Η Αγία Θέκλα έζησε στους Αποστολικούς χρόνους, στους πρώτους δηλ. χρόνους του Χριστιανισμού. Πρόκειται περί μεγάλης Αγίας. Η Εκκλησία την ονόμασε Ισαπόστολο. Ισαποστόλους δε γυναίκας έχουμε ελάχιστες. Δεν μετριούνται ούτε εις τα δάκτυλα της μιας χειρός. Εν τούτοις δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή της. Η Αγία Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιον της Μ. Ασίας. Η μητέρα της ήταν επιφανής Ελληνίδα. Την λέγανε Θεόκλεια.
Ήταν όμως φανατική ειδωλολάτρισσα και αυταρχικού χαρακτήρα. Η Θέκλα ήταν νέα δεκαοκτώ χρονών και Αρραβωνιασμένη με ένα επίσημο της περιοχής, που τον λέγανε Θάμυριν.
Επρόκειτο μάλιστα να τελέσει τους γάμους της. Εν τω μεταξύ όμως συνέβη κάποιο γεγονός που άλλαξε τελείως την ζωή της. Ζούσε, όπως είπαμε κατά τους αποστολικούς χρόνους, τότε δηλαδή που οι 9 Απόστολοι περιόδευαν κάθε χώρα, πόλη και χωριό, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Την εποχή εκείνην, εις το Ικόνιον, ήλθε ο Απόστολος Παύλος. Κατέλυσε δε στο σπίτι του ευσεβούς Ονησιφόρου. Το πλήθος των ανθρώπων, που με τόση δίψα έτρεχαν κάθε βράδυ για να μάθουν την πρωτάκουστη διδασκαλία του Χριστού, προσείλκυσε και την προσοχή της Θέκλας.
Την ημέρα δεν είχε το θάρρος να μεταβεί στο σπίτι του Ονησιφόρου. Διότι οι γυναίκες τότε έμεναν στο γυναικωνίτη. Άλλωστε και η μητέρα της ήταν ειδωλολάτρης, θα μάθαινε και θα την εμπόδιζε. Γι’ αυτό εκμεταλλεύτηκε το σκοτάδι. Πήγε .κρυφά και στεκότανε στην πόρτα του σπιτιού του Ονησιφόρου, χωρίς να την προσέχουν, αλλά και χωρίς να βλέπει κι αυτή τον Απόστολο, πού κήρυττε. Μόνον άκουε.
Τα θεόπνευστα όμως εκείνα λόγια, πού. βγαίνανε από το στόμα του Αποστόλου, έκαμαν βαθύτατη εντύπωση στη Θέκλα και την βάλανε σε σοβαρές σκέψεις για την σωτηρία της.
Μέσα στις άλλες πρωτάκουστες διδασκαλίες της Χριστιανικής πίστεως άκουσε και διά το ύψος της Παρθενίας. Άκουσε, ότι καλός, είναι ο γάμος και ευλογημένος, αλλά καλύτερη είναι η Παρθενία. Απέχει η Παρθενία όσο ο ουρανός από τη γη.
Έλεγε ο Απόστολος του Χριστού, ότι καλό είναι και πολύ ανώτερο στον άνθρωπο να μη παντρεύεται. Επειδή όμως είναι αδύνατο και για να μη πέσει στην αμαρτία, ας παντρεύεται.
Η μητέρα της την είχε κατασκοπεύσει και γνώριζε που βρισκότανε. Άλλα και η ίδια δεν της Απέκρυψε την αλήθεια. Η Θέκλα με αξιοθαύμαστο Θάρρος είπε, ότι πιστεύει κι’ αυτή στο Χριστό και ότι είναι πια Χριστιανή, διότι αυτός είναι ο πραγματικός Θεός.
Η μητέρα της σκέφθηκε. Και τέλος πήρε την απόφαση: Κάλεσε τον μνηστήρα της, τον Θάμυριν και του είπε, ότι είναι ανάγκη να γίνουν το συντομότερο οι γάμοι του με την κόρη της.
Ο Θάμυρις κατόπιν πλησιάζει την Θέκλα και άρχισε με τα συνηθισμένα συναισθηματικά και ερωτικά λόγια να της αλλάξει τις ιδέες. Αλλά κάποιος άλλος ΝΥΜΦΙΟΣ υπήρχε γι’ αυτήν.
Ήταν «ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας βροτούς»: Ο Ιησούς Χριστός, τον όποιον κήρυττε ο Απ. Παύλος. Η περί παρθενίας διδασκαλία του Απ. Παύλου την είχε καταγοητεύσει και είχε πάρει την απόφαση να μείνει παρθένος. Νύμφη του Χριστού.
Κατήγγειλε ο Θάμυρις τον Απόστολο Παύλο, ότι επιβάλλει την αγαμία, ότι διαλύει τον γάμο, ότι ανατρέπει τον θεσμό της οικογενείας και ότι καταδικάζει το ανθρώπινο γένος σε αφανισμό.
Ο ηγεμόνας Καστίλλιος ανέλαβε να εξετάσει τον Παύλο. Τον περιόρισε εν τω μεταξύ στη φυλακή, δεμένο, για να τον ανακρίνει μετά από μερικές η μέρες.
Η Θέκλα κατηχείται στη φυλακή
Στην φυλακή πήγαιναν πολλοί να δουν τον Απόστολο. Μόλις το έμαθε η Θέκλα, πήρε την ηρωική απόφαση να πεθάνει και αυτή για την πίστη του Χριστού. Επήγε λοιπόν και αυτή στην φυλακή. Επήρε δε μαζί της όλα τα στολίδια της και τα μαργαριτάρια της, που είχε.
Τα έδωσε στον δεσμοφύλακα Εκείνος την άφησε, και έτσι ήλθε στο δέσμιο Παύλο. Εκεί στην φυλακή συμπλήρωσε την κατήχηση στη νεαρά Θέκλα. Η Θέκλα, που γνώρισε τώρα καλά τον Χριστό και την διδασκαλία του και βρήκε ανεκτίμητο θησαυρό.\
Ο ηγεμόνας Καστίλλιος ανέκρινε κατόπιν τον Παύλο, αλλά δεν βρήκε αληθινή καμία κατηγορία.
Απεναντίας ένοιωθε μεγάλη ευχαρίστηση ν’ ακούει τα λόγια του. Οι άλλοι άρχοντες
όμως είχαν ένα μίσος εναντίον του, διότι τους υποκινούσε ο Θάμυρις. Τότε ο Καστίλλιος, θέλοντας να σώσει και τον Παύλο και τον όχλο να ικανοποιήσει, διέταξε να τον μαστιγώσουν και υστέρα από λίγες ημέρες τον εδίωξε από την πόλη του Ικονίου.
Η ψυχή της είχε αναφλεγεί από τον έρωτα να υπηρετήσει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ποθούσε να γίνει και αυτή απόστολος του Χριστού, να μεταδώσει αυτά που έμαθε και στους άλλους, που βρίσκονταν στο σκοτάδι της άγνοιας. Αφού τα διδάχθηκε, δεν μπορούσε να σωπάσει. Θα το διαλαλούσε κι αυτή παντού και θα το κήρυττε το Ευαγγέλιο με όλη την δύναμη της ψυχής της.
Η μάνα της, αφού μπήκε ο Σατανάς μέσα της και δίωξε κάθε ίχνος μητρικής στοργής και αγάπης, φώναζε να κάψουν την κόρη της ζωντανή στη μέση στο θέατρο, για να φοβηθούν οι άλλες γυναίκες και να μην αφήνουν τους άνδρες τους για Έναν πεθαμένο Χριστό. Ήθελε να την δει νεκρή και όχι Χριστιανή!
Ο άρχοντας τότε έβγαλε απόφαση να θανατωθεί και έδωσε διαταγή να την κάψουν ζωντανή μέσα στο θέατρο, μπροστά σ’ όλον τον κόσμο.
Η Θέκλα βλέπει να εμφανίζεται ο Χριστός, με την μορφή του Παύλου, στη μέση του όχλου και μετά ανήλθε προς τους Ουρανούς. Τότε κατάλαβε η Θέκλα ότι αυτός είναι ο Χριστός και ότι ήλθε να την ενισχύσει στον μεγάλο της αγώνα, εις τον όποιον θα έμπαινε.
Η καρτερόψυχη κόρη που είχε μέσα της τον θεϊκό έρωτα, που της κατέκαιε την καρδιά, δεν δείλιασε το υλικό πυρ, αλλά στάθηκε στο μέσον της φωτιάς με σηκωμένα τα χέρια και τα μάτια στον ουρανό και από κει περίμενε βοήθεια.
Η φωτιά όχι μόνο δεν την έκαιγε, αλλά τη δρόσιζε. Και άλλο θαύμα παράδοξο επακολούθησε.
Αγία Θέκλα η Ισαπόστολος: Μεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας σήμερα 24 Σεπτεμβρίου
Θαύμα παράδοξο
Τότε αμέσως και απότομα σύννεφα βαριά σκεπάσανε τον ουρανό απ’ άκρου εις άκρον. Η φωτιά έσβησε από την βροχή. Οι βροντές και οι αστραπές συνέχιζαν να συγκλονίζουν τον τόπο. Χαλάζι έπεσε στο θέατρο και πολλούς σκότωσε.
Κατάπληκτος και τρομαγμένος ο όχλος προ του κατακλυσμού εκείνου αφήνει την Θέκλα και φεύγει να κρυφή. Μετά από αυτό η Αγία ψάχνει να βρει τον Απ. Παύλο, τον οποίο τον βρίσκει μέσα σε ένα μνημείο, τάφο μαζί με τον Ονησιφόρο και την οικογένεια του.
Από εκεί λίγο αργότερα, ο Ονησιφόρος επέστρεψε πίσω στο σπίτι του και ο Παύλος με τη Θέκλα αναχώρησαν, για την Αντιόχεια.
Ένας από τους επισήμους ειδωλολάτρες της πόλεως, ονόματι Αλέξανδρος, που καταγότανε από την Συρία, τόσο πολύ την αγάπησε, μόλις την είδε, την φίλησε στο δρόμο. Εκείνη
φώναξε, και τον έφτυσε. Εκείνος της πρότεινε να την νυμφευτεί.
Η Θέκλα όμως απέρριψε χωρίς καμία σκέψη. Το πάθος, όμως, τόσο πολύ κυρίεψε τον Αλέξανδρο, ώστε αυτήν την χειρονομία την επανέλαβε και σε άλλη τυχαία συνάντηση. Η Αγία μη ανεχόμενη αυτά, του ξέσχισε την χλαμύδα και τον άφησε γυμνό. ‘Η πράξη αυτή της Άγιας θεωρήθηκε ύβρις και βλασφημία. Επρόκειτο, λοιπόν, να δικαστεί.
Στα θηρία
Στο δικαστήριο την καταδίκασαν σε θάνατο. Έπρεπε τώρα να την ρίξουν στα Θηρία να την φάνε.
Η καταδίκη όμως αυτή ήταν άδικη. Γι αυτό η κραυγή του πλήθους αντηχούσε: Είναι άδικη η καταδίκη. Φώναζε βεβαίως ο κόσμος. Αλλ’ εις μάτην. Κανείς δεν τους άκουγε.
Οι δήμιοι εν συνεχεία απέλυσαν νηστικά κι’ εξαγριωμένα λιοντάρια και Αρκούδες εναντίον της, για να την κατασπαράξουν, θαύμα όμως καταπληκτικό επακολούθησε. Μόλις τα άγρια θηρία πλησίασαν την Αγία, σαν μία αόρατη δύναμη να τα κρατούσε και να τα τιθάσευε, δεν την πείραξαν καθόλου.
Μετά την ξαναέριξαν στα θηρία, σε λιοντάρια και αρκούδες φοβερές.
Μία πολύ άγρια λέαινα στεκόταν κοντά στην Άγια και δεν άφηνε κανένα θηρίο να την πλησιάσει.
Μετά ταύτα αφού πια είδαν ότι δεν μπορούσαν με τα θηρία να της κάμουν τίποτε, πετάξανε την Μάρτυρα του Χριστού σε λίμνη. Αλλά και πάλι η δύναμις του θεού την προστάτεψε με αλλεπάλληλα θαύματα.
Τέλος ο Αλέξανδρος είπε στον Ανθύπατο.
—Έχω δύο φοβερούς και πολύ άγριους ταύρους. θα τη ρίξω σ αυτούς να την σκοτώσουν.
— Ότι θέλεις κάνε την, του είπε. Εγώ πια παραιτούμαι.
Πράγματι! την έδεσαν την Μάρτυρα και την έβαλαν μέσα που ήταν οι ταύροι. Η Άγια σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχόταν. Εν τω μεταξύ κεντούσαν και εξωθούσαν τους ταύρους για να τους εξαγριώσουν εναντίον της. Αλλά οι ταύροι έμειναν ακίνητοι. Η προσευχή της Μάρτυρος τους ημέρεψε. Γι αυτό λέγει το τροπάριο της: «Τοῦ ταύρου τόν θυμόν προσευχή σου ἡμέρωσας».
Την επομένη ημέρα οδήγησαν και πάλι την Άγια στο στάδιο. Ματαίως εξαγρίωναν τα θηρία. Εκείνα δεν κινούνταν εναντίον της. Ο Θεός την φύλαγε με θαυμαστό τρόπο απ’ όλους τους κινδύνους. Αυτό έκαμε μεγάλη εντύπωση στο λαό. Πολλοί μάλιστα πίστεψαν στο Χριστό.
Ο Αλέξανδρος έπειτα από αυτά φοβήθηκε, διότι η Τρύφαινα ήταν συγγενής του Καίσαρος. Διέταξε; λοιπόν, να ντύσουν την Θέκλα, και την κάλεσε ιδιαιτέρως, ζητώντας να μάθη ποιά είναι και πώς κανένα μαρτύριο και καμιά βάσανος δεν την πειράζει. .
Η Θέκλα ομολόγησε τότε, ότι είναι Χριστιανή κι ο Θεός, που Τον πιστεύει, είναι ο μόνος αληθινός. Οι άλλοι θεοί είναι ψεύτικοι. Τέλος ο Αλέξανδρος της έδωσε την ελευθερία κι έφυγε από την Αντιοχεία. Ζητούσε τότε παντού τον Απόστολο Παύλο και τον βρήκε επιτέλους στα Μύρα της Λυκίας, όπου κήρυττε. Της εξήγησε, ότι την άφησε μόνη, για να μην ελπίζει σε αυτόν, αλλά μόνο εις τον Χριστό τον Σωτήρα μας. Ακολούθως της συμβούλευσε να αναχωρήσει, για την πατρίδα της, εκεί να εργαστεί για σωτηρία της ψυχής της και για τη σωτηρία των άλλων. Θα αγωνιστεί εκεί να διαδώσει το Ευαγγέλιο.