Επειδή το Άγιον Όρος αποτελούσε ανέκαθεν το προπύργιο και το στήριγμα της Ορθοδοξίας στην Ανατολή, οι Λατίνοι θέλησαν να το καταστρέψουν και να εγκαθιδρύσουν και σ’ αυτό την εξουσία του Πάπα. Μπήκαν λοιπόν το 1280 στο Όρος με στρατιωτική δύναμη, κι επιδόθηκαν στο έργο τους άλλοτε με υποσχέσεις και χρήματα, κι άλλοτε με απειλές, βιαιότητες και μαρτύρια.
Μερικοί δειλοί υπέκυψαν. Οι περισσότεροι όμως μοναχοί αρνήθηκαν την εξουσία του Πάπα ως τοποτηρητού του Χριστού, καθώς και τα σαθρά του δόγματα, γι’ αυτό επισφράγισαν με το αίμα την ομολογία τους. Σ’ αυτή τους την προσπάθεια οι Λατίνοι είχαν δυστυχώς συνεργούς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και τον πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο.
Αφού έκαναν ό,τι έκαναν στις άλλες μονές, πέρασαν τελευταία κι από τη μονή του Ζωγράφου. Εκείνη την περίοδο ασκήτευε κοντά στο μοναστήρι ένας μοναχός, που είχε τη συνήθεια να διαβάζει πολλές φορές την ημέρα τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου μπροστά στην εικόνα της.
Κάποια μέρα, ενώ στα χείλη του γέροντα ηχούσε ο αρχαγγελικός ασπασμός, ακούει ξαφνικά από την αγία εικόνα τη φράση: «Χαίρε κι εσύ, Γέρον του Θεού!»
Ο γέροντας τρόμαξε.
– Μη φοβάσαι! συνέχισε ήσυχα η θεομητορική φωνή που έβγαινε από την εικόνα. Πήγαινε όμως γρήγορα στο μοναστήρι, και πες στον ηγούμενο και στους μοναχούς ότι οι εχθροί μου και εχθροί τού Υιού μου πλησίασαν. Όποιος λοιπόν είναι ασθενής στο φρόνημα, ας πάει να κρυφτεί μέχρι να περάσει ο πειρασμός. Όσοι όμως επιθυμούν μαρτυρικά στεφάνια, να παραμείνουν στο μοναστήρι. Πήγαινε γρήγορα!
Ο γέροντας ξεκίνησε αμέσως, υπάκουος στην εντολή της Θεοτόκου. Και μόλις έφτασε στη μονή, βλέπει κατάπληκτος στην πύλη την εικόνα της Παναγίας, μπροστά στην οποία διάβαζε πριν από λίγο τους Χαιρετισμούς. Γονάτισε με κατάνυξη, ασπάστηκε την εικόνα και μαζί μ’ αυτή παρουσιάστηκε στον ηγούμενο.
Οι μοναχοί ταράχθηκαν από το φοβερό άκουσμα. Μερικοί έτρεξαν και κρύφτηκαν στα όρη και στις σπηλιές. Είκοσι έξι όμως –μαζί τους και ο ηγούμενος– έμειναν στο μοναστήρι, ανέβηκαν στον πύργο και περίμεναν εκεί τους εχθρούς και τα μαρτυρικά στεφάνια.
Σε λίγο έφθασαν και οι Λατίνοι. Στην αρχή επιστράτευσαν όλη τη ρητορική τους δεινότητα, για να πείσουν τους μοναχούς ν’ ανοίξουν τις πύλες και ν’ αναγνωρίσουν τον Πάπα σαν κεφαλή της οικουμενικής Εκκλησίας.
– Και ποιος σας είπε ότι ο Πάπας είναι η κεφαλή της Εκκλησίας; φώναξαν οι μοναχοί. Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός! Δεν ανοίγουμε τις πύλες. Προτιμάμε να πεθάνουμε, παρά να σας αφήσουμε να μολύνετε τον ιερό αυτό τόπο!
– Αφού το θέλετε, θα πεθάνετε! φώναξαν οι Λατίνοι με μανία.
Κι αμέσως μάζεψαν ξύλα και φρύγανα γύρω από τον πύργο, άναψαν φωτιά και τους έκαψαν όλους.