Μια φορά ήταν ένας Γέροντας και του φέρανε έναν δαιμονισμένο να τον κάνει καλά. Αφού νήστεψε και προσευχήθηκε επί μια βδομάδα, τελικά το δαιμόνιο βγήκε από τον ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου τον ταλαιπωρούσε εδώ και 15 χρόνια.
Ήταν 24 χρονών τώρα που ελευθερώθηκε. Αμέσως έπεσε στα πόδια του Γέροντα Σεραφείμ και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε να μείνει μαζί του για πάντα.
-Γιάννη παιδί μου, εδώ στην έρημο είναι δύσκολα. Θα κάνεις υπακοή και υπομονή ;
-Ναι Γέροντα, θα κάνω !
-Θα κάνεις πάντα ότι σου λέω ;
-Ναι Γέροντα, ναι !!
-Ωραία. Δύο λέξεις κυρίως, θέλω να λες. Ευλόγησον – Νά’ ναι ευλογημένο. Σύμφωνοι ;
–
Ναι Γέροντα. Νά’ ναι ευλογημένο.
Πραγματικά πέρασαν δύο μήνες και ο Γιάννης έκανε σε όλα υπακοή. Μια φορά θα πηγαίναμε στην Μεγίστη Λαύρα με τα πόδια. Λέει λοιπόν ο Γέροντας στον Γιάννη.
-Λοιπόν παιδί μου, τώρα που θα πάμε στη Λαύρα, θα κρατάμε 20 μέτρα απόσταση μεταξύ μας για να μην αργολογούμε. Εάν βρούμε οποιονδήποτε στο δρόμο για να μην σε ενοχλήσει και να σε αφήσει ήσυχο θα λες ότι έχεις δαιμόνιο και να εύχεται για σένα. Εντάξει ;
Του Γιάννη δεν του πολυάρεσε αυτό το τελευταίο που θα έλεγε, γιατί ντρεπόταν, όμως είπε στο Γέροντα το νά’ ναι ευλογημένο.
Πράγματι, στο δρόμο ο Γέρο Σεραφείμ τον άφησε να πηγαίνει πρώτος, για να τον προσέχει καλύτερα, και περπατάγανε σε απόσταση για να μη μιλάνε. Έλεγαν φυσικά την ευχή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με, τον αμαρτωλό”.
Εκεί που περπατάγανε συναντούσαν στο δρόμο κάθε τόσο και κάποιο μοναχό ή κοσμικό και ο Γιάννης αναγκαζόταν (κάνοντας την υπακοή του) να λέει στον καθένα ότι έχει δαιμόνιο και να εύχονται γι΄ αυτόν.
Όλοι τον κοιτάζανε με οίκτο και αηδία, μαζί με περιφρόνηση (όπως του έλεγε ο λογισμός του Γιάννη). Οπότε φτάνοντας στην τοποθεσία “Χαΐρι” συναντάνε πάλι έναν λαϊκό και του λέει ο Γιάννης :
-Εύχεστε και υπέρ εμού γιατί έχω δαιμόνια, όμως αυτός που έρχεται από πίσω μου έχει επτά δαιμόνια…………………….