Πέρασε ὁ ἑορταστικός “ἐνθουσιασμός” τῆς πρώτης μέρας τῶν Μυροφόρων. Μᾶς ἀπέμεινε ἡ νηφάλια εὐφροσύνη τοῦ ἑβδομαδιαίου μεθεορτασμοῦ μέ τά ὑμνογραφικά καί μουσικά μελωδήματα πού ἀποδίδουν τήν πίστη καί τό ἦθός τους, τήν ἔνθεη λαχτάρα καί τή θεουργό ἐμπειρία τους, τήν ἄμεση κοινωνία τους μέ τόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα Κύριο, τήν ἀρξάμενη διάρκεια τῆς ἐσχατολογικῆς βασιλείας Του, ὡς πρός τήν ὁποία δοκιμάζεται ἐνιστορικά ἡ ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς μας.
Κι ἐπειδή εἴμαστε ἀνώριμοι σ᾽ αὐτήν τήν πληρότητα τῆς καρδιακῆς ἀναφορᾶς, μᾶς χειραγωγεῖ μέ συνανθρώπινα ὑποδείγματα, μέ τό βλέμμα τῆς λατρείας τους πρός Ἐκεῖνον.
Μᾶς περιμένει κι ἐμᾶς συναρίθμιους αὐτός ὁ διαρκής προσανατολισμός τους στόν αὐτεξούσια Ἀναστημένο Σωτήρα μας. Ὄχι δανειολῆπτες τῶν εὐκαιριῶν τοῦ βίου, ἀλλά ἰσάξια δωροφόρους, μέ τό βλέμμα καί τή διάθεση τῶν Κηδευτῶν καί τῶν Μυροφόρων.
Ἄν θέλαμε νά τούς μετονομάσουμε συμπληρωματικά πρός τήν ἅγια κυριωνυμία τους, σίγουρα θά τούς ἀποκαλούσαμε “οἱ πρῶτοι πού τόλμησαν”. Ἀνά τούς αἰῶνες, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ πρωταθλητές τῆς ἅγιας τόλμης.
Στήν ἱερή εὐαγγελική ἱστορία (Ἰω. 19:38ἑξ.· βλ. καί Ματθ. 27:53ἑξ, Μάρκ 15:43ἑξ, Λουκ. 23:51ἑξ), δύο ἄνθρωποι ἀπό τήν δεσπόζουσα θρησκειακή-κοινωνική ὁμάδα, ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τό Νικόδημο (κεκρυμμένοι μαθητές τοῦ Κυρίου, ἀλλά στήν καίρια χρεία τόσο τολμηροί) εἶναι οἱ τολμήσαντες νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό σύνολο τό κατεστημένο (ἄρχουσα τάξη καί παρασυρόμενο λαό).
Μιά λέξη-κλειδί ἀπό τόν πρῶτο ἱστορικά εὐαγγελιστή τό Μάρκο (καί τό ἐννόημα τῶν γραφομένων ἀπό ἄλλους τρεῖς) ἀποτυπώνει λιτά καί σαφέστατα τό δυναμισμό τῆς ψυχῆς τους: “τολμήσας” ὁ Ἰωσήφ, ἔλαβε δῶρο τῆς τόλμης του τόν ἄχραντο Νεκρό, καί μαζί μέ τόν ἰσάξια τολμηρό Νικόδημο περιέστειλαν καί ἐνταφίασαν τό Σωτήρα κατά τό ἑβραϊκό ἔθος τοῦ ἐνταφιασμοῦ.
Ἀπό “τότε” ἐξυμνοῦνται ἀνά τούς αἰῶνες ἐπωνύμως καί ἐνεικονίζονται ὡς τά βασικά πρόσωπα, μετά τήν Παναγία μας μέ τόν Ἰωάννη καί τίς Μυροφόρες, στήν πρωτοβουλία καί τή διενέργεια (καί τή θέαση) τῆς ἀποκαθήλωσης καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ. Σέ ἕνα μνημεῖο δίπλα στό Γολγοθά, πού τό ἐγκαινίαζε πρῶτος ὁ ἄχραντος Νεκρός, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Καί, χωρίς ἀκόμη νά ἐννοοῦν ἐν Χάριτι, πάντως ἐννοοῦσαν ἐν καρδίᾳ λατρευούσῃ καί μετεῖχαν ὡς διακονητές σ᾽ ἐκεῖνο τό μυστήριο πού ἀνέστησε τήν ἀνθρωπότητα καί ἀνακεφαλαίωσε τήν θεόκτιστη ἱστορία τοῦ κόσμου ὅλου.
“Πέπαυται τόλμα μαθητῶν, Ἀριμαθαίας δέ ἀριστεύει Ἰωσήφ· νεκρόν γάρ καί γυμνόν θεώμενος τόν ἐπί πάντων Θεόν, αἰτεῖται καί κηδεύει…” (Κανών Ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου).
Μέχρι σήμερα “συνεγκωμιάζεται” ἡ τόλμη τους, ἡ λατρευτική τους ὕπαρξη, ἡ πληρότητα τῆς σχέσης τους μέ τόν ζῶντα Θεό τῆς σωτηρίου ἐνανθρωπήσεως.
Κι ἀπό κοντά ὁ χορός τῶν Μαθητριῶν (βλ. Μάρκ. 15:40, Ματθ. 27:55), πού συνακολουθοῦσαν τόν Κύριο μέ τούς Μαθητές Του καί τούς ὑπηρετοῦσαν “ἀπό τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς” (αὐτή ἡ διάρκεια τῆς γυναικείας ὥριμης αὐτοπροσφορᾶς, πού καταφάσκεται στό μυστήριο τῆς σωτηρίας καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί συνεχίζεται μέ τό ἱεραποστολικό “σήμερα”).
Τολμηροί οἱ δύο Κηδευτές ἄνδρες, τολμηρές καί οἱ Μυροφόρες γυναῖκες. Οἱ πρῶτοι πιστοποιοῦν τόν ἐνταφιασμό “καθώς ἔθος ἐστί τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν”, τήν ἀναδοχή ἀπό τό σαρκωμένο Θεό τοῦ θανάτου μας, γιά νά τόν μεταποιήσει καί αὐτόν σέ διαβατήριο ἀθανασίας καί ζωῆς.
Ἐνταφιάστηκε στό συγκεκριμένο μνημεῖο, σφραγίστηκε μέ τόν βαρύ λίθο, πού μόνες τους δέν γινόταν νά τόν μετακινήσουν οἱ γυναῖκες, ὅταν θά ἔρχονταν, μέσα στά βαθιά χαράματα τῆς “μιᾶς Σαββάτων”-Κυριακῆς γιά τό μύρωμα τοῦ Κυρίου.
Αὐτές οἱ δεύτερες (καί ἰσάξια τολμηρές στή λατρευτική τους ἀγάπη γιά τό Χριστό) πρωτοποροῦν καί τρέχουν πρός τό κενό μνημεῖο καί θεωροῦν τούς ἀγγέλους καί τελικά τόν αὐτεξουσίως Ἀναστάντα.
Στή δική τους θαρραλέα τόλμη εἶναι ἀφιερωμένη ἡ τρίτη ἑβδομάδα τοῦ Πεντηκοσταρίου. Ἀνά τήν οἰκουμένη τούς ἐξυμνοῦμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι καί προσφοιτοῦμε στίς ἐκκλησίες καί στά μοναστήρια καί στά προσκυνήματα τῆς πίστεώς μας, γιά νά “μάθουμε” ἐν εὐλαβείᾳ καί ἀκολούθως ἐν Χάριτι ἀπό τούς “τολμηρούς” αὐτούς τό θάρρος καί τό βραβεῖο τῆς ἁγίας τόλμης τους.
Οἱ πρῶτοι ἔλαβαν βραβεῖο τόν ἄχραντο Νεκρό. Οἱ δεύτερες ἔλαβαν βραβεῖο τόν “Ζῶντα καί ζωοποιήσαντα τό γένος τῶν βροτῶν”. Ὁ σαρκωμένος Θεός τούς χάρισε τόν Ἑαυτόν Του, τή θέα Του, τήν κοινωνία Του, τήν ὁμολογία τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεώς Του.
Μέ αὐτά τά ἱερά αἰσθήματα καί τίς ἱερές κηρυγματικές σκέψεις, ἐξυμνήσαμε καί ἐξυμνοῦμε τούς ἁγίους Κηδευτές Ἰωσήφ καί Νικόδημο καί τίς ἁγίες Μυροφόρες Μαρία τήν Μαγδαληνή, Μάρθα καί Μαρία τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, Ἰωάννα τοῦ Χουζᾶ, Σαλώμη καί Σουσάννα.
Κομίσαντες ἱερόν ἀπότμημα ἀπό τό δέρμα τῆς ἀφθάρτου χειρός τῆς ἁγίας Μαγδαληνῆς στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης Γουμενίσσης-Γρίβας, προέστημεν ἀφ᾽ ἑσπέρας τοῦ πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ στό φερώνυμο Παρεκκλήσι τῶν Μυροφόρων καί τήν Κυριακή στόν Ὄρθρο, τή θεία Λειτουργία καί τή λιτανεία τῶν ἱερῶν λειψάνων καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων μέχρι τό Καθολικό τῆς Μονῆς, γιά νά ἐπανακάμψουμε πάλι καί νά ἀπολύσουμε, συνοδευόμενοι ἀπό ἀδελφούς τῆς Μονῆς καί πολλούς εὐλαβεῖς προσκυνητές. Μέ τό “Χριστός ἀνέστη” στήν καρδιά καί στά χείλη, σέ μιά προσπάθεια νά “κοινωνήσουμε” τῶν ἱερῶν εὐλαβικῶν αἰσθημάτων ἐκείνων τῶν ἀθανάτων πλέον λατρευτῶν τοῦ Κυρίου. Καί μέ ἀμετάθετη τήν ἀποφασιστικότητα νά τούς μιμούμεθα στήν ἱερή τους τόλμη διά βίου, στήν ἅγια ὑπακοή τους πρός τό Σωτήρα διά τῆς Ἐκκλησίας Του.