Όταν ήμουν εφημέριος στην εκκλησία των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα), η σύζυγος του γιατρού των Ανακτόρων και καθηγητή του Πανεπιστημίου Σάββα αρρώστησε τόσο βαριά, ώστε σύμφωνα με το ιατρικό συμβούλιο που έγινε δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας.
Ο γιατρός Σάββας λυπόταν πάρα πολύ για την απελπιστική κατάσταση της συζύγου του. Οι οικείοι και οι φίλοι, βλέποντάς τον τελείως απελπισμένο, του είπαν: «Δεν καλείς τον πατέρα Ιωακείμ με τα άγια λείψανα των αγίων Αναργύρων για να διαβάσει ευχές υπέρ της υγείας της συζύγου σου;»
Λέει ο Σάββας: «Ποιον Ιωακείμ;» «Τον ιερομόναχο Ιωακείμ που είναι εφημέριος στην εκκλησία του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου των αγίων Αναργύρων».
Έστειλε αμέσως υπηρέτη και με κάλεσε να πάω στην οικία του με τα άγια λείψανα των αγίων Αναργύρων και να διαβάσω ευχές για τη σύζυγό του που είναι άρρωστη βαριά. Πήρα λοιπόν το κουτί των αγίων λειψάνων και πήγα, και μόλις μπήκα στο σπίτι έφτασε κάποιος απεσταλμένος από τη Σοφία, τη σύζυγο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, και ρώτησε για την υγεία της κυρίας.
Ο γιατρός Σάββας αποκρίθηκε ότι δεν έχουν καμία ελπίδα σωτηρίας, και σ’ εμένα είπε: «Επειδή η κυρία βρίσκεται σε αφασία και σχεδόν ψυχορραγεί, γι’ αυτό να διαβάσετε τις ευχές έξω από το δωμάτιο στη σάλα». «Μάλιστα», είπα, «αλλά φώναξε όλους όσους βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο σπίτι σου να έρθουν εδώ για να γίνει κοινή δέηση».
Αμέσως ο Σάββας φώναξε όλους που ήταν στο σπίτι και ήρθαν στη σάλα, και τότε είπα: «Γονατίστε όλοι». Όλοι γονάτισαν, και ο ίδιος ο Σάββας και εγώ. Διάβασα γονατιστός τις περί υγείας ευχές και σ’ όλη τη διάρκεια ο Σάββας έκλαιγε και όλοι οι άλλοι δάκρυσαν. Τέλος ευχήθηκα για την ανάρρωση και έφυγα.
Οκτώ μέρες μετά που διάβασα τις ευχές ήρθε ένας υπηρέτης σταλμένος από τον Σάββα στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου και μου είπε: «Ο γιατρός Σάββας μ’ έστειλε να σου πω ότι αύριο θα έρθει με τη σύζυγό του να κάνει λειτουργία για να προσφέρει ευχαριστίες στους αγίους Αναργύρους για τη θεραπεία της κυρίας και να φροντίσεις για όλα όσα χρειάζονται για τη θεία λειτουργία».
«Έγινε καλά η κυρία;» τον ρώτησα. «Από τη μέρα που διαβάσατε τις ευχές γύρισε προς το καλύτερο και τώρα είναι εντελώς καλά και θα έρθει και αυτή με τον σύζυγό της στη λειτουργία».
Ετοίμασα όλα τα αναγκαία για τη λειτουργία και την επομένη ήρθαν και οι δύο στη λειτουργία, και ο Σάββας έλεγε: «Οι άγιοι Ανάργυροι χάρισαν στη σύζυγό μου την υγεία».
Η γυναίκα του Δημητρίου Όφμαμ είχε υποστεί επτά αποβολές κατά τον έβδομο μήνα. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά θεραπεία δεν έβρισκε, γιατί πάντοτε κατά τον έβδομο μήνα απέβαλλε. Ενώ λοιπόν ήταν έγκυος στον έκτο μήνα, ήρθε στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου και μου λέει:
«Πάτερ Ιωακείμ, πάντοτε κατά τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης μου αποβάλλω το παιδί. Μη μπορώντας να βρω θεραπεία από τους γιατρούς ήρθα στους αγίους Αναργύρους, γιατί όπως βλέπεις είμαι έγκυος στον έκτο μήνα, για να με λυπηθούν οι άγιοι Ανάργυροι και να γεννήσω καλά».
«Τώρα που ήρθες στους αγίους Αναργύρους θα γεννήσεις καλά, μη φοβάσαι». Ενώ λοιπόν έψαλλα γι’ αυτήν αγιασμό, της έδωσα και κρατούσε το κουτί που περιείχε τεμάχιο λειψάνου του αγίου Παντελεήμονος και άλλο τεμάχιο του αγίου Κοσμά.
Μετά τον αγιασμό έφυγε με την πεποίθηση ότι θα γεννήσει καλά. Και πράγματι γέννησε καλά ένα κοριτσάκι που το ονόμασε στο βάπτισμα Ελπίδα, και κάθε χρόνο ερχόταν από τον Βόλο, όπου έμενε με τον σύζυγό της, και διάβαζα γι’ αυτήν παράκληση στην εκκλησία των αγίων Αναργύρων, για να αποδίδει ευχαριστίες στους αγίους Αναργύρους.