Για να διανοιγούν οι οφθαλμοί μας και να δούμε «τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω» (Εφε. ε΄ 10) πρέπει να μας επισκεφθεί η Θεία Χάρις. Και πως αυτή μας επισκέπτεται; Μόνο με επίμονη και θερμή προσευχή και μάλιστα βγαλμένη από καθαρή καρδιά που αψηφά τις αντιδράσεις και τα εμπόδια του κόσμου. Για το τι είναι ευάρεστο στον Κύριο δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε, γιατί το ευάρεστο σε Αυτόν συνιστά την πιο μεγάλη ευεργεσία για όλους μας, αφού μας θέτει στην φυσιολογική και κανονική πορεία της ζωής μας. Ο εν Χριστώ φανερωθείς Θεός ως Δημιουργός και Πατέρας μας είναι Αυτός που πράγματι γνωρίζει και θέλει το συμφέρον μας, το εκτεινόμενο και πέραν της αμεσότητος του κόσμου τούτου, στην αιωνιότητα. Τυχόν παρέκκλιση από το θέλημά Του όχι μόνο δεν του είναι ευάρεστη, αλλά και μας οδηγεί σε ατραπούς δύσβατες, που το μόνο που προσφέρουν είναι σκοτάδι, ταλαιπωρία και υποδούλωση στα πάθη μας με την επενέργεια του ανθρωποκτόνου διαβόλου.
Γνωρίζει ο Θεός, όπως είπαμε, πιο είναι το συμφέρον μας και πιά αιτήματα είμαστε έτοιμοι να του απευθύνουμε. Όμως, κάτι περιμένει από εμάς. Μας έχει αφήσει ελευθέρους και περιμένει το αίτημά μας. Χωρίς αυτό δεν επεμβαίνει, δεν μας το ικανοποιεί, πόσο μάλλον δεν μας το ικανοποιεί, όπως θέλουμε, αμέσως. Όσο περισσότερο επιμένουμε και όσο με πίστη ακράδαντη του το απευθύνουμε, όπως τα παιδιά στον πατέρα τους, τόσο πιο γρήγορα θα μας το ικανοποιήσει.
Ένας ωραίος διαλογος μεταξύ ενός προσυνητού και του Οσίου Παισίου πιστοποιεί του λόγου μας το αληθές:
Ερώτηση:
– Γέροντα, μερικές φορές, όταν παρακαλώ τον Θεό να γίνει κάτι και δεν γίνεται, αναρωτιέμαι: «Άραγε ο Θεός ακούει την προσευχή μου;».
Απάντηση:
– Το «άραγε» σημαίνει ότι αμφιβάλλεις για την αγάπη του Θεού, κι έτσι ακυρώνεις την αίτησή σου την ίδια στιγμή που την καταθέτεις, οπότε χάνεις και την σειρά προτεραιότητος.
Ερώτηση:
– Όταν ζητώ, Γέροντα, κάτι από τον Θεό και δεν μου το δίνει αμέσως, να επιμένω;
Απάντηση:
–Ναί, να επιμένεις. Βλέπεις, και όταν πάμε σε μια υπηρεσία και απευθυνόμαστε σε κάποιο αρμόδιο πρόσωπο, για να μας βοηθήσει σε μια υπόθεση, μερικές φορές επιμένουμε, για να μας εξυπηρετήσει.
«Σε παρακαλώ, λέμε, κάνε μου αυτήν την χάρη. Δεν θα φύγω, αν δεν με εξυπηρετήσεις». Έτσι, και στην προσευχή χρειάζεται να επιμένουμε, όπως επέμενε η Χαναναία στον Χριστό η χήρα στον άδικο κριτή και ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής στον διερχόμενο Ιησού.
Συνεχίζει ο προσκυνητής:
– Όταν όμως, Γέροντα, περνά καιρός και δεν παίρνω απάντηση, στενοχωριέμαι.
Γέροντας:
– Όταν ζητάμε κάτι στην προσευχή μας, πρέπει να περιμένουμε με υπομονή. Μια φορά είχε πρησθεί το μάτι μου και πονούσε. Πήγα τρεις φορές στην εικόνα της Παναγίας και την παρακάλεσα να το κάνει καλά, για να μπορώ τις νύχτες να διαβάζω το Ψαλτήρι. Πήρα και λίγο λαδάκι από το καντήλι Της και άλειψα το μάτι, όμως δεν θεραπεύθηκε. Σε λίγες ημέρες άρχισε να χειροτερεύει η κατάσταση· το μάτι πονούσε πολύ και πρηζόταν. Πέρασαν δεκαπέντε ημέρες.
Τότε πήγα πάλι με πολλή συστολή στην εικόνα της Παναγίας και είπα: «Παναγία μου, να με συγχωρείς· πάλι θα Σε ενοχλήσω».
Πήρα ξανά λίγο λαδάκι από το καντήλι και, μόλις το ακούμπησα στο μάτι, αυτό έγινε αμέσως καλά. Μήπως δεν μπορούσε η Παναγία από την πρώτη ημέρα να μου κάνει καλά το μάτι;
Κάτι όμως έβλεπε και με άφησε να ταλαιπωρούμαι. Κι εσύ να παρακαλάς ταπεινά και να περιμένεις με υπομονή. Η προσευχή που γίνεται με πίστη, πόνο, επιμονή και υπομονή, εφόσον αυτό που ζητάμε είναι για το καλό μας, εισακούεται.
Ας προσέξουμε και την εξής λεπτομέρεια. Όταν κάποιος προσεύχεται χωρίς προσοχή και προσήλωση στην προσευχή, ουσιαστικά δεν προσεύχεται, αλλά απλά βαττολογεί, και σε αυτήν την περίπτωση ισχύουν τα λόγια που είπε ο Θεός, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Προφήτου Ησαία: «Ο λαός ούτος τω στόματι και τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτού πόρρω απέχει απ’ εμού» (Ησ. κθ’ 13). Για να μην απέχει η καρδία μας μακριά από τον Θεό, πρέπει να υπάρχει η πεποίθηση στην αγαθότητά Του και η πίστη και η ελπίδα στις επαγγελίες Του, αρετές, οι οποίες συνδέονται στενότατα με την γνήσια προσευχή, κατά την οποία οφείλουμε να ζητάμε τα δίκαια αιτήματά μας. Συνεπώς, ο προσευχόμενος οφείλει να αιτείται «εν πίστει διακρινόμενος». Γιατί εκείνος ο οποίος προσεύχεται με δυσπιστία προσβάλλει τον Θεό και δεν πρέπει να ελπίζει ότι θα εισακουσθεί. Όταν, λοιπόν, προσευχόμαστε όπως πρέπει «εν τω ονόματι του Ιησού» (Ιωάν. ιστ’ 23), δηλαδή, έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην λυτρωτική αγάπη του Χριστού, έχουμε ζωντανή και θερμή πίστη ότι ο Θεός θα μας δώσει ο,τι χρειάζεται για την υπηρεσία μας και για την δική μας ωφέλεια.
Πολλέ φορές προβληματίζομαι, αδελφοί μου, γιατί στον Εσπερινό, στον πρώτο ψαλμό μετά τον προοιμιακό, παρακαλούμε εμφατικά επτά φορές τον Κύριο για το ίδιο αίτημα, για να ακούσει την προσευχή μας; Γιατί του λέμε: «Κύριε, εκέκραξα προς Σε, εισάκουσόν μου, εισάκουσόν μου, Κύριε, Κύριε, εκέκραξα προς Σε, εισάκουσόν μου, πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου, εν τω κεκραγέναι με προς Σε, εισάκουσόν μου, Κύριε»! Δεν αρκούσε μία η δύο φορές. Αυτήν την επιμονή στην προσευχή ζητά ο Κύριος, για να σπεύσει να ακούσει το αίτημά μας. Και όταν η προσευχή μας γίνεται εν μέσω εμποδίων, εν μέσω πολλών αντιδράσεων τόσο πιο γρήγορα ο Κύριος την καταγράφει στα αιτήματα του ουρανού και η Θεία Χάρις μας επισκέπτεται.
Ας ακούσουμε την σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Κόσμος πολύς ακολουθούσε τον Κύριο που ήδη πλησίαζε στην Ιεριχώ. Καθώς προχωρούσε και τα πλήθη συνωστίζονταν γύρω Του, ένας τυφλός ζητιάνος, που καθόταν στην άκρη του δρόμου, άκουσε τον θόρυβο, ρώτησε τι συμβαίνει και όταν έμαθε, ότι θα περνούσε από εκεί ο Χριστός, άρχισε να φωνάζει δυνατά:
-Ιησού, υιέ Δαβίδ, σπλαχνίσου με, ελέησέ με!
Τότε αυτοί που προπορεύονταν, «επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση»· με τόνο αυστηρό του έλεγαν να σωπάσει, γιατί νόμιζαν ότι οι φωνές του θα ενοχλούσαν τον Κύριο.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι μάλιστα δεν ήταν εχθροί του Χριστού αλλά ακόλουθοί Του, από λανθασμένη εκτίμηση των πραγμάτων στέκονταν εμπόδιο στο να γνωρίσει μια ψυχή το φως του Χριστού. Σε άλλη παρόμοια περίπτωση οι μαθητές του Χριστού είχαν εμποδίσει αυτούς που Του έφερναν τα παιδιά, για να τα ευλογήσει, επειδή νόμιζαν ότι δεν ήταν σωστό να Τον απασχολούν με μικρά παιδιά. Όμως, ο Κύριος τους υπέδειξε να μην τα εμποδίσουν λέγοντας: «Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με» (Ματθ. ιθ΄ 14).