ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ πού παρῆλθε (3/11) ἀναγνώσθηκε στόν Ὄρθρο τό η΄ ἑωθινό, μέ τήν συνομιλία τῆς Μυροφόρου ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μέ τούς δύο ὁραθέντες λευκοφόρους Ἀγγέλους, τούς παραστάτες τοῦ κενοῦ-καινοῦ μνημείου, καί μέ τόν ἴδιο τόν ἀναστημένο Κύριο καί τήν συγκλονιστικά ἀποκαλυπτική Του ὑπόδειξη: «Μή μου ἅπτου…»!

«Μή μέ ἀγγίζεις μέ μόνην τήν πίστη τῆς ἀνθρωπινῆς σου προαιρέσεως καί τήν πιστότητα τῆς ἀγαπώσης ἀναφορᾶς πρός ἐμέ. Ναί! Μέ ὀνοματίζεις Διδάσκαλο, καθώς δέν ἔφθασες ἀκόμη στήν Ἁγιοπνευματική ὡριμότητα νά βιώνεις τήν θεανθρωπότητά μου, ὥστε νά ὁμολογεῖς ὅτι εἶμαι ὁ Θεάνθρωπος, πού σαρκώθηκα, γιά νά σᾶς χαρίσω τήν θεανθρωπότητά μου ὡς ὁδό θείας υἱοθεσίας ἀπό τόν Πατέρα μου.

»Θά ρθεῖ κι αὐτή ἡ ὥρα, ὅταν θά ἀναληφθῶ, ὅταν θά λάβω ἄνω στούς κόλπους τοῦ Πατρός τήν θεανδρική ἀνθρωπινότητά μου, ὥστε μέσα ἀπό αὐτήν τήν ὁδό πού θά ἀνοίξω ―τήν ὁδό τοῦ συντελεσμένου μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως― νά καταξιώσω κι ἐσᾶς τούς ἀνθρώπους σέ μιάν τελειότητα θείας μεθέξεώς μου, μέ τό νά ἀποστείλω τό Ἅγιο Πνεῦμα, Αὐτόν πού θά ἐνεργεῖ τήν τελειότητα τῆς κοινωνίας σας μέ μένα».

***

ΜΟΛΟΝΟΤΙ τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Κύριο εἶναι ἑνιαῖο (καί αὐτό εὐχαριστιακά ζοῦμε καί ὁμολογοῦμε στίς Εὐχές τῆς λειτουργικῆς ἀναφορᾶς), πάντως ἡ Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος ὡς βεβαιότητα πίστης καί πιστότητα ἐπιπόθησης εἶναι ―ἴσως― ὡσάν κλειδί πού ξεκλειδώνει τήν ἀνθρώπινη προαίρεσή μας ἀπό πολυειδεῖς ἐκκοσμικεύσεις καί ψευδαισθήσεις καί ἀμέτρητα ἐπίψογα πάθη, γιά νά γίνει ὁλότελα προσληπτική τῆς Χριστοσωτηρίας.

Εἶναι αὐτό πού συμβουλεύει ἐκ πείρας ὁ ἀπόστολος Παῦλος, βασισμένος στήν πιστευματική καί τήν δραστική Πνευματική λειτουργία τοῦ βαπτίσματος: «Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 3:1-2).

ΑΥΤΟ βεβαίως τό “κλειδί” ἔχει δύο ὄψεις.

Ἡ μιά του ὄψη βρίσκεται στήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ, στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, στήν αὐτόχρημα θέωση τῆς προσληφθείσης ἀνθρώπινης φύσεως.

Ὅμως, ἐπί γῆς, οἱ Μαθητές καί οἱ Μαθήτριες ἔβλεπαν τόν Κύριο καθημερινά ὡς ἄνθρωπο, ἔστω κι ἄν ἔνιωθαν καί μυστικῶς Τόν ζοῦσαν ὡς ἐνανθρωπήσαντα Θεό “θαυμαστόν ἐν ἔργοις, ποιοῦντα τεράστια”.

Ἐνεργοῦσε σ᾽ αὐτούς ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Θεός Πατήρ τούς ἀποκάλυπτε σταδιακά τό θεανδρικό μυστήριο τοῦ Υἱοῦ Του (ἡ ὁμολογία τοῦ Βαπτιστοῦ ὡς κορυφαία προφητική ἀποκάλυψη· ἡ ἐξουσιαστική ἀποστολή τους ἀνά δύο-δύο μέ χαρίσματα ἰαμάτων ἀνά τήν Ἰουδαία· ὁ δοξασμός τῆς Μεταμορφώσεως ἐνώπιον τῶν τριῶν ἐκ τῶν Δώδεκα, πρίν τήν κορυφαία βίωση-ἔκφραση τῆς ἄκρας ταπεινώσεώς Του στήν μυστηριακή Σταυρική θεοεγκατάλειψη, καί ἡ αὐτεξούσια θεία ἀνάστασή Του).

Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ κλειδιοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀναλαμβανόμενου Κυρίου καί ἡ θαυμαστική θέαση ἀπό ὅλους-ὅλους τούς Μαθητές τοῦ δοξασμοῦ ἀναλήψεως τῆς θεωμένης ἀνθρωπινότητός Του (στούς κόλπους τοῦ Πατρός, ὅπου ἀνεκφοιτήτως ὑπάρχει ἀΐδιος ὁ Κύριος).

ΕΝΑ καί μοναδικό κλειδί τελικά (ἡ ἑνιαία θεϊκή οἰκονομία), μᾶς προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα μέθεξης καί κοινωνίας μέσα ἀπό τήν ἱστορική ἀποκαλυπτική διαδρομή τῆς (θεανδρικῶς πλέον) θεατῆς παρουσίας Του, αὐτό πού μπορούσαμε καί μποροῦμε ἐκκλησιαστικά νά προσλάβουμε ὡς ἄνθρωποι, ὡς κτίσματα.

Αὐτό παρουσιάζουν ἐνιστορικά καί εὐαγγελίζονται θεολογικά οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές.

***

ΜΕ ΑΥΤΟ τό “κλειδί” στά χέρια τῆς σταυραναστημένης προαιρέσεώς του πορεύθηκε διά βίου κάθε Ἅγιος, ἐν προκειμένῳ δέ ὁ πρότριτα ἑορτασθείς ὅσιος Γεώργιος ὁ νέος Ὁμολογητής (1901-1959).

Ἡ βαθμιδωτά στερημένη ζωή του, ἡ ὁριακά σταυρωμένη πορεία του (γνωστές πλέον σέ πάμπολλους ἀναγνῶστες τοῦ βίου του) καί ἡ ἀταλάντευτη ἐκκλησιαστική τους μετάδοση σέ πλῆθος ἀνθρώπων μέ ἐλεημοσύνες ὑλικές καί πνευματικές (κάτι ὡσάν ποιμαντική “μεταβίβαση” θεουμένης στοργῆς) στάθηκαν ἡ διαρκής ἔμπνευσή του στό στήσιμο τῆς (τόσο συμβολικῆς) Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, στό χωριό Ταξιάρχες (Σίψα) ἔξω ἀπό τήν Δράμα.

Δέν εἶναι ἀμελητέο ἐν προκειμένῳ τό μαρτυρούμενο ὅτι οἱ μονιμότεροι διακονητές τῶν προσκυνητῶν καί ἐξομολογουμένων στό πρῶτο-πρῶτο Μοναστηράκι του τά ξημερώματα μιᾶς ἡμέρας τόν ἀναζητοῦσαν ἐπιμόνως γιά τό συνηθισμένο πρόγραμμα τῆς καθημερινῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς καί δέν τόν εὕρισκαν οὔτε στήν μικρή πρώτη Ἐκκλησία οὔτε στό ἀντικριστό κελάκι του. Τόν εἶδαν νά καταφθάνει ὡς ἱπτάμενος καί τούς ἐξήγησε ὅτι τόν “πῆραν” ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Προφήτης Ἠλίας στό ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅπου καί λειτούργησαν!

Αὐτό σημαίνει ὅτι καί φρονοῦσε διαρκῶς τά ἄνω καί τά ἀποζητοῦσε καί τά προγευόταν δι᾽ ὅλου τοῦ μαρτυρικοῦ του βίου.

***

ΤΑ ΘΥΜΟΜΟΥΝ ὅλα αὐτά κι ἐφέτος, πού ἀξιώθηκα καί ἐλεήθηκα νά προσκυνήσω τόν Ἅγιο στό περιώνυμο ἀσκητικό Μοναστήρι του, ἐν μέσῳ Σεπτῶν Συνιεραρχῶν καί Κληρικῶν, ἐν μέσῳ τῶν Μοναζουσῶν καί πλήθους προσκυνητῶν.

Ὅπως διά τούς πάντες, ἡ συμμετοχή μου ἦταν ἀναβάπτισμα στήν λειτουργική θέαση καί κοινωνία καί ἄληκτη ἐπιπόθηση τοῦ σαρκωθέντος καί ἀναληφθέντος Κυρίου.

Καί τώρα, πού ἀναζῶ τήν κατανυκτικότατη πανήγυριν τοῦ ἑορτασμοῦ, προβληματίζομαι γιά τόν πνευματικῶς “ἀνεόρταστον καί ἀπανδόχευτον” βίο τῆς ἐποχῆς μας.

ΚΑΤΩ ἀπό τόν (φιλοσοφημένο ἤ τόν ἀφιλοσόφητο) ὁδοστρωτήρα ζήσης τοῦ δεσπόζοντος δυτικοῦ πολιτισμοῦ, πανταχοῦ οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτισμικῆς παγκοσμιότητος καταντήσαμε ἰδεοληπτικοί κάθε λογῆς συνθημάτων πληθωρικῆς κοσμικότητος.

Καί τί καταφέραμε;

Φαντασιώσεις καταξίωσης τοῦ ἑαυτούλη μας καί ἀπαξίωσης τῶν ἄλλων, ὅσο μᾶς ἔρχονται βολικά τά πράγματα ἤ ὅσο μποροῦμε νά ἐμβολίσουμε τά ἀξεπέραστα ἀσυνείδητα ὑπαρκτικά μας ἀδιέξοδα.

Ὥσπου ἔρχεται τό ἀβίωτο κι ἀφόρητο “τέλος” κάθε βολέματος, μέχρι καί αὐτῆς τῆς βιολογικότητος καί τῶν ὁρίων της. Ἀποδεικνυόμαστε καθημερινά τόσο εὐτελισμένοι στόν τρόμο τοῦ κάθε λογῆς διαβαθμισμένου θανάτου, ἔστω κι ἄν φαντασιαζόμεθα νά ἐπιβιώσει βιοτεχνολογικά ὡσάν ἄλλος σιαμαῖος ἀδελφός κάποια βιοτεχνητή μας διάρκεια.

***

ΥΠΗΡΞΑΝ ὡστόσο ―καί εὐτυχῶς δέν θά παύσουν νά ὑπάρχουν στήν ἐνιστορία― οἱ εὐφυέστεροι ἄνθρωποι σ᾽ αὐτήν τήν δολιχοδρομία ἐπί ξυροῦ.

Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι πού συναντήθηκαν μέ τό DNA τῆς ὑπαρκτικῆς μας ἀληθινότητας, ἀνακαλύπτοντας ἀπό αἰώνων τήν “ἀνθρωπινή νοημοσύνη” τῆς κτιστότητας. Καί ἀποτόλμησαν καί προχώρησαν σταθερά στήν ἀνακάλυψη τῆς πρώτης-πρώτης “ἠπείρου”, τοῦ μυστηρίου τῆς βαθείας καρδιᾶς, τῆς κοινωνίας μέ τόν ἄκτιστο Θεό.

ΕΝΑΣ ἀπό αὐτούς τούς εὐφυέστατους ἀνθρώπους ὑπῆρξε ἀναντίρρητα ὁ σταθερά ἐνορῶν καρδιακά τήν θεία Ἀνάληψη, ὁ Ἀργυρουπολίτης καί Δραμινός θεοφόρος ὅσιος πατήρ ἡμῶν Γεώργιος ὁ νέος Ὁμολογητής.

Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε, στήν μεθοριακή του ὥρα τῆς ἀποβιώσεως (καί τῆς μεταβιώσεως στόν ἄκτιστο οὐρανό τῆς Χριστοκοινωνίας) παρακαλοῦσε τήν Παναγία μας: «Τῆς εὐσπλαγχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε».

Ὁμολογοῦσε δηλαδή μέ τήν νηπτική δύναμη τῆς ἀσφαλιστικῆς ταπεινώσεως, αὐτό πού ἐνοπτριζόταν μετά βεβαιότητος σέ ὅλη του τήν διαδρομή, τήν κοινωνία μέ τόν Ἀναληφθέντα Κύριο, αὐτό πού ἐνέπνεε πρός τούς πάντες μέ ὅλο του τόν βίο.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.