Εγώ είμαι πολλά αμαρτωλή. Πώς θα αξιωθώ να δω το πρόσωπο του Θεού;
Ελάτε όλοι, μικροί μεγάλοι, ελάτε στην Παναγία· αν αγαπάτε, ελάτε στην Παναγία.
Αχ, αν κάνουμε ένα καλό, λέμε κάναμε έναν καλόν. Με ποια δύναμη κάναμε το καλό; Με την δύναμη του Θεού· έδωσέ σε ο Θεός ευλογία και έκανες το καλό.
Πρώτα τον Θεόν να τιμάτε, ύστερα την Παναγίαν, ύστερα τους Αγγέλους, ύστερα τους Αποστόλους, ύστερα τους Αγίους. Οι Απόστολοι όλοι εσταυρώθηκαν όπως ο Χριστός.
Οι Άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους Αγγέλους, για να δουν αν ο κόσμος μετανοεί. Οι Άγγελοι γέμισαν το σύννεφο.
Μικροί μεγάλοι να έρθουν στην μετάνοια, να μετανοούν. Να γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι επάνω. Αυτοί δεν το γνωρίζουν, σαν τα άλογα ζώα τρώνε την Παρασκευή. Παρακαλώ τον Θεό να μετανοούν, αυτοί δεν μετανοούν.
Σας παρακαλώ, όποιος κάνει υπομονή, χαρά σ’ αυτόν. Όποιος κάνει υπομονή, σαν τον ήλιο θα λάμψει. Πολλή υπομονή να κάνετε.
Το στόμα το χρυσό εμίλησε και είπε: Οι πεθεράδες να σκεπάζουν, οι γεροντάδες να σκεπάζουν. Οι νέοι να φυλάγουν τα λόγια του Θεού· τριαντάφυλλα στο στόμα, χρυσό κρασάκι στο στόμα (= η Θεία Κοινωνία), να είναι πάντα με τον Θεόν.
Και οι νέοι να βάλουν στο νου τους τα παντάψηλα του Θεού λόγια. Τα λόγια του Θεού σαν τριαντάφυλλο να είναι μέσα εις την καρδίαν.
Το στόμα να γίνει βασιλικός και τραντάφυλλον.
Εγώ χορτάτη είμαι απ’ όλα· μόνον θυμίαμα δεν χορταίνω, καντήλια –πώς να στο πω;– κεριά δεν χορταίνω.
Όταν δίνετε να μη λέτε έδωσα, έχασα, τάϊσα. Ο Θεός σας έδωσε τα υπάρχοντα, ο Θεός έδωσε ευλογία, για να δίνετε· όταν έρχονται από μακριά, να φιλοξενείτε και να τα δίνετε όλα.
Δώσε στους φτωχούς. Εμείς είμαστε αχόρταγοι, ανόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι.
Εγώ θα φύγω, αλλά να ξέρετε· η λαιμαργία θα χάσει τον κόσμον, η λαιμαργία και η υπερηφάνεια.
Ο Θεός περιμένει, περιμένει.
Παρασκευή ημέρα έρχεται (κάποια) στην Παναγία· τα μαλλιά λυτά, μπροστά ανοιχτά και τρώνε την Παρασκευή. Πολύ στενοχωρούμαι γι’ αυτά. Λογιών των λογιών άνθρωποι. Εσύ αγαπάς τον Θεόν και σκανδαλίζεσαι.
Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιόν της: «Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμον σοφία. Συγχώρησε τον κόσμον». Παναγία μου, προσκυνώ την χάρη σου. Ο Κύριος λέει: «Εγώ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα και αυτοί δεν πιστεύουν». Αναμένει ο Θεός, αναμένει. Κάνει υπομονή.
Έδειξάν με τα δαιμόνια και είπαν με, θα έρθει πολύ μίσος.
Πολλά υπομονήν· πολλά υπομονήν.
Τα μάτια κλειστά, το στόμα κλειστό, τα αυτιά κλειστά, για να κερδίσουμε. Ο κόσμος τι κάνει, τι είδες, τι ξέρεις; Δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω, χαπάρ κι έχω (= δεν έχω χαμπέρι, δεν παίρνω είδηση). Δεν ακούω, δεν βλέπω.
Μυρίζω χώμα, το χώμα μας έπλασε, στο χώμα θα πάμε. Ελάτε εσείς που είστε καλοί, θα αγιάσετε το χώμα.
Το καλόν το σώμα θα αγιάσει το χώμα, το σώμα το κακόν θα βρωμίσει το χώμα. Να μετανοήσετε, να πάρετε τον δρόμο του Θεού.
Φόβος Θεού, αρχή σοφίας στον άνθρωπο.
Καθαρίζουν το σώμα και το περιποιούνται, αυτό που θα πάει στο χώμα. Και δεν φροντίζουν την ψυχήν. Πώς θα πάει η ψυχή στον ουρανό; Δεν μετανοούν. Δεν ξέρουν πού πάνε. Δεν ξέρουν πού βαδίζουν.
Ο φόβος του Θεού κάνει σοφόν τον άνθρωπο. Ποιος είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι τον Θεό, αλλά να φοβάσαι να μην στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον βλάψεις, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τι να κάνεις.
Άμα τα πράγματα τα αφήκεις στον Θεό, έρχονται μονάχα. Μην προσπαθείς να βγάλεις, άμα δεν σε δώσει ο Θεός. Όσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (= κερδίζεις).
Μετανοείστε, γιατί τα σύννεφα της οργής του Θεού σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλήν αμαρτία. Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός.
Το σίδερο πώς το βάζουν στην φωτιά επάνω, και κοπανούνε. Και κοπανίζουνε και το βάζουν στην φωτιά. Και κοπανούνε και πάλι το βάζουνε στην φωτιά. Εμείς σαν το σίδερο πρέπει να είμαστε.
Θυμόν να μην κρατούμε. Ο θυμός είναι κακόν πράγμα. Όποιος είναι θυμωμένος και αντίδωρο δεν πρέπει να παίρνει.
Να μην κάνετε χρέη, να είστε ελεύθεροι, η ψυχή να φύγει απάνω.
Ο πατέρας κάνει την αμαρτίαν Τετάρτη και Παρασκευή και Κυριακή και το παιδί γεννιέται άρρωστο, αμαρτωλό.
Δεν θα λέτε λόγια στους γέρους. Δεν θα λέτε λόγια που πικραίνουν τους ανθρώπους· πικραίνετε τον Χριστό. Από πάνω είναι ο Πατέρας και μας βλέπει. Προσεύχεστε, να σωθείτε κι εσείς και τα παιδιά σας.
Να ακούτε τους γονείς σας, να μη διαλυθούν τα σπίτια σας.
Την Κυριακή να μην κάνεις ούτε πίτες ούτε τίποτα, μόνο τις πιο αναγκαίες δουλειές. Η Κυριακή είναι μέρα του Θεού.
Κυριακή να μη δουλεύετε. Όποιος δουλεύει την Κυριακή είναι κλέφτης. Τα χέρια του λερώνει, όπως οι κλέφτες. Την Δευτέρα να κάνετε καλωσύνες.
Το καντήλι να το ανάβεις καθαρή και να βάζεις καθαρό λάδι.
Εκάκυνεν ο κόσμος. Θα ρθει καιρός που θα τρων ανθρώπους.
Όχι να παινεύεστε. Με το «κύριε» και «κυρία» φουσκώνει ο άνθρωπος. «Αδελφέ» και «αδελφή» να λέτε.
Πολλά λόγια να μη λέτε, λίγα και ευλογημένα. Να αγαπάτε τον Θεόν και η καρδία σας να λάμπει ωσάν τον ήλιον.
Να ψάχνετε να βρίσκετε τους φτωχούς και να μαζεύετε να πάτε να τους βοηθάτε. Αυτά θέλει ο Θεός, όχι να πηγαίνετε τάχα να προσεύχεστε στην εκκλησία.
Αχ, να ξέρατε τι έπαθε ο Κύριος την Τετάρτη και την Παρασκευή, τίποτα δεν θα βάζατε στο στόμα σας. Ούτε ψωμί, όχι λάδι. Μη μαντζιρίζετε Τετάρτη και Παρασκευή (= μη τρώτε αρτύσιμα, που σας λερώνουν, την Τετάρτη και την Παρασκευή).
Πρώτα τον δικό σου τον μπαχτσέ να ποτίσεις. Αν μπορείς και τον ξένο.
Η ελεημοσύνη κρυφή να είναι, μόνον ο Θεός να ξέρει.
Οι ταπεινοί θα κερδίσουν τον Παράδεισον.
Από το βιβλίο: Σοφία, η Ασκήτισσα της Παναγίας (1883-1974), έκδοσις Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς, 2002.