Ο Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος (ή Κεντυρίων), ήταν ο επικεφαλής Ρωμαίος που μαζί με τους στρατιώτες του είχαν αναλάβει την επιτήρηση της σταύρωσης του Χριστού και αργότερα την φύλαξη του τάφου.
Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση παρευρέθηκε τόσο στη Σταύρωση όσο και στην Ανάσταση, ήταν μάρτυρας των όσων συνέβησαν και μαρτύρησε επειδή αρνήθηκε να τα διαψεύσει. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στρατιώτης που πίστεψε στην θεότητα του Χριστού μετά τον θάνατό του και ο πρώτος στρατιωτικός Άγιος. Η μνήμη του Αγίου και των δύο στρατιωτών, που μαρτύρησαν μαζί του, τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Οκτωβρίου.
Πληροφορίες για τον βίο του Αγίου έχουμε από το βιβλίο του Μαρτίου (παλαιότερα εορταζόταν στις 15 Μαρτίου) στο «Μηνολόγιό» έργο του Συμεών του Μεταφραστή και κυρίως από τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια, όπου όμως δεν του αποδίδεται κάποιο όνομα, αλλά αναφέρεται απλά με τον βαθμό του, «Εκατόνταρχος ή Κεντυρίων», κατά την παρουσία του στη Σταύρωση.
Το όνομά του και άλλα στοιχεία για την ζωή του αναφέρονται στα «απόκρυφα» ευαγγέλια, που όμως δεν θεωρούνται αξιόπιστα, ούτε είναι πλήρως αποδεκτά από την Εκκλησία και γενικά πιστεύεται ότι αναμιγνύουν τον μύθο με την πραγματικότητα.
Μαθαίνουμε ότι καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας και ότι ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή. Τα έτη από 26 έως 33 μ.Χ. ήταν υπό τις διαταγές του Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία, του Πόντιου Πιλάτου και έφερε τον βαθμό του εκατόνταρχου – κεντυρίωνα.
Έτυχε λοιπόν στον Λογγίνο να αναλάβει την επιτήρηση της Σταύρωσης, όπου όταν επήλθε ο θάνατος του Χριστού, βλέποντας όλα τα φοβερά σημεία της φύσης, να παραδεχτεί, όπως συμφωνούν και οι τρεις Ευαγγελιστές, «αλήθεια, ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού»(κατά Μάρκου 15.39) ή «πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος» (κατά Λουκάν 23.47) ή «αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού» (κατά Ματθαίον 27.54).
Αργότερα στην Ιουδαϊκή συναγωγή ομολόγησε «Αλήθεια λέω Αυτός είναι Υιός Θεού»
Αν και είχε δείξει κάποια πίστη προς την θεότητα του Χριστού, του ανατέθηκε μαζί με ομάδα στρατιωτών η φύλαξη του τάφου. Τότε έγινε αυτός και οι στρατιώτες του μάρτυρες της Ανάστασης. Οι αρχιερείς κατάφεραν χρηματοδοτώντας κάποιους στρατιώτες να διαδώσουν ότι οι μαθητές του Χριστού έκλεψαν το σώμα του.
Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από τον Λογγίνο ο οποίος επέμενε στο γεγονός της Ανάστασης και μαζί με άλλους δύο στρατιώτες παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους.
Η στάση του αυτή, έστρεψε εναντίον του τους Ιουδαίους και αναγκάστηκε μαζί με τους δύο στρατιώτες, που είχαν πιστέψει, να καταφύγει στην Καππαδοκία, όπου διέδιδε τα όσα είχαν συμβεί στην Σταύρωση και Ανάσταση του Χριστού.
Οι Ιουδαίοι συνέχισαν να τον καταδιώκουν και έπεισαν τον Καίσαρα και τον Πιλάτο να τον καταδικάσουν σε θάνατο.
Τότε ο Πιλάτος έστειλε στρατιώτες στην Καππαδοκία, οι οποίοι έγιναν δεκτοί από τον ίδιο, φιλοξενήθηκαν και μετά από παρακίνηση δική του, επειδή δίσταζαν λόγω της φιλικής στάσης του, τον αποκεφάλισαν, όπως και τους δύο στρατιώτες που τον είχαν ακολουθήσει.
Αυτό συνέβει στις 16 Οκτωβρίου του έτους 33 μ.Χ.Την κεφαλή του την παρέδωσαν στον Πιλάτο ο οποίος την πέταξε περιφρονητικά σε σκουπιδότοπο έξω από την πόλη.
Μετά από πολλά χρόνια, τυφλή χήρα που είχε χάσει πρόσφατα και τον γιό της, μετά από οδηγία του Αγίου, που παρουσιάστηκε στον ύπνο της, βρίσκει την κεφαλή του και με θαυματουργό τρόπο θεραπεύεται. Όπως της είχε ζητηθεί από τον Άγιο, μετέφερε την κεφαλή του στην Σανδιάλη της Καππαδοκίας, όπου και την φύλαξε σε εκκλησία που έκτισε προς τιμή του