Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ πανανθρώπινη ἀνάγκη καί αἴσθηση τοῦ διαλόγου, νά βρισκόμαστε σέ ἀνοικτή γραμμή μέ τό οἰκεῖο καί τό φιλικό καί τό κοινωνικό, τό συνανθρώπινο καί διανθρώπινο περιβάλλον μας!

Ἀκόμη καί ἡ ἐλάχιστη διαίσθηση ὅτι μᾶς ἀκοῦν, ὅτι μᾶς ἀποδέχονται σέ μιά ἰσοτιμία ἀμοιβαίας παραδοχῆς εἶναι ἀναπόδραστη ἀνάγκη μας (ὅτι μᾶς προσδέχονται ὡς ἀπαραίτητο στέλεχος στό δικό τους ὑπαρκτικό χῶρο οἱ ἄλλοι, ὅπως τόσο ἁπλά τό ζοῦμε καί τό ἀπαιτοῦμε ἀπό τή βρεφική καί τή νηπιακή μας ἡλικία).

Τά αὐστηρά ὑγειονομικά μέτρα καί τό προληπτικό κλείσιμο τόσων μηνῶν κατέδειξε ἐκ τοῦ ἀντιθέτου πόσο ἀναπόδραστη εἶναι (ἀκόμη καί ἀπεγνωσμένα) ἡ ἐκζήτηση τῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς κοινωνίας, τῆς ἀμεσότητας καί τῆς μεταξύ ἀλλήλων ταυτοποίησης σέ ὁλοέν διευρυνόμενα ἀνοίγματα σχέσεων.

Τά ψυχολογικά προβλήματα ὡς παράλληλη πανδημία ἄλλης ὑφῆς, ἀπό τόν πόνο καί τήν ἀπόγνωση, μέ μιάν ὑποχρεωτική ἀποστέρηση τῶν ἐθισμῶν τῆς συνήθους διαβιώσεως σέ ἕνα ἀνοικτό σχετικά ὁρίζοντα κινήσεων καί σχέσεων, ἐκτός τῶν ἄλλων καταδεικνύουν καί αὐτήν τήν ὑπαρκτική μας ἰδιοσυστασία.

Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἄτομο, δέν θά ἤθελε νά εἶναι ἀτομικότητα, κατά βάθος δέν θά τό ἤθελε νά ἀπομείνει αὐτοτελής ἀκόμη καί στήν πιό παθολογική ναρκισσική του ἰδιοτέλεια.

Εἶναι φτιαγμένος γιά νά ὑπάρχει ὡς πρόσωπο, ὅπως τό θεολογεῖ ἡ παράδοση τῆς ἀποκαλυπτικῆς μας ἀνθρωπολογίας. “Κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν” πλασμένος.

Κι αὐτό τό “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν πλασμένος” ὁρίζει τήν σχέση μας, τήν προοπτική μας ὅτι ὑπάρχουμε ἐξαρχῆς σέ σχέση μέ τήν φυσική εἰκόνα τοῦ Πατρός, μέ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνος Κτίστης μας, ἐμεῖς κτίσματα ὄχι ἁπλῶς λογικά, ἀλλά σέ μιά χριστολογική ἀναφορά. Ἡ ὑπαρκτική μας συνειδητή καί ὑποσυνείδητη λαχτάρα τῆς σχέσης, τῆς κοινωνίας, τῆς ἀποδοχῆς/παραδοχῆς μας ἀπό τούς ἄλλους (καί τῆς ζωῆς μας μέσα ἀπό τήν ἀποδοχή/παραδοχή τῶν ἄλλων) ὑφίσταται, ἐπειδή ὑπάρχουμε πλασμένοι ὡς ὄντα σχέσης, ὡς πρόσωπα στήν προοπτική τῆς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν δημιουργημένης (δεδομένης) ἀφετηριακῆς καί διαρκοῦς καί ἀτέλειωτης σχέσης μας μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὀντολογία μας εἶναι χάρισμα σχέσης, μοναδικῆς σχέσης πού ἐπιβεβαιώνεται καί τελειώνεται ὡς κοινωνία μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὡς κοινωνία (καί) μέ τούς κοινωνοῦντας πρός τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Μέσα σ᾽ αὐτήν τήν ὀντολογική προοπτική τῆς δικῆς Του θεανθρωπίας εἴμεθα ἄνθρωποι, καλούμεθα καί ὑπάρχουμε ὡς συνάνθρωποι.

Αὐτό ἀκριβῶς διαλαλεῖ ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ἑρμηνευτική της, ἡ ἅγια παράδοσή μας, πού γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί λέγεται ἅγια, γιατί εἶναι κλήση ὑπαρκτική καί ὁδός καί βιούμενη πραγμάτωση τῆς σχέσης μας πρός τόν Κύριο.

Ἐκεῖνο τό πρωταρχικό “ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν” εἶναι ἡ δεδομένη χάρις νά ὑπάρχουμε διά τοῦ Χριστοῦ καί σέ ἑνότητα μέ τόν Χριστό ὡς πρόσωπα, ὡς σχέση, ὡς κοινωνία μέ τόν ὑπερτέλειο Τριαδικό Θεό, τόν Θεό τῆς Τριαδικῆς ἀπερινόητης Κοινωνίας, καί τόν συνάνθρωπο (τούς συνανθρώπους τῆς καθεμιᾶς προσωπικῆς μοναδικότητος) πάλιν ὡς πρόσωπα, ὡς σχέση, ὡς κοινωνία.

Ὅταν ξεκόβουμε ἀπό τόν Ἕνα ἤ ἀπό τούς ἄλλους γιά μιά ἐλεύθερη τάχα καί ἐλευθεριάζουσα ἀτομικότητα ἀτομικῶν δικαιωμάτων, αὐτεπιβεβαίωσης καί αὐτοτέλειας καί αὐτοδυναμίας, ζοῦμε τήν κόλαση τοῦ μή εἶναι.

Καί ἡ μέν ὕπαρξη εἶναι δῶρο πού δέν μηδενίζεται. Ἀλλά ἡ ἐλευθεριάζουσα ἀτομικιστική ἐπιβίωση εἶναι μιά ἐπιλογή βίωσης καί βιούμενης διάρκειας ἑνός μηδενισμοῦ.

***

Μαθαίνουμε νά ζοῦμε μέ τίς ψευδαισθήσεις ἑνός “πολιτισμοῦ μή σχέσης” (κι ἄς παραφρονεῖ ἐπικαλούμενος καί τάχα διασώζοντας τίς σχέσεις, μέ τόν πιό λάθος τρόπο, μέ τίς πιό τραγικές ἐκφάνσεις αὐτῆς τῆς λανθάνουσας καί παθιασμένης καί ἄστοχης ὑπαρκτικότητας).

Ὅμως αὐτός ὁ ἴδιος ὁ δομημένος πολιτισμός μας “ἀποζητεῖ” κατά βάθος νά ξαναβρεῖ τή ζωή καί τήν ὕπαρξη ἔτσι ὅπως μᾶς χαρίζονται ἐξαρχῆς καί πάλιν ὡς σχέση, ἐκεῖνο τό δικό μας “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ” πού εἶναι ἡ θεοπλαστούργητη καί θεόσωστη ἀληθινότητά μας.
Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς δείχνουν οἱ Ἅγιοί μας.

Οἱ Ἅγιοί μας (ἀκόμη κι ἐκεῖνοι πού ἔζησαν ὡς ἀσκητές στίς ἐρήμους τῆς πιό αὐστηρῆς ἀπομόνωσης) ἔζησαν καί ζοῦν καί ὑπάρχουν ὡς ἄνθρωποι αἰώνιας καί ἄχραντης καί ἄφθαρτης σχέσης. Πρός τόν Θεό Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι.

Καί συνάμα μέσα σ᾽ αὐτήν τή θεοποιό κατά χάριν σχέση, πρός ὅλους τούς συνανθρώπους ὅσους ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν. Οἱ Ἅγιοι εὔχονται ὑπέρ ἁπάντων. Οἱ Ἅγιοι “μοιράζονται” ἀμέριστα τόν ἑαυτό τους ἐν χάριτι μέ ὅλη τήν συνανθρωπότητα, τήν πανανθρωπότητα.

Ὁ Κύριος ἐφόρεσε ὅλον τόν Ἀδάμ, αὐτό πού μᾶς ἔδωσε, ἄφθαρτο καί ἄχραντο αὐτό πού ἐμεῖς στό συλλογικό “ἐμεῖς” τό καταφθείραμε καί τό καταφθείρουμε μέ τήν ἀστοχία τῆς ἐλευθεριάζουσας καί ἀθεΐζουσας ἐλευθερίας μας. Καί μᾶς τό ξαναέδωσε ἄφθαρτο καί ἄχραντο ἐν Ἑαυτῷ, μέ τήν προαιώνια βουληθεῖσα χριστοποίηση τῆς φύσης μας, τοῦ εἶναί μας, ὡς σχέση ζωοποιό μαζί Του.

Μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίνει καί μᾶς ξαναδίνει ἐκεῖνο τό ἀναστάσιμο “μεῖνον μεθ᾽ ἡμῶν”. Νά τό ἀποζητοῦμε καί νά τό ἐπιποθοῦμε ἀκόμη κι ἄν εἶναι “κεκρατημένοι οἱ ὀφθαλμοί μας”, ἀνίκανοι νά Τόν βροῦμε μόνοι μας, κεκλημένοι νά Τόν ἐπιγινώσκουμε μόνον δι᾽ Αὐτοῦ.

Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ἀπό τή δική Του πλευρά (τό ἅπαν) εἶναι ἡ δωρεά τῆς Αὐτοῦ ἐπιγνώσεως, τῆς μετ᾽ Αὐτοῦ θείας κοινωνίας, τῆς ἀτέλειωτης ἐν Αὐτῷ σχέσης μας.

Ἡ ἱστορικότητά της εἶναι τό ἄθλημα τῆς ἐλευθερίας μας σ᾽ αὐτήν τήν ὑπαρκτική ἀνταπόκριση.

Τά καλά ἔργα, τά περισπούδαστα προγράμματα, τά περίλαμπρα κτίρια, ἡ κινητικότητα τῆς θρησκευτικῆς μας ἐκδοχῆς, ὁ καθημερινός μας βίος, τά πάντα τοῦ κερματισμένου μας βίου, ὅλα εἶναι ἐπιλογές ἐλευθερίας σ᾽ αὐτό τό πρωτάθλημα σχέσης πού ἄνοιξε τότε, ὅταν μᾶς ἔπλασε, καί πραγματώθηκε τότε, ὅταν μᾶς ξαναέπλασε ἐν Ἑαυτῷ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, γιά νά μᾶς δοθεῖ ὡς τέλειο πρότυπο ἀνθρώπου στή Θεανθρωπότητά Του τῆς Τριαδικῆς κοινωνίας, τῆς ὁποίας καλούμεθα καί δυνάμεθα νά ἀνταποκριθοῦμε.

***

Ἡ θέα τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναλήψεως εἶναι ἕνα διδασκαλεῖο αὐτῆς τῆς ἁγιαστικῆς (ζωοποιοῦ) σχέσης καί τῆς ἅγιας (ζωηφόρου) κοινωνίας.

Ὁ Κύριος αἴρεται στούς οὐρανούς, καί ἀποκαθιστᾶ χαρίζοντας μόνιμα τήν (ἐπι)κοινωνία τῆς λογικῆς κτίσεως μέ τό Θεό Πατέρα.

Ἀποκαλύπτει στούς θεόπτες Μαθητές Του τήν δόξα τῆς θεϊκῆς Του μορφῆς μέσα ἀπό τό θεωρούμενο ἔσοπτρο τῆς δοξασμένης-θεωμένης ἐνανθρωπήσεώς Του.

Οἱ Ἄγγελοι ἐν Πνεύματι ἀναγνωρίζουν στήν ἀναλαμβανόμενη ἀνθρωπινότητά Του τόν Κτίστη καί Δημιουργό καί Κύριό τους, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας στό πρόσωπό Του δοξάζεται ὡς ἀνθρώπινη φύση τῆς φυσικῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός.

Καί ἐκεῖνοι καί ἐμεῖς Τόν συνδοξολογοῦμε, μοιραζόμαστε πλέον ὑπαρκτικά τήν σχέση μας πρός τό Σωτήρα, ἐκεῖνοι μέ τή χάρη τῆς ἀτρεψίας πρός τό κακό, κι ἐμεῖς μέ τήν τελειότερη ἀμεσότητα τῶν μελῶν τοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Παναγία μας ὡς πληρότητα καί τελειότητα ἀνθρώπινης ὁμοίωσης πρός τόν Υἱό Της αἴρει τά χέρια καί τό βλέμμα πρός τόν Σωτήρα, ἐκφράζοντας αὐτό πού ἔγινε καί αὐτό πού εἶναι διαρκῶς: ψυχῇ καί σώματι ἐλεύθερη τέλεια σχέση καί ἐθελούσια ὁλοτελής ἀναφορά πρός τόν Υἱό Της, συναγείροντας ὅλη τήν εἰκονιζόμενη γύρω της ἀποστολική Ἐκκλησία (καί ὅλη τήν ἐκκλησιαστική διάρκεια) σ᾽ αὐτήν τή δική Της σχέση καί ἀναφορά πρός τό Σωτήρα.

Οἱ Ἀπόστολοι ὁλόγυρα (μαζί καί μέ τόν Παῦλο τῆς μετέπειτα κλήσεως καί χριστολογήσεως) ἀνατείνουν τό βλέμμα τους πρός τό Σωτήρα, πατώντας στή γῆ τῆς πανανθρωπότητος πού ὄφειλαν νά τήν “οὐρανώσουν”, νά τήν ξαναφτιάξουν καί νά τήν συγκαλέσουν στήν ἐλεύθερη ἐκζήτηση τῆς θείας υἱοθεσίας, στήν “ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ”.

***

Μήπως λείπει κανείς ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως;

Μιά εἰκόνα δέν εἶναι τό πᾶν, δείχνει πρός τό ἅπαν. Εἰκονιζόμεθα καί ὅλοι “ἐμεῖς” δίπλα στήν Παναγία μας καί στούς Ἀποστόλους καί στούς Ἀγγέλους, στή σχέση μας πρός τόν Κύριο, στήν ἀναφορά μας πρός τόν Πατέρα, στήν κοινωνία μας μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἰκονίζεται στόν Κύριο πού ἀναλαμβάνει θεωμένη τήν ἀνθρώπινη φύση μας στόν Πατέρα (ὡς ἐσχατολογική πραγματικότητα).

Καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἰκονίζεται μαζί μέ τήν Παναγία καί τούς Ἀποστόλους πού ἀνατείνουν ἐκκλησιαστικά ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο τῆς Ἀναλήψεως (ὡς κλήση τοῦ κόσμου γι᾽ αὐτήν τή σχέση μαζί Του μέσα στήν ἱστορία, ὡς δικό τους δεῖγμα ἔνθεης ἐλευθερίας γιά νά γίνει ἔνθεο ἄθλημα τῆς ἐλευθερίας ὅλων στή σχέση μας μέ τόν Κύριο).

Αὐτό φανερώνουμε μέ ὅλες τίς δεήσεις καί τίς ἐκτενεῖς καί προπαντός μέ τίς Εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας καί κάθε ἅγιας τελετουργίας.

Μιά τέτοια τελετουργία καί ἐπίμονη δέηση καί σταθερή ἀνάταση (μέ ἐπίμονη ἀναφορά στήν Ἁγία Τριάδα διά τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος) εἶναι καί ἡ τελετή τῶν Ἐγκαινίων. Αὐτό θά διαπιστώσουμε, ἄν μελετήσουμε τίς ψαλμωδίες καί τίς Εὐχές, τή μεταφορά τῶν ἱ. λειψάνων (διά τῶν Μαρτύρων συναγωγή πρός τήν “ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς”), τήν καθαρότητα καί τό ἁγιομύρωμα τῆς τραπέζης καί τή σφράγιση τοῦ ὅλου κτίσματος (ὥστε νά γίνει “θρόνος τοῦ Ἀχωρήτου” καί “κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι”), τήν πρώτη καί τίς ἑπόμενες τεσσαράκοντα διαρκεῖς Λειτουργίες ὡς χρόνο καί χῶρο τῶν ἀνθρώπων ἐθελούσια καί λατρευτικά-ἀγαπητικά καί ὁλότελα ἀφιερωμένο στό Θεό.

Τελετουργώντας τά δέοντα καί ἐπικαλούμενος τήν τελεταρχική Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό δι᾽ ὀλίγων ἐξηγοῦσα καί ἔλεγα στούς κληρικούς μου καί στούς πιστούς ἀπό Ἑλλάδα, Ρουμανία καί Μολδαβία, κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους πρόσφατα.

Γιά νά ἐπισημάνω τελικά αὐτήν τήν χαρισματική μας ἑνότητα μετά τοῦ Κυρίου, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μέ παραδείγματα ἀπό τόν ἀμεσότερο παρελθόντα χρόνο.

Ὁ 113χρονος ἅγιος ἱερομάρτυς Χαράλαμπος ἀποκεφαλίστηκε στήν Ἀντιόχεια τῆς Μ. Ἀσίας περί τό 198 μ.Χ. Ἐξαιτίας τῆς ἀτρόμητης μαρτυρικῆς του ἀτρεψίας σέ τέτοιαν ἡλικία καί τῆς ἁγιασμένης εὐτολμίας του πρό τῶν βασάνων καί τῆς θανατώσεως, θαύμασαν, ὁμολόγησαν ὅτι γίνονται χριστιανοί καί μαρτύρησαν δύο ἀπό τούς βασανιστές του, ὁ Βάπτος καί ὁ Πορφύριος.

Συντιμῶνται ἐπίσης μαζί του τρεῖς ἀνώνυμες (ἀγνώστου ὀνόματος) Μάρτυρες Γυναῖκες, ὅπως καί ἡ ἀγία Γαλήνη πού ἐνταφίασε τό μαρτυρικό του σκήνωμα.

Φερωνυμεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας “θαυματουργός” γιά τήν ἄμεση θαυμαστή παρουσία του σέ κρίσιμες συγκυρίες. Ἁγιασμένα καί ἁγιαστικά ἀποτμήματα ἐκ τοῦ ἱερομαρτυρικοῦ του λειψάνου ὑπάρχουν σέ μονές καί ἐνορίες καί προσκυνήματα ἀνά τήν Ἑλλάδα, τή Σερβία, τή Ρουμανία.

Ὅλα αὐτά καί δυσεξαρίθμητα ἄλλα θαύματα διαλαλοῦν τήν σχέση οὐρανοῦ καί γῆς, ἀπορρέουν ἀπό τή θεία Οἰκονομία καί ἐξαγγέλλουν τό γεγονός τῆς θείας Ἀναλήψεως χριστολογικά καί ἐκκλησιολογικά, ἐκεῖνο τό “ἰδού ἐγώ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (γιά τήν ἐπίγεια ἱστορία μας) καί ἐκεῖνο τό “πάλιν ἐλεύσομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ καί ὑμεῖς ἦτε”, τήν σωτηριολογία καί τήν ἐσχατολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.

†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.