«Αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νού μας στα ελαττώματά του … η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων», λέει ο αββάς Δωρόθεος και συμπληρώνει: «Με την μακροθυμία και την αγάπη ελκύουν τον αδελφό και δεν τον απωθούν ούτε τον σιχαίνονται».
Πως να αγαπήσει ο στενόκαρδος, πως να αγαπηθεί όποιος δεν έμαθε να προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα, πως να δει την αλήθεια όποιος βρίσκεται στο σκοτάδι. Γνωρίζουμε ανθρώπους, ενθουσιαζόμαστε, προβάλλουμε
πάνω τους όλα τα καλά που θα θέλαμε να έχει ένας ιδανικός σύντροφος ή φίλος – λες κι εμείς είμαστε τέλειοι-κι ύστερα, όταν περάσει κάποιος χρόνος, αρχίζουμε την αποκαθήλωση. Όσα πριν δεν βλέπαμε ή τα δικαιολογούσαμε, τώρα γίνονται αφορμή κατάκρισης. Μας ενοχλούν, θέλουμε να τ’αλλάξουμε, εκφράζουμε δυσαρέσκεια, ιδίως για όσα ασυναίσθητα μας θυμίζουν τον εαυτό μας. Άλλοι από εμας είμαστε από την αρχή μιας σχἐσης κλειστοί, φοβόμαστε να ανοιχτούμε για να μην πληγωθούμε, δεν δίνουμε, δεν παίρνουμε κι ύστερα κατηγορούμε τον άλλον πως δεν μας αγάπησε.
Αν είχαμε αγάπη σημαίνει πως θα αγαπούσαμε πρώτα τον εαυτό μας, δεν θα τον είχαμε αφήσει στην άγνοια της εγωκεντρικότητάς του και θα ερευνούσαμε καθημερινά τα δικά μας πταίσματα. Έτσι θα γνωρίζαμε πόσο φτωχοί είμαστε στην αγάπη και πως η υπερβολική έκφραση συναισθηματισμού πολλές φορές κρύβει μια νοσηρή εγωκεντρική αυτοαναφορά. (Δεν συγκινούμαι από ευγνωμοσύνη για τον άλλον αλλά από τον ίδιο τον εαυτό μου, από την αυτοεικόνα μου).
«Όσοι θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν». Αν γνωρίζαμε πως είμαστε φτωχοί στην αγάπη δεν θα μας ενοχλούσαν τα ελαττώματα του άλλου αλλά θα πασχίζαμε να τον καταλάβουμε κι αντί να κατακρίνουμε τους πάντες, τους εγγύς και τους μακράν, θα μοιραζόμαστε τις αστοχίες μας και μαζί θα ερευνούσαμε την θεραπεία μας. Όσο βλέπουμε τις αδυναμίες μας και θλιβόμαστε, ταπεινώνεται ο εγωισμός μας και βλέπουμε τον άλλον συγχωρητικά, αγαπητικά, περιχωρούμε την αδυναμία του γιατί καταλαβαίνουμε πως μπορεί να είναι καλύτερος από εμάς. Όταν διαπιστώσεις την ασθένειά σου, δεν μπορείς να κρίνεις κανέναν, κλαις για τα δικά σου χάλια και δεν κάνεις συγκρίσεις.
«Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Ὀσο ταπεινώνομαι, τόσο κατανοώ την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης και δεν κρύβομαι κενόδοξα πίσω από τις αρετές και τα χαρίσματά μου (που δεν είναι δικά μου γιατί Άλλος μου τα δώρισε). Δεν υπάρχει λογισμός, πειρασμός ή πτώση που να μην μπορεί να συμβεί και σε μένα «εν έργω, λόγω ή διανοία», γι αυτό σταματώ να κατακρίνω οποιονδήποτε και μόνο ζητώ το έλεος του Κυρίου. Σαν τον αββά Μωυσή θυμάμαι να κρατώ στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο, γιομάτο με άμμο. Για να θυμάμαι πως «οι αμαρτίες μου κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω κι άρα δεν μπορώ να κρίνω τα σφάλματα του άλλου».
Μόνο με την μακροθυμία γινόμαστε κοινωνοί της αγάπης, σωστοί μαθητές του Χριστού, δεκτικοί της χάριτος, πνεύματα ελεύθερα που κοινωνούν την ελευθερία της Θεότητας, Θεοί κατά χάριν. Μόνο με την αγάπη που είναι «μακρόθυμη, ευεργετική κι ωφέλιμη, την αγάπη που δεν ζηλεύει, δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δεν ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δεν σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δεν χαίρεται, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Η αγάπη όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει» (Κορ. Α, 13).
Όλα μας τα έχει πει ο Απόστολος, μα κάνουμε πως δεν καταλάβαμε κι είμαστε αναπολόγητοι όσοι παριστάνουμε τους Χριστιανούς. Μας αποκάλυψε μέσα απο την θεοπτία του όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας, μας παρέδωσε την εμπειρία της πρώτης αποστολικής κοινότητας. Όμως, δεμένοι στα πάθη και την τυφλότητά μας εξακολουθούμε να ψάχνουμε διαρκώς δικαιολογίες, αρνούμεθα τις ευθύνες μας, υποφέρουμε, πέφτουμε, απελπιζόμαστε και πολλοί από εμάς τελειώνουμε τον βίο μας χωρίς να έχουμε αγαπήσει…