Χθες ήταν λιοπύρι όπως και τότε, στις 24 Ιουλίου 1974. Τότε σε γάζωσαν με εφτά σφαίρες. Και κρατούσες το σαγόνι σου, όσο απέμεινε δηλαδή, να μην πέσει. Και πίεζες στην καρωτίδα να μην εκτοξεύεται το αίμα ωσάν το ματωμένο σου πρόσωπο να ήταν πίδακας.

Αλήθεια Σπύρο Μελαχροινέ και σαν ταινία να την έβλεπα, θα έλεγα πως είναι «υπερβολές» και θα γύριζα το κουμπί και θα έκλεινα την τηλεόραση. Όμως δεν ήταν ταινία. Δυστυχώς, δεν ήταν ταινία. Συνέβη στην πραγματικότητα 50 χρόνια πριν και όσοι ήταν τότε ζωντανοί δεν θέλουν να τα θυμούνται και όσοι ήταν αγέννητοι τρομάζουν να τ’ ακούνε. Ένας ζωντανός εφιάλτης.

Χθες, όμως, δεν πόνεσες. Πόνεσαν οι συγγενείς. Πονέσαμε κι εμείς που σε γνωρίσαμε τόσο αργά. Που δεν προλάβαμε να σου σφίξουμε το χέρι. Που δεν προλάβαμε να σου πούμε, «άμε στο καλό Σπύρο και είθε να φυσήξει ούριος άνεμος την ώρα που θα διαπλέεις την Αχερουσία για να φτάσεις εκεί που δεν υπάρχει οδύνη και στεναγμός».

Χθες, στις 11, ήσουν πιστός στο ραντεβού όπως και τον Ιούλιο του 1974. Αν και τότε, για να είμαστε ειλικρινείς, έστησες τον Χάρο, τον ξεγέλασες. Προσποιήθηκες πως ήσουν νεκρός. Μόνο εκείνον τον Τούρκο στρατιώτη δεν ξεγέλασες και παρ’ όλον που ήσουν πνιγμένος στο αίμα, σου έριξε άλλη μία ντουφεκιά. Κι όμως, εμμέσως τον ξεγέλασες και αυτόν επειδή παρ’ όλα αυτά διασώθηκες, έστω κι αν οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος σου. Το μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό σου ήταν να επιβιώσεις.

Και η μάνα σου που σε περίμενε, όπως περίμενε και τον αδελφό σου τον Ανδρόνικο, ο οποίος επίσης τραυματίστηκε για να πεθάνει λίγο αργότερα. Και ενώ όλα γύρω μύριζαν μπαρούτι και θάνατο εσύ έβλεπες τη ζωή που δεν ήθελες να χάσεις. Ήσουν 19 χρόνων στην ηλικία που ο άνθρωπος νοιώθει σχεδόν αθάνατος. Το πάλεψες, έστω και αν περιέπεσες σε κώμα επί τρεις μήνες.

Χθες, λοιπόν, ουδείς μπορούσε να σε βλάψει. Στις 11 τελέστηκε η κηδεία σου και ήταν κοντά σου, δίπλα σου, οι δικοί σου άνθρωποι. Να πάρεις πολλούς χαιρετισμούς στους έξι ηρωικώς πεσόντες του 361 Τάγματος Πεζικού που έβαψαν με το αίμα τους την πατρώα γη για να μπορούμε εμείς να αναπνέουμε ελεύθερα και να νοιώθουμε σκλαβωμένοι για πράγματα που για σας ήταν τόσο περιττά. Να τους πεις πως τους κλάψαμε, πιότερο κι απ’ την κατάντια μας.

Υπέδειξε την ακριβή θέση των τραυματιών

Ο Σπύρος Μελαχροινός έδωσε κατάθεση για όσα έζησε, ενώ μέρος τους αναδημοσίευσε χθες και ο «Φ». Σχετικές αναφορές, όχι από τον ίδιο τον Σπύρο Μελαχροινό αλλά από στρατιώτες, οι οποίοι τον γνώρισαν κατά ή μετά τη μάχη του Κουτσοβέντη, κάνει και ο διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Χαράλαμπος Αλεξάνδρου. Κάποιες από τις αναφορές των επιζησάντων είναι και οι ακόλουθες:
«Ξαφνικά στο σκοτάδι είδαν μια μορφή να τους προσεγγίζει. Σταμάτησαν. Ο Χ’’ Κώστας Στ. ρώτησε ποιος ήταν. Ο άγνωστος δεν έδωσε απάντηση. Συνέχισε να περπατά προς τους δύο τραυματίες. Ο Χ’’ Κώστας Στ. τον ξαναρώτησε ποιος ήταν. Ο άγνωστος δεν απάντησε και συνέχισε να περπατά προς την κατεύθυνσή τους. Όταν πλησίασε αρκετά είδαν ότι είχε το ένα του χέρι στον λαιμό του, σαν κάτι να κρατούσε. Τους έκανε νόημα με τα χέρια ότι ήταν ο οδηγός του συνταγματάρχη Βόττα Γ. Για να τους κάνει το νόημα σαν να κρατούσε τιμόνι, έφυγε το χέρι του από τον λαιμό του.

Ξεκίνησε να εκτινάσσεται αίμα από την καρωτίδα. Μετά το νόημα ξαναέβαλε το χέρι του και έκλεισε την αρτηρία. Οι δύο στρατιώτες έβλεπαν ένα αποκρουστικό θέαμα. Ήταν ο στρατιώτης Μελαχρινός Σπ., οδηγός του Βόττα Γ. Οι δύο στρατιώτες εκείνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν έναν άνθρωπο χωρίς σιαγόνα, με το δέρμα και τη γλώσσα να κρέμονται. Είχε χτυπηθεί από σφαίρα στο πρόσωπο».
Σημειώνεται, πως όταν άρχισε η ανταλλαγή πυρών με τους Τούρκους, ο συνταγματάρχης Βόττας αναχώρησε από τη σκηνή με δεύτερο αξιωματικό για να φέρουν βοήθεια, όπως είπαν. Δεν γύρισαν ποτέ.
«Οι τρεις τραυματίες, δηλαδή ο στρατιώτης Μελαχροινός, ο στρατιώτης Σωτηρίου και ο λοχίας Χ’’ Κώστας, με το πρώτο φως της επομένης (Πέμπτη, 25η Ιουλίου), αναζήτησαν καταφύγιο προς το παρακείμενο λατομείο της περιοχής. Το μαρτύριο της δίψας μεγάλωνε και επισκίασε τους πόνους από τα τραύματα, ένα παγούρι με νερό που βρήκε ο στρατιώτης Σωτηρίου αναπτέρωσε το ηθικό τους. Ο στρατιώτης Σωτηρίου αναφέρει χαρακτηριστικά: “Δεν νομίζω να αντέχαμε ούτε μερικές ώρες ακόμη χωρίς νερό, αλλά ο Μελαχροινός χωρίς σιαγόνα δεν ήταν δυνατό να πιεί”. Τον ξάπλωσαν κάτω και του έριχναν λίγο – λίγο νερό στον οισοφάγο.

Το βράδυ της 25η Ιουλίου επιχείρησαν χωρίς αποτέλεσμα να κινηθούν ανατολικότερα προς αναζήτηση των φίλιων δυνάμεων. Εξαντλημένοι, αποκοιμήθηκαν μέσα στους θάμνους και όταν την επόμενη το πρωινό ξύπνησαν (Παρασκευή, 26η Ιουλίου), βρήκαν κοντά τους ένα σημείωμα του στρατιώτη Μελαχροινού: “Φεύγω. Έτσι κι αλλιώς είμαι άχρηστος. Φεύγω κι ό,τι γίνει”. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξεκίνησαν να ακούγονται φωνές. “Κώστααα! Κώστααα!”. Οι δυο τραυματίες θεώρησαν ύποπτο ότι οι καλούντες φωνάζαν “Κώστααα!” και όχι “Χ’’ Κώστααα!” όπως επίσης και το γεγονός ότι διέκριναν κάποιον που φορούσε πορτοκαλί φουλάρι.

Παρέμειναν σιωπηλοί και σε αποκρύψη όταν ξαφνικά, κάποιος πέρασε δίπλα και φώναξε: “Εδώ είναι ρε! Τον βρήκα…”. Ήταν μια ομάδα ερευνάς / διάσωσης από συμπολεμιστές του 361ΤΠ, με επικεφαλής τον ΔΕΑ, Λεωνίδου Λεωνίδα. Σε αυτούς κατάφερε να φτάσει ο τραυματίας Μελαχροινός, με το πρώτο πράγμα που τους είπε ότι “υπάρχουν ακόμα δύο τραυματίες … εκεί”. Η ομάδα ερευνάς / διάσωσης συγκροτήθηκε, αφού ενημέρωσε προηγουμένως ο λοχίας Βασιλείου Χαράλαμπος, ο μονός που δεν ήταν τραυματίας. Την ακριβή θέση όμως των τραυματιών υπέδειξε ο στρατιώτης Σπύρος Μελαχροινός».

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.