Να σου πω κάτι για την ώρα της κηδείας που δεν θα το ξεχάσω όσο ζω.
Κάποια στιγμή που μιλούσε ο αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Φωστίνης [μετέπειτα Μητροπολίτης], έπιασε το δεξί χέρι του Αγίου και το σήκωσε, σταυρώνοντας μ’ αυτό τον κόσμο.
Μόλις κατάλαβα τι γίνεται – ήμουνα τότε στα σκαλάκια της στέρνας – πήγα και στάθηκα στην πόρτα της Εκκλησιάς (πριν,είχα βγει στο προαύλιο) και το είδα!«Ευλόγησε, άγιε πάτερ Νεκτάριε, τον κόσμο σου που ήρθε να σ’ αποχαιρετήσει» έλεγε ο Φωστίνης και σταύρωνε με το χέρι του Αγίου, όλους μας.
Το χέρι έκανε όλες τις κινήσεις, λες κι ήταν ζωντανό! Κι ας είχαν περάσει μέρες από την Κοίμησή του…Ύστερ᾽ από τρία χρόνια, τόνε βγάλανε από τη γη. Τον πήγαν στο Γεροντικό. Εκεί που ᾽ναι το Σκευοφυλάκιο. Απέναντι από το Ιερό.
Ήρθε η καλογριά η Νεκταρία στο σπίτι και μας είπε να πάμε να τον προσκυνήσουμε. Το λέω τώρα κι ανατριχιάζω (σ.σ. ο μπαρμπα-Μήτσος συγκινείται).
Τότε ήμουνα δεκάξι χρονών. Ήταν, θυμάμαι, το πρόσωπό του σκεπασμένο με τον «αέρα», το κάλυμμα του Δισκοπότηρου.
Τα γένια του φαίνονταν. Προσκύνησα. Το χέρι του ήταν ζεστό! Να, το δικό μου τώρα που σου μιλώ, είναι πιο κρύο! Ταράχτηκα όμως, όσο να πεις. Φεύγοντας, έμπλεξα το σακάκι μου στη μπετούγια της πόρτας και σκίστηκα. Θαρρούσα ε, παιδί ήμουνα – πως με τράβηξε ο Δεσπότης!
Δεν θα ξεχάσω πως ήταν σαν ζωντανός όταν τον προσκύνησα! (σ.σ. ο μπαρμπα-Μήτσος συνεχίζει να δακρύζει. Η φωνή του κομπιάζει. Τα δάκρυα κυλούνε σα ρυάκια).
Όταν έγινε η Ανακομιδή κι είδα την αγία Κάρα, έτσι σκέτο κόκκαλο, δεν μπορούσα να βαστάξω τα κλάματα. Τον λυπήθηκα που διαλύθηκε (σ.σ. κλαίει και πάλι).
Όσο για την ευωδία που άκουγα στο Μοναστήρι, τι να σου πω! Τι πράμα ήταν αυτό! Λες κι ήταν φυτρωμένοι ολόγυρα εκατομμύρια κρίνοι και μοσκοβολούσαν· λες κι ήταν ανθόνερο.
Μια φορά, ύστερα κι ύστερα, χτίζαμε με τον μπαρμπα-Μιχάλη το Μπορμπολά ένα ντουβάρι…
Κάποια στιγμή στρέφει και μου λέει:
– Μήτσο, αρώματα πασαλοίφτηκες;
Αν ήταν δυνατό…