ἑτοιμάζει ἕνας ἄνθρωπος γιὰ τοὺς φίλους του.
Σύμφωνα με τήν εὐαγγελική διήγηση, ὅποιος μένει ἀδιάφορος ἀποδεικνύεται ἀνάξιος τῆς προσκλήσεως ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς καί μένει ἐκτός τῆς Βασιλείας Του. Οἱ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς καλεσμένους τοῦ Οἰκοδεσπότη, λανθασμένα, προέβαλαν διάφορες δικαιολογίες γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πρόσκληση, χάνοντας ἔτσι τό κυριακό δεῖπνο τῆς εὐφροσύνης.
Στήν διαχρονική ὅμως αὐτή πρόσκληση τοῦ Οὐρανίου Οἰκοδεσπότου, ἀνταποκρίθη ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα στήν Κύπρο. Ἦταν ἄνθρωπος ὀλιγογράμματος καί ἐργαζόταν ὡς βοσκός. Ξεχώριζε γιά τήν πίστη στό Θεό, τήν ἁπλότητα, τήν ταπείνωση ἀλλά καί τήν ἀγάπη του, πού ἐκδηλωνόταν μέ διαφόρους τρόπους σέ κάθε ἄνθρωπο πού εἶχε ἀνάγκη. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης ἀρετῆς του ἔγινε αἰτία νά τόν ἐκλέξουν Ἐπίσκοπο τῆς μικρῆς πόλης τῆς Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου. Ὡς Ἐπίσκοπος συνέχισε νά φέρεται μέ τήν ἴδια ἁπλότητα πού εἶχε καί ὡς βοσκός.
Ὅταν λειτουργοῦσε, τόν ὑπηρετοῦσαν ἄγγελοι καί μαζί τους ὁ ἐνάρετος Ἐπίσκοπος δοξολογοῦσε τόν Θεό. Προσευχόταν μέ τόσο δυνατή πίστη, ὥστε ἔφερνε βροχή σέ καιρό ξηρασίας, θεράπευε ἀσθενεῖς, ὁδηγοῦσε στή μετάνοια, ἀνάσταινε ἀκόμη καί νεκρούς. Ἄν καί δέν εἶχε κοσμική μόρφωση, γνώριζε καλά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ὑπερασπίστηκε μέ ἁπλό καί θαυμαστό τρόπο στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ντροπιάζοντας τόν αἱρετικό Ἄρειο καί ὅλη τήν συνοδεία του. Ὁ ταπεινός αὐτός ἐπίσκοπος παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχή του στόν ἅγιο Θεό στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 348 μ.Χ. σέ ἡλικία 78 ἐτῶν.