20 Φεβρουαρίου 1913… Μια άγνωστη πλευρά της ιστορίας, πριν την μεγάλη στιγμή της παράδοσης των Ιωαννίνων και της απελευθέρωσής τους από του Τούρκους. Η συμβολή των Κρητών μαχητών από τις κρισιμότερες…
Τούτα τα αποσπάσματα που περιγράφονται στο βιβλίο του Γ.Μαράντη : Οι Κρήτες στον Αγώνα παρέμεναν για χρόνια άγνωστα σε ότι αφορά τη συμβολή των Κρητών στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων εκείνα τα χρόνια που οι Τούρκοι είχαν ακόμη στην κατοχή τους την Ήπειρο. Αναμνήσεις απλών ανθρώπων όπως κατεγράφησαν, πολλές φορές δίνουν φως στις λεπτομέρειες που έκριναν μεγάλες στιγμές ηρωικών μαχών. Οι τελευταίες ώρες και στιγμές…
Κρήτες Ήπειρος
«Το εγερτήριο της 19ης Φεβρουαρίου σήμαινε ξημερώματα από μια ομοβροντία 100 περίπου ελληνικών πυροβόλων. Η μονομαχία του πυροβολικού άρχιζε. Μια ατέλειωτη βοή από αριστερά προς τα δεξιά και από κει παραπέρα με ηχώ την απάντηση των εχθρικών πυρών να υψώνεται σαν ένας τεράστιος πύργος προσευχής, ευχαριστήριας προσευχής, στον μεγάλο Θεό της Ελλάδας που μέσα από τους τηλεβόες υπέγραφε την ελευθερία της πόλης των Ιωαννίνων. Όλοι με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις .Το μεσημέρι πληροφορηθήκαμε πως τα πυροβολεία της Καστρίτσας είχαν σιγήσει. Το Μπιζάνι σε απόσταση αναπνοής , οι βολές από παντού κατέστρεφαν ότι είχε μείνει στην περιοχή. Ο ελληνικός στρατός έθρεφε ακόμα λύσσα αλλά το ηθικό ήταν ακμαίο. Κι όμως η ψυχολογία μας ήταν παράξενη. Όλες εκείνες οι βολές που πριν λίγες μέρες έστελναν στον ΄Αδη τους συντρόφους μας τώρα δεν μας έκανα καμία εντύπωση. Κομμένη η ανάσα, το βλέμμα στραμμένο στο Μπιζάνι. Φοβόμασταν μόνο από το ύψωμα εκεί στην περιοχή του αϊ Νικόλα ακουγόταν πολύ πυκνό το πυρ πολυβόλων και όπλων. Κάτι συνέβαινε εκεί. Ήρθε η νύχτα και οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν. Βλέπαμε τις οβίδες σαν υπέροχοι πύραυλοι που φώτιζαν μεγάλη απόσταση από το μέρος που έπεφταν. Η νύχτα είχε προχωρήσει και το πυρ αραίωνε σιγά σιγά ώσπου έπαυσε ολότελα. Οι άνδρες στην ίδια θέση περίμεναν διαταγές. Τι να γινόταν αύριο, μήπως ήρθε η σειρά για το δικό μας γλέντι;»
Οι τραυματίες και οι νεκροί των Κρητικών Λόχων την ημέρα εκείνη ήταν αρκετοί…
Κρήτες Ήπειρος
«Ξημέρωνε η 20η Φεβρουαρίου και όλοι σκέφτονταν τον εαυτόν τους στα συρματοπλέγματα να βάλλεται από πυκνό πυρ και την ίδια στιγμή να προσπαθεί να τα κόψει με ένα ψαλίδι. Τα μεσάνυχτα διατάχθηκαν οι άνδρες της γραμμής να γεμίσουν με 3 γεμιστήρες φυσιγγίων τα όπλα και στις 3 τα ξημερώματα άρχισε η επίθεση. Με όλη την εξάντληση από τις συγκινήσεις της ημέρας οι άνδρες κρατούνταν άγρυπνοι και δεν έδειχναν καμία διάθεση να κοιμηθούν. Όλοι με το ρολόι στο χέρι παρακολουθούσαμε τις κινήσεις του ωροδείκτη, του λεπτοδείκτη και είμαστε ανυπόμονοι. Η ώρα περνούσε αργά και η διαταγή δεν ερχόταν. Λίγο ακόμη και από το μέρος της λίμνης και του Δρίσκου άρχισε να χαράζει η ανατολή. Μια ανατολή θαυμάσια …ήταν η ανατολή της ελευθερίας. Όλα τα άγρυπνα βλέμματα των μαχητών ήταν καρφωμένα στις απέναντι βουνοσειρές που τη λευκότητα τους φώτιζε η ανατολή. Οι ψυχές μας περίμεναν, κάτι μεγάλο, κάτι ανέλπιστο. Δεν τολμούσαμε να εξωτερικέψουμε τις σκέψεις μας. Και ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή!
-Εσήκωσαν λευκές σημαίες!
Το τι συνέβη δεν περιγράφεται. Η είδηση αυτή ήταν αυτό που όλοι θέλαμε και δεν τολμούσαμε να ομολογήσουμε. Τόσες ώρες, όλοι όρθιοι στα προχώματα προσπαθούσαμε μέσα στο πρωινό σκοτάδι να εξακριβώσουμε την αλήθεια. Η είδηση διέτρεχε τις γραμμές και σκόρπιζε σε όλους μας την ανακούφιση και την ευτυχία. Και τότε ακούστηκε άλλη μια φωνή ακόμα πιο δυνατή !
Παρεδόθησαν !
Όλοι έστεκαν αμίλητοι και κοιτούσαν σιωπηλοί. Δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει τι ένοιωθαν. Τα βάσανά τους είχαν τελειώσει και όμως ούτε φωνές, ούτε χαρές απλά βλέμματα υπήρχαν, βλέμματα που ατένιζαν παρατεταμένα σαν αφηρημένα. Το Μπιζάνι. Όλη η ζωή τους τόσους μήνες τώρα πως θα μπορούσε να διώξει μια τέτοια ιδέα μέσα σε μια μόνο στιγμή. Και οι λευκές σημαίες πλήθαιναν όσο περνούσε η ώρα και σιγά σιγά αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τι είχε συμβεί. Ναι, η χαρά ερχόταν και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον για τι νοιώθαμε στενάχωρα. Παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος. Αυτό που για τόσο καιρό αγωνιζόμασταν είχε συμβεί και μείς, εμείς δεν νοιώθαμε τίποτα.
Κρήτες Ήπειρος
Κι άρχισε ύστερα από ώρες να μπαίνει μέσα τις καρδιές μας το φυτό της Μεγάλης χαράς. Οι ειδήσεις κατέφθαναν αλλεπάλληλα. Το σχέδιο που είχαμε θέσει σε εφαρμογή την νύχτα στο ύψωμα του Αγίου Νικολάου κατέλαβε αμαχητί ο 9ος λόχος του 7ου Πεζικού Συντάγματος τη ΙΙ Μεραρχίας με αρχηγό τον λοχαγό Μπουκουβάλα . Την ίδια στιγμή το ιππικό μας έμπαινε με θρίαμβο στην πόλη των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ Πάσας με τον Μητροπολίτην των Ιωαννίνων είχαν φέρει στην Κανέτα το έγγραφο της παράδοσης. Τα ελληνικά αυτοκίνητα φορτωμένα με κλαδιά ελιάς και σημαίες έτρεχαν σαν να ήταν τρελά μέσα την ελεύθερη πια πόλη. Η δική μας γραμμή είχε διαταχθεί να μείνει στην θέση της και μια αυστηρότατη διαταγή απαγόρευε στους άνδρες να πλησιάσουν και να μπουν σ΄αυτό που όλοι οι μαχητές , όλοι οι Κρήτες ποθούσαν, στο ελεύθερο πια Μπιζάνι.
Μας έμεινε ένα παράπονο… Τα σώματα των ταγμάτων μας άρχισαν να κατεβαίνουν από τις κορυφές των προφυλακών. Συντάγματα άρχισαν να μπαίνουν στα Γιάννα και το Κρητικό Σύνταγμα διετάχθη να μεταφέρει τα κανόνια και τα αλλά πυρομαχικά στην πεδιάδα. Θέλαμε εμείς που τόσο είχαμε προσπαθήσει , τόσο εύχυμε κουραστεί και αποδεκατιστεί , που διώξαμε τους τούρκους από την Άρτα να μπαίναμε κι εμείς πρώτοι στα Γιάννενα. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες δάκρυσαν και άλλοι έκλαιγαν γοερά σαν μικρά παιδιά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και για την καλή ψυχολογία των ανδρών αποφασίστηκε να σταθμεύσουμε έξω από τα Γιάννενα στο χωριό Κατσικά και σε δύο μέρες μας επετράπη να μπούμε κι εμείς μέσα στην πόλη. Τότε οι Γιαννιώτες μας επιφύλαξαν μια ενθουσιώδη υποδοχή φωνάζοντας : «Καλώς τα Κρητικάκια, καλώς τους λεβέντες μας!».