Ένα αληθινό γεγονός που συνετάραξε και έφερε σε μετάνοια εκατοντάδες ανθρώπους στην πόλι Κουιμπίσεβ (σημερινό Σαμαρά) της Σοβιετικής Ρωσίας του έτους 1956.

Στήν πόλλι Κουϊμπίσεβ ζοῦσε μία οἰκογένεια: ἡ εὐσεβὴς μητέρα καί ἡ κόρη της Ζωή. Τό βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς (31 Δεκεμβρίου) τοῦ 1956 ἡ Ζωή προσκάλεσε ἑπτά φίλες της καί ἄλλους τόσους νεαρούς σέ δεῖπνο καί χορό. Τότε ἦταν ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων(*) καί ἡ μητέρα παρακάλεσε τήν Ζωή νά μην προγραμματίση φαγητό, ἀλλά ἡ κόρη της ἐπέμενε στό δικό της. Ἑκεῖνο τό βράδυ ἡ μητέρα πῆγε στήν Ἐκκλησία νά προσευχηθῆ.

Μαζεύτηκαν οἱ καλεσμένοι, ἀλλά ὁ ἀρραβωνιαστικός τῆς Ζωῆς δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη. Τό ὅνομά του ἦταν Νικόλαος. Οἱ κοπέλλες καί τά ἀγόρια χωρίσθηκαν σέ ζευγάρια καί ἡ Ζωή ἔμεινε μόνη της. Ἀπό ἀμηχανία χωρίς νά πολυσκεφθῆ, κατέβασε τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ ἀπό τόν τοῖχο καί εἶπε: «Θά πάρω αὐτόν τόν Νικόλα καί θά πάω νά χορέψω μαζί τους», χωρίς νά δίνη σημασία ἐν τῷ μεταξύ στίς φίλες της, οἱ ὀποῖες τήν συμβούλευαν νά μή κάνη αὐτή τήν βλάσφημη ἐνέργεια. «Ἄν ὑπάρχη Θεός, ἄς μέ τιμωρήση», εἶπε ἐκείνη.

Ἄρχισε νά χορεύη, ἐκαναν ἕνα-δύο γύρους, ὁπότε ξαφνικά μέσα στό δωμάτιο γίνεται ἕνας φοβερός θόρυβος, ἀνεμοστρόβιλος, καί ἔλαμψε φῶς ἐκτυφλωτικό σάν ἀστραπή.

Ἡ χαρά γύρισε σέ φρίκη. Ὅλοι ἔφυγαν φοβισμένοι ἀπό τό δωμάτιο. Μόνο ἡ Ζωή στεκόταν ἀκίνητη, μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου κολλημένη στό στῆθος, ἀπολιθωμένη καί παγωμένη σάν μάρμαρο. Οἱ γιατροί, πού γρήγορα κατέφθασαν, δέν μπόρεσαν νά τήν συνεφέρουν μέ τίς προσπάθειάς τους.

Οἱ βελόνες τῶν ἐνέσεων, πού ἤθελαν νά τῆς κάνουν, στράβωναν καί ἔσπαζαν καθώς κτυποῦσαν πάνω στό μαρμαρωμένο κορμί της!

Θέλησαν νά τήν μεταφέρουν στό νοσοκομεῖο, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά τήν μετακινήσουν ἀπό τήν θέση της Τά πόδια της λές καί ἦσαν καρφωμένα στό πάτωμα. Ἀλλά, ἠ καρδιά χτυποῦσε! Ἡ Ζωή ἦταν ζωντανή. Δέν μποροῦσε ὅμως πλέον οὔτε νά φάη οὔτε νά πιῆ…

Ὅταν ἡ μητέρα γύρισε καί εἶδε τί συνέβη, ἔπεσε ἀναίσθητη καί τήν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο, ἀπό τό ὁποῖο βγῆκε σέ μερικές ἡμέρες. Ἡ πίστις της στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, οἱ θερμές μητέρικές της προσευχές γιά συγχώρησι τῆς δύστυχης κόρης ἀνενέωσαν μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ τίς ζωτικές της δυνάμεις.

Ἡ Ζωή ἦλθε σέ συναίσθησι καί μέ δάκρυα ζητοῦσε συγχώρησι καί βοήθεια.

Τίς πρῶτες ἡμέρες τό σπίτι τῆς Ζωῆς ἦταν κυκλωμένο ἀπό πλῆθος κόσμου, πιστοί πού ἦρθαν ἤ ἀκόμη καί πού βάδισαν ἀπό μακρυά, περίεργοι, γιατροί, καί πνευματικά πρόσωπα. Ἀλλά, γρήγορα, κατ’ ἐντολήν τῶν ἀρχῶν, τό σπίτι ἔκλεισε γιά τούς ἐπισκέπτες.

Δύο ἀστυνομικοί φύλαγαν σκοπιά ἐναλλάξ ἀνά ὀκτάωρο. Κάποιοι ἀπό τούς φύλακες πού ἦσαν ἀκόμα νέοι (28-30) ἄσπρισαν ἀπό τήν φρίκη ἀκούγοντας κάθε νύχτα τήν Ζωή νά βγάζη τρομακτικές κραυγές.

Νύχτες καί νύχτες δίπλα της προσευχόταν ἡ μητέρα.

-Μαμά, προσευχήσου! Προσευχήσου, γιατί χάνομαι γιά τίς ἁμαρτίες μου! Προσευχήσου! φώναζε ἡ Ζωή.

Γιά ὅλα ὅσα συνέβησαν ἐνημέρωσαν καί τόν Πατριάρχη καί τόν παρακάλεσαν νά εὐχηθῆ ὑπέρ ἀναρρώσεως τῆς Ζωῆς. Ὁ Πατριάρχης ἀπήντησε:

-Ἐκεῖνος πού τήν τιμώρησε, ἐκεῖνος καί θά τήν ἐλεήση!

Μεταξύ τῶν προσώπων πού ἐπετράπη στό ἑξῆς νὰ ἐπισκεφθοῦν τήν Ζωή ἦσαν:

Ἐγνωσμένου κύρους καθηγητής τῆς ἰατρικῆς πού κατέφθασε ἀπό τήν Μόσχα. Αὐτός ἐβεβαίωσε ὅτι ἡ καρδιά δέν σταμάτησε νά χτυπᾶ.
Ἱερεῖς, τούς ὁποίους προσεκάλεσε ἡ μητέρα γιά νά πάρουν ἀπό τά χέρια τῆς Ζωῆς τόν ἅγιο Νικόλαο. Ἀλλά οὔτε ἐκεῖνοι μπόρεσαν νά ξεκολλήσουν τήν εἰκόνα ἀπό τά ἀπολιθωμένα χέρια τῆς Ζωῆς.
Ὁ ἱερομόναχος Σεραφείμ ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Γκλίνσκ, ὁ ὁποῖος ἦρθε στό Κουϊμπίσεβ γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί ἐτέλεσε ἁγιασμό καί ἅγιασε τήν εἰκόνα. Κατόπιν εἶπε: «Τώρα πρέπει νά περιμένουμε κάποιο σημεῖο τό Πάσχα! Ἄν δέν γίνη τίποτε, σημαίνει ὅτι πλησιάζει τό τέλος τοῦ κόσμου!», δείχνοντας μέ τά λόγια αὐτά τήν βαθειά του πίστι σ’ ἕνα θαῦμα.
Ὁ Μητροπολίτης Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἐπίσης διάβασε παράκλησι καί εἶπε: «νέο θαῦμα πρέπει νά περιμένουμε τό Πάσχα, ἐπαναλαμβάνοντας τόν λόγο τοῦ εὐλαβοῦς ἱερομονάχου.
Τίς παραμονές τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (πού ἐκείνη τήν χρονιά ἔπεσε τό Σάββατο τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς) πλησίασε πρός τούς φύλακες τῆς Ζωῆς ἕνας καλωσυνᾶτος Γέροντας καί τούς παρακάλεσε νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ἰδῆ τήν Ζωή. Ἀλλά οἱ φύλακες ἀστυνομικοί ἀρνήθηκαν νά τοῦ ἐπιτρέψουν.

Ἦρθε ὁ Γέροντας καί τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἀλλά πάλι οἱ ἑπόμενοι φύλακες δέν τόν ἄφησαν. Τήν τρίτη φορά, ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, οἱ φύλακες τόν ἄφησαν. Ἡ φρουρά τόν ἄκουσε πόσο εὐσπλαχνικά μίλησε στή Ζωή μπαίνοντας: «Λοιπόν, κουράστηκες ἀπό τήν ὀρθοστασία;»

Πέρασε λίγη ὥρα καί, ὅταν οἱ φρουροί θέλησαν νά βγάλουν ἔξω τόν Γέροντα, αὐτός δέν ἦταν μέσα στό δωμάτιο….

Ὅλοι ἦσαν βέβαιοι ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἔτσι ἡ Ζωή ἔμεινε ὄρθια 4 μῆνες (128 ἡμέρες), μέχρι τό Πάσχα ἀκριβῶς, πού ἐκείνη τήν χρονιά ἔπεσε 23 Ἀπριλίου (6 Μαΐου μέ τό νέο ἡμερολόγιο).

Τήν νύχτα τῆς Λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἡ Ζωή ἄρχιζε νά φωνάζη ἰδιαίτερα δυνατά:

-Προσεύχεσθε!

Οἱ νυχτερινοί φύλακες ἀνατρίχιασαν καί ἄρχισαν νά τήν ἐρωτοῦν: «Γιατί φωνάζεις τόσο φοβερά;» Ἀκολούθησε ἡ ἀπάντησις:

-Φοβερό! Καίγεται ἡ γῆ! Προσεύχεσθε! Ὅλος ὁ κόσμος χάνεται γιά τίς ἁμαρτίες του, προσεύχεσθε!

Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἡ Ζωή ἀναζωογονήθηκε, οἱ μῦς ἄρχισαν νά μαλακώνουν, νά ζωντανεύουν. Τελικά τήν ἔβαλαν στό στρῶμα, ἀλλά ἐκείνη συνέχισε νά φωνάζη καί νά καλῆ ὅλους σέ προσευχή γιά τόν κόσμο πού χάνεται γιά τίς ἁμαρτίες, γιά τήν γῆ πού καίγεται γιά τίς ἀνομίες της.

– Πῶς ἔμεινες ζωντανή μέχρι τώρα; Ποιός σέ ἔτρεφε; τήν ρώτησαν.

– Περιστέρια, περιστέρια μέ ἔτρεφαν, ἦταν ἡ ἀπάντησις. Ἀπό αὐτό ἔγινε φανερό ὅτι ἔλαβε ἔλεος καί συγχώρησι ἀπό τήν Δεξιά τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος. Ὁ Κύριος συγχώρησε τίς ἁμαρτίες τῆς Ζωῆς, μέ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, καί λόγῳ τῶν μεγάλων βασάνων της καί τῆς ὀρθοστασίας κατά τήν διάρκεια τῶν 128 ἡμερῶν.

Ὅλα αὐτά τά γεγονότα συνετάραξαν τούς κατοίκους τοῦ Κουϊμπίσεβ καί τῶν περιχώρων. Πολλοί ἄνθρωποι βλέποντας τά θαύματα, ἀκούγοντας τά οὐρλιαχτά καί τίς παρακλήσεις της νά προσευχόμαστε γιά τούς ἀνθρώπους πού χάνονται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, ξαναβρῆκαν τήν πίστι τους στό Θεό. Γύρισαν στήν Ἐκκλησία μέ μετάνοια.

Ὅσοι δέν φοροῦσαν σταυρό, ἄρχισαν νά φοροῦν κατά τήν ἐποχή ἐκείνη πού μόνο γι’ αὐτό ἦταν δυνατό νά πληρώσουν μέ τήν ζωή τους. Ἡ ἐπιστροφή ἦταν τόσο μαζική, ὥστε δέν ἔφθαναν τά σταυρουδάκια τῶν ἐκκλησιῶν γιά ὅλους ὅσους ζητοῦσαν.

Μέ φόβο καί δάκρυα ζητοῦσε ὁ λαός συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια τῆς Ζωῆς: «Φοβερό, ἡ γῆ καίγεται, χανόμαστε γιά τίς ἁμαρτίες μας! Προσεύχεσθε! Οἱ ἄνθρωποι χάνονται γιά τίς ἀνομίες τους!».

Τήν Τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἡ Ζωή ἔφυγε γιά τόν Κύριο, ἀφοῦ διήνυσε τό δύσκολο δρόμο τῆς ὀρθοστασίας τῶν 128 ἡμερῶν μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου γιά τήν συγχώρησι ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν της.

Τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν διατηροῦσε στήν ζωή ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες γιά νά ἀναστήση τήν ψυχή της ἀπό τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ὥστε στήν μέλλουσα αἰώνια ἡμέρα νά τήν ἀναστήση ἐν σώματι γιά την ζωή τήν αἰώνιο. Ὅπως, ἄλλωστε τό λέει καί τό ἴδιο τό ὄνομά της: Ζωή.

Σχόλιο (τοῦ ρωσικοῦ πρωτοτύπου): Στόν σοβιετικό τύπο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχε ἐπίσης σχολιασθῆ ἡ περίπτωσις τῆς Ζωῆς. Ἀπαντώντας στά γράμματα πού ἔφθασαν στήν διεύθυνσι διάσημες ἐφημερίδος, ἕνας ἀλαζονικός ἐπιστήμων ὑπεστήριξε ὅτι τό γεγονός μέ τήν Ζωή πράγματι δέν εἶναι φανταστικό, ἀλλά ἐν τούτοις ἐδήλωσε ὅτι εἶναι μιά μορφή ἀκαμψίας ἄγνωστη ἀκόμη στήν ἐπιστήμη.

Εἶναι προφανής ἡ ἀναλήθεια μιᾶς τέτοιας ὑποθέσεως, διότι:
Πρῶτον, στήν ἀκαμψία δέν ὑπάρχει πετρώδης σκλήρυνσις τοῦ δέρματος, ὥστε οἱ γιατροί νά μή μποροῦν νά κάνουν ἔνεσι στόν ἄρρωστο.

Δεύτερον, μπορεῖ ἕνας τέτοιος ἄρρωστος νά μεταφερθῆ ἀπό τόπο σέ τόπο, ἐνῶ τήν Ζωή δέν μποροῦσαν νά τήν μετακινήσουν αὐτή στεκόταν ὄρθια καί μάλιστα τόσο πολύ πού οἱ συνήθεις ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά σταθοῦν.

Τρίτον, ἡ ἀρρώστεια καθ’ ἑαυτήν δέν ἐπιστρέφη τόν ἄνθρωπο στόν Θεό καί δέν φέρει ἀποκαλύψεις ἀπό τόν οὐρανό, ἐνῶ στήν περίπτωσι τῆς Ζωῆς ὄχι μόνο χιλιάδες ἄνθρωποι ξαναβρῆκαν τήν πίστι τους στόν Θεό, ἀλλά φανέρωσαν τήν πίστι τους ἔμπρακτα, δηλαδή βαπτίσθηκαν καί ἔζησαν ἠθικά.

Ὄχι μόνο πίστεψαν ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλά καί ἔγιναν Χριστιανοί.

Ἀπ’ αὐτό εἶναι φανερό ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἁπλῆ ἀσθένεια, ἀλλά γιά κάποια θεϊκή οἰκονομία. Αὐτός ἔμπρακτα στερεώνει τήν πίστι, γιά να λυτρώση τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ἀπό τήν τιμωρία γι’ αὐτές.

(*) Στήν Ρωσία οἱ ἑορτές ἀκολουθοῦν τό παλαιό ἡμερολόγιο. Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων διαρκεῖ ἀπό τίς 28 Νοεμβρίου μέχρι 6 Ἰανουαρίου τοῦ ἑπόμενου ἔτους.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.