Βλέπω λοιπόν κάποιον που το χρειάζεται, υπερισχύει μέσα μου το έλεος και του το δίνω. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί να μου το ζητήσει κάποιος και, πάλι, του το δίνω.
Ρωτήθηκε κάποτε ένας πολύ σοφός γέροντας από κάποιον αδελφό ησυχαστή μοναχό: Τι να κάνω;
Διότι πολλές φορές συμβαίνει να χρειάζομαι κάτι, που έχω ή για την ασθένειά μου ή για το εργόχειρό μου ή για κάποια άλλη αιτία, και χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω στην καλογερική ησυχία.
Βλέπω λοιπόν κάποιον που το χρειάζεται, υπερισχύει μέσα μου το έλεος και του το δίνω. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί να μου το ζητήσει κάποιος και, πάλι, του το δίνω.
Γιατί αναγκάζομαι, και από την αγάπη που έχω και από τη εντολή του Θεού, και δίνω σ’ αυτόν που μου ζητάει το απαραίτητο για τη ζήση μου. Ύστερα όμως η ανάγκη αυτού του πράγματος με κάνει να πέσω σε φροντίδες και σε ταραχή των λογισμών και έτσι σκορπίζω το νου μου και δεν μπορώ να φροντίσω για την καλογερική ησυχία.
Και αναγκάζομαι ίσως να βγω από την ησυχία μου και να πάω έξω να βρω αυτό το πράγμα που έδωσα.