Εορτολόγιο-Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 16 Ιουνίου: Ο Άγιος Τύχων Επίσκοπος Αμαθούντος
Εορτολόγιο-Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 16 Ιουνίου: Μνημόνιος, Τύχων, Τίχων
Μια μέρα που ο Τύχων στεκόταν μοναχός στην πόρτα του μαγαζιού, ένα παιδάκι συνομήλικο Και γνωστό του, κίτρινο κι αδύνατο απ’ τον υποσιτισμό, τον πλησίασε, στάθηκε ντροπαλά μπροστά του και με τρεμουλιαστή φωνή του είπε:
— Τύχων, πεινώ… Δύο μέρες τώρα τ’ αδέλφια μου κι εγώ δεν έχουμε ψωμί. Η μανούλα μας δεν έχει δουλειά. Χρήματα δεν έχουμε ν’ αγοράσουμε…
— Έλα, τον διέκοψε ο Τύχων, Και τον τράβηξε μέσα. Και αφού πήρε δύο ψωμιά φρεσκοψημένα και ζεστά, τα έβαλε στα χέρια του φτωχού παιδιού και του είπε:
— Πάρε τα γρήγορα στο σπίτι. Δικά σου είναι. Δεν θέλω χρήματα.
Από φτωχούς δεν παίρνουμε χρήματα. Και να ξανάρθεις. Να ‘ρχεσαι τακτικά χωρίς στενοχώρια Και ντροπή. Το παιδί μόλις μπόρεσε να πει ένα ευχαριστώ, ενώ δύο δάκρυα καυτά κυλούσαν απ’ τα μάτια του.
Απ’ την ημέρα εκείνη ο Τύχων συνήθισε να δίνει στους πεινασμένους τα πατρικά ψωμιά χωρίς χρήματα. Πονόψυχος όπως ήταν, ένοιωθε μια χαρά, μια αγαλλίαση σαν του δινόταν η ευκαιρία να κάμει το καλό. Στο παιδικό μυαλό του κυκλοφορούσε πάντα ο λόγος, που του τόνισε κάποια μέρα η μανούλα του.
– Παιδί μου. Πίσω από τον κάθε φτωχό Και πονεμένο βρίσκεται αυτός ο ίδιος ο Χριστός μας! Ότι δίνουμε στον φτωχό, το προσφέρουμε σ’ Αυτόν τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας! Στον Θεό μας! «Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ», μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος μας.
Κάποτε έμαθε κι ο πατέρας την πράξη του καλού παιδιού. Στενοχωρημένος κάλεσε κοντά του τον Τύχωνα και τον παρατήρησε με αυστηρά λόγια:
– Εσύ, παιδί μου, έτσι που πας θα μας αδειάσεις το μαγαζί. Όταν δίνουμε σ’ όλους τους φτωχούς ψωμιά δωρεάν, που θα βρούμε τα χρήματα για να αντικαταστήσουμε το σιτάρι που ξοδεύουμε; Τι θα γίνουμε αύριο χωρίς χρήματα, χωρίς δουλειά; Πώς θα ζήσουμε;
Στα δικαιολογημένα αυτά εκ πρώτης όψεως ερωτήματα του πατέρα το πιστό παιδί με την απονήρευτη καρδιά έσπευσε ν’ απαντήσει:
– Πατέρα, είπε. Συ Και η μητέρα δεν μ’ έχετε διδάξει, πως ο κάθε φτωχός είναι κι ένας αδελφός του Χριστού; Κι ακόμη, πως ότι δίνουμε σ’ αυτούς, το δίνουμε, μάλλον το δανείζουμε στον ίδιο τον Χριστό μας, που θα μας το επιστρέψει κάποια μέρα, όχι στην ποσότητα που του δώσαμε, αλλά εκατόν φορές πιο πολύ; Λέγει ψέματα ο Χριστός;
Στη φυσική αυτή απορία του παιδιού, στενοχωρημένος ο πατέρας, πήρε τον Τύχωνα από το χέρι και τον οδήγησε στη σιταποθήκη.
— Θεέ μου! ΤΙ είναι αυτό, ψιθύρισε ο πατέρας με βαθιά έκπληξη.
Το θαύμα είχε γίνει. Η σιταποθήκη που ήταν νωρίτερα σχεδόν αδειανή τώρα είχε γεμίσει. Ο Παντοδύναμος Θεός έκαμε το θαύμα του.